Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ρηγμα

  • 41 оборона

    θ.
    άμυνα•

    крепить -у страны εν ισχύω την άμυνα της χώρας•

    перейти от -ы к нападению περνώ από την άμυνα στην επίθεση•

    прорвать вражескую -у σπάζω την άμυνα του εχθρού, κάνω ρήγμα στην άμυνα του εχθρού•

    противовоздушная оборона αντιαεροπορική άμυνα, αεράμυνα•

    линия -ы αμυντική γραμμή, γραμμή άμυνας•

    упорная оборона σθεναρή άμυνα.

    Большой русско-греческий словарь > оборона

  • 42 пробить

    -бью, -бьшь, παρλθ. χρ. пробил
    -ла, -ло, προστκ. пробей
    ρ.σ.
    1. διατρυπώ με χτυπήματα• διαπερνώ•

    пробить стену τρυπώ τον τοίχο•

    пробить отверстие ανοίγω τρύπα•

    пробить брешь κάνω ρήγμα.

    || σπάζω, θραύω•

    река -ла плотину το ποτάμι έσπασε το φράγμα.

    || διαπερνώ, διέρχομαι•

    лучи солнца тучу -ли οι ακτίνες του ήλιου διαπέρασαν το σύννεφο.

    2. διανοίγω (οδό, δίοδο κ.τ.τ.).
    3. βλ. проконопатить.
    4. (στα παιγνίδια) χτυπώ επιτυχώς• βάζω (γκολ κ.τ.τ.).
    5. χτυπώ, παράγω ήχους• κρούω•

    пробить в колокол χτυπώ την καμπάνα•

    пробить в барабан τυμπανίζω•

    пробить тревогу σημαίνω συναγερμό•

    часы -ли пять раз το ρολόγι χτύπησε πέντε η ώρα•

    в городе -ло полночь στην πόλη χτύπησε μεσάνυχτα.

    6. (απρόσ.) συμπληρώνω, κλείνω•

    мне -ло 18 лет εγώ έκλεισα τα 18 χρόνια.

    εκφρ.
    пробить себе дорогу (путь) – σταδιοδρομώ με δικές μου προσπάθειες•
    час -йл! – σήμανε η ώρα! ήρθε ο καιρός! (για κάτι).
    1. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα από διεισδύω.
    2. (ανα)φύομαι, βγαίνω, προβάλλω. || μτφ. (για αισθήματα)• εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι, φανερώνομαι.
    3. μτφ. χτυπώ ρυθμικά (για σφυγμό, καρδιά κ.τ.τ.).
    4. μτφ. καταβάλλω προσπάθειες, μάχομαι, πολεμώ.
    5. τα κακοβολεύω, τα βολεύω με δυσκολία•

    мы -лись кое-как до весны τα βολέψαμε όπως-ό-πως ως την Ανοιξη.

    εκφρ.
    пробить в люди – αναδείχνομαι στην κοινωνία.

    Большой русско-греческий словарь > пробить

  • 43 пробоина

    θ.
    οπή διαμπερής• ρήγμα.

    Большой русско-греческий словарь > пробоина

  • 44 прорвать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прорванный, βρ: -ван, -а, -о.
    1. σχίζω, ξεσχίζω•

    прорвать чулок ξεσχίζω την κάλτσα.

    2. διατρυπώ, κάνω τρύπα, ανοίγω οπή. || σπάζω, κάνω ρήγμα•

    прорвать линию обороны противника σπάζω τη γραμμή της άμυνας του εχθρού•

    прорвать блокоду σπάζω τον κλοιό.

    3. αναζωογονούμαι, αναζωπυρούμαι, φορτσάρω, παίρνω φόρτσα.
    1. σχίζομαι, ξεσχίζομαι.
    2. σπάζω, παθαίνω διάρυξη•

    плотина -лась το φράγμα έσπασε.

    || ανοίγω•

    -лся нарыв έσπασε το απόστημα.

    3. ανοίγω δρόμο, υπερπηδώ, ξεπερνώ εμπόδιο. || προχωρώ σπάζοντας.
    4. εμφανίζομαι ξαφνικά.

    Большой русско-греческий словарь > прорвать

  • 45 разрезать

    разре/ зать 1
    -режу, -режешь
    ρ.σ.μ.
    1. κόβω, τέμνω• τεμαχίζω•

    разрезать хлеб на куски κόβω το ψωμί κομματάκια•

    разрезать дыню κόβω (τεμαχίζω) το πεπόνι•

    разрезать ножницами сукно κόβω με το ψαλίδι την τσόχα.

    2. ανοίγω, σχίζω•

    разрезать опухоль ανοίγω τον όγκο (πρήξιμο) με το νυστέρι.• живот σχίζω την κοιλιά (με το νυστέρι).

    || μτφ. σχίζω τα νερά (για σκάφος). || διαχωρίζω κόβοντας•

    разрезать страницы книги κόβω τις σε-λιόες του βιβλίου.

    3. μτφ. κάνω ρήγμα• αποκόπτω•

    разрезать неприятельский отряд αποκόπτω εχθρικό τμήμα.

