-
1 σειρην
- ῆνος ἥ1) pl. αἱ Σειρῆνες Сирены (миф. девы, обитавшие у южн. берегов Италии, завлекавшие своим пением мореплавателей и убивавшие их, у Hom. их две - νῆσος Σειρήνοιϊν, у Plat. - восемь)2) коварная очаровательница Eur.3) очарование, обаяние, прелесть(λόγων σ. καὴ χάρις Plut.)
4) «сирена» ( вид дикой пчелы) Arst.
См. также в других словарях:
σειρήν — ῆνος, ἡ, Α βλ. σειρήνα … Dictionary of Greek
σειρήνα — η / σειρήν, ῆνος, ΝΑ, και σιρήνα Α 1. μυθ. στον πληθ. οι σειρήνες μυθικές θηλυκές θεότητες που εικονίζονται με ανθρώπινο κεφάλι και σώμα αρπακτικού πτηνού και οι οποίες ήταν εγκατεστημένες στην είσοδο τού πορθμού τής Σικελίας και με τη γλυκιά… … Dictionary of Greek
σειρήνειος — και σειρήνιος, ον, Α [σειρήν, ῆνος] 1. ο όμοιος με σειρήνα 2. μτφ. θελκτικός, γοητευτικός («σειρήνιοι μελῳδίαι», ΠΔ) … Dictionary of Greek
σειρηνίς — και δωρ. τ. σηρηνίς, ίδος, ἡ, ΜΑ 1. όμοια με σειρήνα 2. στον πληθ. αἱ σειρηνίδες και σηρηνίδες οι σειρήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σειρήν, ῆνος + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. Παρνασσ ίς)] … Dictionary of Greek
σειρηνιακός — ή, όν, Μ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις σειρήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σειρήν, ῆνος + κατάλ. ιακός (πρβλ. σελην ιακός)] … Dictionary of Greek
σειρηνοειδή — (και σεφηνίδες). Τάξη θηλαστικών, ιδιαίτερα προσαρμοσμένων στην υδρόβια ζωή, που είναι συγκεντρωμένα στις δυο οικογένειες των Ντουγκονγκιδών και των Τριχεχιδών. Τα σ. έχουν σώμα ατρακτοειδές στο πίσω τμήμα· το κεφάλι είναι μεγάλο και ελάχιστα… … Dictionary of Greek
υπερσειρηνίζω — Α ξεπερνώ τις Σειρήνες στο τραγούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + Σειρήν, ῆνος + κατάλ. ίζω] … Dictionary of Greek
сирин — I сирин I сказочная птица, фигурирующая рядом с алконостом (см.) на лубочных картинках, с женской грудью и женскими чертами лица , также вид филина , цслав. сирина, сиринъ (Упырь Лихой; см. Срезн. III, 358). Из греч. σειρήν, род. п. ῆνος сирена ; … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера