-
1 σκαρφαλώνω
αμετ. вскарабкиваться, влезать, взбираться;σκαρφαλώνω στο βουνό — взбираться на гору
-
2 σκαρφαλώνω
[скарфалоно] р.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σκαρφαλώνω
-
3 σκαρφαλώνω
[скарфалоно] ρ {αμτβ) карабкаться, взлезать, взбираться, (μτβ) зацеплять. -
4 σκαρφαλώνω
1) clamber2) climb3) scrambleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σκαρφαλώνω
-
5 clamber
σκαρφαλώνω -
6 лазить
лазить (карабкаться) σκαρφαλώνω· \лазить по деревьям σκαρφαλώνω στα δέντρα* * *( карабкаться) σκαρφαλώνωла́зить по дере́вьям — σκαρφαλώνω στα δέντρα
-
7 лезть
лезу, лезешь, παρλθ. χρ. лез, -ла, -ло; προστκ. лезь ρ.δ.1. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω•лезть на дерево σκαρφαλώνω στο δέντρο•
лезть на скалы σκαρφαλώνω στα βράχια.
|| κατεβαίνω αγκιστρωνόμενος.2. διαπερνώ, εισδύω, μπαίνω έρποντας εξέρχομαι, βγαίνω έρποντας. || μπαίνω•лезть в ванну μπαίνω στη μπανιέρα.
3. εισδύω, μπιχίνω για να κλέψω βάζω για να. κλέψω•лезть в чужой карман κλέβω από τη τσέπη.
4. βάζω το χέρι•лезть в ящик βάζω το χέρι στο κιβώτιο ή στο συρτάρι.
5. εισχωρώ, μπαίνω•гвозди в стенку не -зут τα•καρφιά δε μπαίνουν στον τοίχο.
6. βγαίνω ανάμεσα από στενό μέρος.7. προσβάλλω συνεχώς, χτυπώ, ερεθίζω (για ήχους, μυρουδιά κ.τ.τ.).8. μτφ. επιδιώκω, επιζητώ να συμμετάσχω (σε μάχη, καβγά κ.τ.τ.). || απευθύνομαι, ενοχλώ. || επεμβαίνω•лезть не в своё дело δεν έχεις κανένα δικαίωμο. να επεμβαίνεις.
9. επιδιώκω μεγάλα αξιώματα•в генералы -зет στρο:τηγός βάλθηκε να γίνει.
10. πέφτω, μαδιέμαι (για μαλλιά).11. ξεφτίζομαι (για υφάσματα).εκφρ.лезть в бутылку – αγανακτώ, θυμώνω χωρίς αιτία•лезть в ή на глаза – προσπαθώ να φαίνομαι, να διακρίνομαι, να επιδείχνομαι•лезть в голову – συνέχεια μού ρχεται στο νου, δε μου βγαίνει από το μυαλό•лезть в чью душу – επεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις, ζητήματα, αισθήματα κ.τ.τ. лезть на стену γίνομαι έξαλλος, έξω φρενών•не -зет в горло ή в рот – δεν κατεβαίνει στο λαιμό (δε μου τραβάει, δεν έχω όρεξη)•не лезть за словом в карман – έχω έτοιμη την απάντηση, είμαι ετοιμόλογος. -
8 влезать
влезать, влезть 1) μπαίνω·σκαρφαλώνω (наверх ) χώνομαι (внутрь ) 2) (уместиться ) χωρώ* * *= влезть2) ( уместиться) χωρώ -
9 карабкаться
-
10 лезть
лезть 1) (наверх) σκαρφαλώνω 2) (входить) μπαίνω 3) (о волосах, мехе) πέφτω* * *1) ( наверх) σκαρφαλώνω2) ( входить) μπαίνω3) (о волосах, мехе) πέφτω -
11 взбираться
взбиратьсянесов ἀναρριχῶμαι, σκαρφαλώνω:\взбираться на гору σκαρφαλώνω (или ἀνεβαίνω) στό βουνό. -
12 влезать
