-
1 течь
теч||ь Iнесов χύνομαι, τρέχω, κυλάω/ ρέω (о реке и т. ἡ.) στάζω, σταλάζω (сочиться, вытекать):слезы теку́т τά δάκρυα χύνονται· кровь \течьет из раны τό αίμα τρέχει ἀπ' τήν πληγή· с меня пот \течьет градом ὁ ίδρωτας τρέχει ποτάμι· река \течьет τό ποτάμι κυλάει (или ρέει)·2. (о времени) κυλάω, περνώ:дни теку́т однообразно οἱ μέρες κυλάνε μονότονα· время \течьет ὁ καιρός περνᾶ·3. (пропускать воду) κάνω νερά, τρέχω (о судне)! στάζω (о крыше, бочке и т. п.)/ βάζω νερό (о галошах)· ◊ мысли теку́т οἱ σκέψεις κυλάνε· у меня слюнки теку́т разг τρέχουν τά σάλια μου.течь II ж τό ρήγμα, ἡ διαρροή:\течь в корабле τό ρήγμα πλοίου· корабль дал \течь τό πλοίο κάνει νερά· заделать \течь καλαφατίζω τό ρήγμα. -
2 брешь
-и θ.(κυρλξ. κ. μτφ.) ρήγμα, ρωγμή•снаряд пробил брешь в стену το βλήμα έκαμε ρήγμα στον τοίχο•
брешь в обороне противника ρήγμα στην άμυνα του εχθρού.
-
3 прорыв
-а α.1. σπάσιμο• ρήγμα•прорыв фронта ρήγμα του μετώπου•
прорыв плотины ρήγμα φράγματος.
2. μτφ. διάλειψη• κενό• καθυστέρηση•прорыв в работе προσωρινό σταμάτημα της δουλειάς.
-
4 течь
I течь Ι 1) (катиться) ρέω, κυλώ 2) (протекать) ρέω, τρέχω; στάζω (о крыше и т. л.)· бочка течёт το βαρέλι τρέχει 3) (о времени) περνώ, κυλώ II течь II ж το άνοιγμα, το ρήγμα* * *I1) ( катиться) ρέω, κυλώ2) ( протекать) ρέω, τρέχω; στάζω (о крыше и т. п.)бо́чка течёт — το βαρέλι τρέχει
3) ( о времени) περνώ, κυλώII жτο άνοιγμα, το ρήγμα -
5 трещина
-
6 брешь
брешьж ἡ ρωγμή, τό ρήγμα:пробивать \брешь ἀνοίγω ρήγμα. -
7 разрыв
-а α.1. διακοπή, κόψιμο•разрыв дипломатических отношений διακοπή διπλωματικών σχέσεων.
2. κοπή, κόψιμο. || ρήγμα, ρήξη• διάσπαση, σπάσιμο• ρήγμα•разрыв линии фронта σπάσιμο της γραμμής του μετώπου.
3. έκρηξη, σκάσιμο.4. μτφ. διάσταση, αντίθεση.εκφρ.—трава – μαγικό χορτάρι που μπορεί (δήθεν) να ανοίξει οποιαδήποτε κλειδωνιά. -
8 брешь
το ρήγμα, το χάσμα, το κενό, η ρωγμή, το διάκενοзакрывать - κλείνω το -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > брешь
-
9 закол
I.(приспособление для ловли рыбы) το ιχθυόφραγμα, η πασσάλωση με δίκτυα.II.(скота) η θανάτωση/σφαγή (των ζώων).III.горн. η ρωγμή, το ρήγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закол
-
10 надлом
1. мед. η επιφανειακή θλάσητο κάταγμα2. (что-л., образованное надламыванием) το μικρό ρήγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > надлом
-
11 пробоина
το ρήγμα (του σκάφους ως αποτέλεσμα της κρούσης), το άνοιγμα, η τρύπα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пробоина
-
12 пролом
1. (действие) η διάσπαση, το σπάσιμο 2. (проломленное место, отверстие) το ρήγμα, η ρήξη, το άνοιγμα, το σπάσιμο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пролом
-
13 проломить
ανοίγω/προκαλώ ρήγμα, σπάω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проломить
-
14 прорыв
η διάσπαση, το ρήγμα - плотины - του φράγματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прорыв
-
15 разлом
το ρήγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разлом
-
16 разрыв