    разреза/ ть(ся) 2
    ρ.δ.
    βλ. разрезать(ся).
    разре/ заться 3
    -режется
    ρ.σ. διατέμνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разрезать

  • 46 рассечение

    ουδ.
    1. κοπή, κόψιμο• κατάτμηση, κατατεμαχισμός• διαμελισμός, λιάνισμα,
    2. σχίσιμο•

    рассечение трупа σχίσιμο του πτώματος.

    3. (στρατ.) διάσπαση, ρήγμα.

    Большой русско-греческий словарь > рассечение

  • 47 рассечь

    -еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. рассек
    -ла, -ло-κ. παλ. -ла, -ло; μτχ. παρλθ. χρ. рассекший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассеченный
    -чен, -чена, -чено κ. παλ. рассеченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κόβω• κατακόβω, κατατέμνω, κατατεμαχίζω• διαμελίζω, λιανίζω.
    2. σχίζω• ανοίγω•

    рассечь труп σχίζω το πτώμα.

    3. διασχίζω•

    пароход -ек волны το ατμόπλοιο διέσχισε τα κύματα•

    само-лт -к воздух το αεροπλάνο διέσχισε τον αέρα.

    || (δια)χωρίζω•

    шоссе -ло лес на две части ο αυτοκινητόδρομος έκοψε το δάσος στα δυό.

    4. (στρατ.) διασπώ, κάνω ρήγμα.
    (δια)χωρίζομαι•

    нитка -лась η κλωστή χώρισε (στα δυό ή σε περισσότερες κλωστίτσες).

    Большой русско-греческий словарь > рассечь

  • 48 таранение

    ουδ.
    χτύπημα με έμβολο ή με αιχμηρό όργανο. || χτύπημα• ρήγμα.

    Большой русско-греческий словарь > таранение

  • 49 таранить

    ρ.δ.μ.
    1. χτυπώ με το έμβολο (για πλοίο). || χτυπώ με αιχμηρό όργανο.
    2. διατρυπώ χτυπώντας• διασχίζω.
    (στρατ.) χτυπώ με τη μηχανή•

    танки -ли один другого τα τανκς αλληλοχτυπιόνταν.

    3. (στρατ.) κάνω ρήγμα• δημιουργώ σφήνα.

    Большой русско-греческий словарь > таранить

См. также в других словарях:

  • ῥῆγμα — breakage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρήγμα — Διάρρηξη ενός στρώματος του φλοιού της Γης, λιγότερο ή περισσότερο βαθιά, κατά μήκος της οποίας τα αποχωριζόμενα τεμάχια υφίστανται σχεδόν πάντα μετακίνηση, που ποικίλλει από λίγα εκατοστά έως χιλιάδες μέτρα. Τα Ρ., που γενικά έχουν τεκτονική… …   Dictionary of Greek

  • ρήγμα — το, ατος ρωγμή, ράγισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • διασπώ — (AM διασπῶ, άω) διαχωρίζω βίαια, χωρίζω στα δύο ή σε περισσότερα κομμάτια νεοελλ. 1. προκαλώ ρήγμα σε μέτωπο, παράταξη, ομάδα κ.λπ. («διέσπασαν το μέτωπο», «διασπάστηκε το κόμμα» κ.λπ.) 2. «διασπάται η προσοχή» δεν μπορεί κάποιος να συγκεντρώσει… …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • παραρρήγνυμι — και παραρρηγνύω Α 1. διασπώ, προκαλώ ρήγμα στα πλευρά, ιδίως γραμμής μάχης 2. παθ. παραρρήγνυμαι διαρρήγνυμαι, θραύομαι, υφίσταμαι ρήγμα 3. μτφ. παραβαίνω, παραβιάζω («παραρρηγνύοντας τὸν νόμον», Θεμίστ.) 4. φρ. «φωνὴ παρερρωγυῑα» φωνή σπασμένη… …   Dictionary of Greek

  • πτύχωση — (Γεωλ.). Στη γεωλογία είναι το φαινόμενο κατά το οποίο τα στρώματα των πετρωμάτων, υποκείμενα σε σύνθετες δυνάμεις, οι οποίες αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια των μεγάλων ορογενετικών κινήσεων του γήινου φλοιού, ανυψώνονται και πτυχώνονται,… …   Dictionary of Greek

  • ρηγματικός — ή, ό, Ν [ρήγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήγμα 2. φρ. «ρηγματική ζώνη» (γεωλ. ωκεαν.) επιμήκης στεγνή και ορεινή υποθαλάσσια διάταξη που διαχωρίζει, γενικά, τις ράχες τού ωκεάνιου πυθμένα οι οποίες διαφέρουν σε βάθος μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • ρηγματώδης — ες / ῥηγματώδης, ῶδες, ΝΑ [ῥῆγμα, ατος] 1. όμοιος με ρήγμα 2. αυτός που έχει ρήγματα («ρηγματώδης επιφάνεια») νεοελλ. φρ. «ρηγματώδη τρήματα» ανατ. οπές τής βάσης τού κρανίου μεταξύ λιθοειδούς και σφηνοειδούς οστού πρόσθιο ρηγματώδες τρήμα για τη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»