влезатьнесов, влезть сов1. (вскарабкиваться) σκαρφαλώνω, ἀναρριχιέμαι, ἀνεβαίνω:\влезать на дерево σκαρφαλώνω στό δέντρο·2. (проникать) εἰσχωρώ, διεισδύω, μπαίνω, χώνομαι:\влезать в окно́ μπαίνω ἀπ· τό παράθυρο· \влезать в грязь χώνομαι στή λάσπη·3. (умещаться внутри чего-л.) разг χωρώ:все книги влезли в ящик ὅλα τά βιβλία χώρεσαν στήν κάσσα· ◊ \влезать в долги κα-ταχρεώνομαι. -
13 лазить
лазитьнесов (взбираться) σκαρφαλώνω:\лазить по деревьям σκαρφαλώνω στά δέντρά ◊ \лазить по карманам κλέβω ἀπό τήν τσέπη, εἶμαι πορτοφολάς. -
14 лезть
лезтьнесов1. (наверх) σκαρφαλώνω, ἀναρριχιέμαι:\лезть на Λέρεβο σκαρφαλώνω στό δένδρο· \лезть на гору ἀνεβαίνω στό βουνό·2. (входить) εἰσέρχομαι, μπαίνω / είσδύω, είσχωρῶ (проникать)! διολισθαίνω, γλιστρώ, χώνομαι (в узкое место):\лезть в воду μπαίνω στό νερό·3. (вмешиваться во что-л.) разг χώνομαι, ἀνακατεύομαι, ἀνακατώνομαι:\лезть не в свое дело χώνω τήν μύτη μου ἐκεῖ πού δέν πρέπει·4. (о волосах, мехе и т. п.) πέφτω, πίπτω:полосы лезут πέφτουν τά μαλλιά μου·5. (быть впору, подходить по размерим) разг μπαίνω, χωράω:фуражка не лезе-ι ему на голову τό κασκέτο δέν τοϋ χωράει στό κεφάλι· ◊ \лезть из кожи вон κάνω τό πᾶν, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες, βάζω ὅλα μου τά δυνατά· \лезть на рожо́н διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω· он в карман за словом не лезет ἔχει τήν ἀπάντηση ἐτοιμη· \лезть в голову μοθ μπαίνει στό κεφάλι. -
15 взлезть
-езу, -езешь, παρλθ. χρ. взлез, -ла, -ло, προστκ. взлезь ρ.σ. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω•взлезть на дерево σκαρφαλώνω στο δέντρο.
-
16 влезть
-зу, -зешь, παρλθ. χρ. влез, -ла, -ло, προστκ. влезь ρ.σ.1. σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι, ανέρπω•влезть на дерево, на мачту, на крышу σκαρφαλώνω στο δέντρο, στο κατάρτι, στη στέγη.
2. εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω μέσα από στενό μέρος•влезть в нору μπαίνω στην κρύπτη•
влезть воры -ли в дом οι κλέφτες μπήκαν στο σπίτι.
|| λαθροχειρώ•влезть в чужой карман κλέβω από τη τσέπη.
3. παρεισδύω, παρεισέρχομαι., τρυπώνω, παρεισφρέω•влезть в кампанию χώνομαι (μπαίνω)με τρόπο στην παρέα.
4. χωρώ•все белье в чемодан не -ет όλα τα εσώρουχα στή βαλίτσα δε χωρούν.
5. μπαίνω, χωρώ•сапоги не -ли οι μπότες δεν μπήκαν, δε μου χώρεσαν (στο πόδι).
εκφρ.не -ешь у кого-н. – δεν μπορείς να μπεις στη σκέψη κάποιου•сколько -ет – όσο χωράει• όσο θέλεις. -
17 забраться
-берусь, -берешься, παρλθ. χρ. забрался-бралась, -бралосьρ.σ.1. σκαρφαλώνω• εισχωρώ, χώνομαι, εισδύω•забраться на самую верхушку дерева σκαρφαλώνω ως την ψηλότερη κορυφή του δέντρου•
воры -лись в комнату через окно οι κλέφτες μπήκαν στο δωμάτιο από το παραθύρι.
|| διαπερνώ, μπαίνω-(για άνεμο, βροχή, χιόνι κ.τ.τ.).2. φεύγω μακριά. || κρύβομαι•забраться в глубокое•, подполье μπαίνω σε βαθιά παρανομία.