1. (место разрыва) το σημείο ρήξης/διάσπασης/θραύσηςсквозные - ы (прок.) διαμπερείς οπές/τρύπες2. (отверстие, промежуток) το διάστημα, το διάκενο, το κενό 3. (геол.) το ρήγμα 4. эл. (цепи) η (δια)κοπή του κυκλώματος 5. (герметизированного пространства) η διάτρηση, η ρήξη 6. мед. η ρήξη 7. мат. η ασυνέχεια 8. дип. (отношений) η ρήξη/διακοπή (των σχέσεων) 9. (действие) η διάσπαση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разрыв
-
17 течь
I. 1. (литься, струиться в каком-л. направлении) χύνομαι, ρέω, τρέχω 2. (пропускать воду) στάζω, τρέχω. II. 1. (проникновение воды, жидкости через что-л.) η εισροή, η διαρροή, η ροή, το τρέξιμο 2. (отверстие, через которое проникает вода, жидкость) το ρήγμα/η οπή (της ροής).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > течь
-
18 надлом
надломм ί. τό σπάσιμο, τό τσάκισμα, τό ράγισμα, τό ρήγμα·2. перен:душевный \надлом τό ήθικό τσάκισμα \надломи́ть сов см. надламывать(ся). -
19 пробивать
пробиватьнесов (делать отверстие) τρυπώ, ἀνοίγω τρύπα/ διατρυπώ, διαπερώ (пробойником, компостером):\пробивать окно́ (дверь) в стене́ ἀνοίγω παράθυρο (πόρτα) στον τοίχο· ◊ \пробивать брешь в чем-л. ἀνοίγω ρήγμα· \пробивать себе дорогу ἀνοίγω δρόμο. -
20 пробоина
пробоин||аж ἡ τρδπα, ἡ ὀπή, τό ρήγμα:получить \пробоинау τρυπώ (άμεχ.).
См. также в других словарях:
ῥῆγμα — breakage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρήγμα — Διάρρηξη ενός στρώματος του φλοιού της Γης, λιγότερο ή περισσότερο βαθιά, κατά μήκος της οποίας τα αποχωριζόμενα τεμάχια υφίστανται σχεδόν πάντα μετακίνηση, που ποικίλλει από λίγα εκατοστά έως χιλιάδες μέτρα. Τα Ρ., που γενικά έχουν τεκτονική… … Dictionary of Greek
ρήγμα — το, ατος ρωγμή, ράγισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
διασπώ — (AM διασπῶ, άω) διαχωρίζω βίαια, χωρίζω στα δύο ή σε περισσότερα κομμάτια νεοελλ. 1. προκαλώ ρήγμα σε μέτωπο, παράταξη, ομάδα κ.λπ. («διέσπασαν το μέτωπο», «διασπάστηκε το κόμμα» κ.λπ.) 2. «διασπάται η προσοχή» δεν μπορεί κάποιος να συγκεντρώσει… … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
παραρρήγνυμι — και παραρρηγνύω Α 1. διασπώ, προκαλώ ρήγμα στα πλευρά, ιδίως γραμμής μάχης 2. παθ. παραρρήγνυμαι διαρρήγνυμαι, θραύομαι, υφίσταμαι ρήγμα 3. μτφ. παραβαίνω, παραβιάζω («παραρρηγνύοντας τὸν νόμον», Θεμίστ.) 4. φρ. «φωνὴ παρερρωγυῑα» φωνή σπασμένη… … Dictionary of Greek
πτύχωση — (Γεωλ.). Στη γεωλογία είναι το φαινόμενο κατά το οποίο τα στρώματα των πετρωμάτων, υποκείμενα σε σύνθετες δυνάμεις, οι οποίες αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια των μεγάλων ορογενετικών κινήσεων του γήινου φλοιού, ανυψώνονται και πτυχώνονται,… … Dictionary of Greek
ρηγματικός — ή, ό, Ν [ρήγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήγμα 2. φρ. «ρηγματική ζώνη» (γεωλ. ωκεαν.) επιμήκης στεγνή και ορεινή υποθαλάσσια διάταξη που διαχωρίζει, γενικά, τις ράχες τού ωκεάνιου πυθμένα οι οποίες διαφέρουν σε βάθος μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
ρηγματώδης — ες / ῥηγματώδης, ῶδες, ΝΑ [ῥῆγμα, ατος] 1. όμοιος με ρήγμα 2. αυτός που έχει ρήγματα («ρηγματώδης επιφάνεια») νεοελλ. φρ. «ρηγματώδη τρήματα» ανατ. οπές τής βάσης τού κρανίου μεταξύ λιθοειδούς και σφηνοειδούς οστού πρόσθιο ρηγματώδες τρήμα για τη … Dictionary of Greek