-
1 πανευμαρης
См. также в других словарях:
πανευμαρής — ές, Α πολύ ευχερής, ανετότατος, ευκολότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐμαρής «εύκολος»] … Dictionary of Greek
1 πανευμαρης
πανευμαρής — ές, Α πολύ ευχερής, ανετότατος, ευκολότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐμαρής «εύκολος»] … Dictionary of Greek