-
18 залезть
-езу, -езешь, παρλθ. χρ. залез, -ла, -ло, προστκ. залезь ρ.σ.1. σκαρφαλώνω, αναρριχιέμαι•залезть на мачту, на дерево σκαρφαλώνω στο κατάρτι, στο δέντρο.
2. σέρνομαι, έρπω• χώνομαι, κρύβομαι. || φορώ• ποδένω•залезть в халат φορώ τη ρόμπα•
залезть в отцовские сапоги φορώ τις μπότες του πατέρα.
3. εισχωρώ, διεισδύω κρυφά, τρυπώνω, χώνομαι•воры -ли в чулан οι κλέφτες μπήκαν στο κελάρι.
|| κλέβω, λαθροχειρώ•залезть в карман κλέβω αποτη τσέπη.
|| μπαίνω, εισέρχομαι, ανεβαίνω•-в трамвай μπαίνω στο τραμ.
-
19 слазить
-
20 взгромождаться
взгромождать||ся(на что-л.) ἀναρριχῶμαι, σκαρφαλώνω, κουρνιάζω.
См. также в других словарях:
σκαρφαλώνω — σκαρφαλώνω, σκαρφάλωσα, σκαρφαλωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκαρφαλώνω — Ν ανεβαίνω σε ψηλό ή δυσπρόσιτο μέρος χρησιμοποιώντας τα χέρια και τα πόδια μου, αναρριχώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από τα ρ. σκαλώνω και καρφώνω με συμφυρμό] … Dictionary of Greek
σκαρφαλώνω — σκαρφάλωσα, σκαρφαλωμένος, αναρριχιέμαι, ανεβαίνω: Σκαρφάλωσε στην κορυφή του δέντρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσκολοσκαλώνω — σκαρφαλώνω δύσκολα … Dictionary of Greek
αιγίλιψ — αἰγίλιψ ( ιπος), ο, η (Α) τόπος όπου δεν σκαρφαλώνουν ούτε κατσίκια, επομένως απόκρημνος, απότομος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. από αἰγι (< αἴξ, αἰγὸς) και λιψ. Το β συνθ. συνδέεται πιθ. με την ΙΕ ρίζα *leip, που σημαίνει («αλείφω» και) «σκαρφαλώνω,… … Dictionary of Greek
αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… … Dictionary of Greek
αγγριφώνω — [αγγρίφι] 1. κυρτώνω κάτι σαν άγκιστρο, καμπυλώνω 2. αναρριχώμαι, σκαρφαλώνω 3. αγγριφίζω* … Dictionary of Greek
ανέρπω — ἀνέρπω (Α) 1. ανεβαίνω έρποντας, σκαρφαλώνω 2. ξεπηδώ, αναβλύζω … Dictionary of Greek
αναθέω — ἀναθέω (Α) 1. τρέχω προς τα επάνω, αναρριχώμαι, σκαρφαλώνω 2. (για φυτά) ξαναβλασταίνω 3. ανατρέχω, τρέχω προς τα πίσω, ξαναγυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θέω] … Dictionary of Greek
αναλέγω — (Α ἀναλέγω, Μ ἀναλέγομαι) [λέγω (ΙΙ)] μσν. νεοελλ. εκλέγω, διαλέγω νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. τυλίγω, περιτυλίγω 2. μαλώνω, επιπλήττω 3. διανύω, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, τρέχω ΙΙ. μέσ. 1. διηγούμαι, εξιστορώ 2. αναλογίζομαι, σκέφτομαι 3. αισθάνομαι τάση… … Dictionary of Greek
αναρριχώμαι — (Α ἀναρριχῶμαι, άομαι) ανεβαίνω, σέρνομαι σε κατακόρυφη ή δύσβατη επιφάνεια, σκαρφαλώνω νεοελλ. 1. (για φυτά) ανεβαίνω και απλώνω τα κλαδιά σε δέντρο ή τοίχο 2. μτφ. ανέρχομαι διαδοχικά σε αξιώματα με ανέντιμα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παλαιό … Dictionary of Greek