Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πάντοτέ

  • 21 время

    -мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.
    1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•

    московское время ώρα Μόσχας•

    время обеда ώρα φαγητού•

    сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•

    время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•

    в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•

    время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•

    долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•

    в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•

    потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•

    мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•

    не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•

    выиграть время κερδίζω χρόνο•

    провести время περνώ τον καιρό•

    время покажет ο χρόνος θα δείξει•

    время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•

    в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•

    новые -на νέοι καιροί•

    во время войны τον καιρό του πολέμου•

    на некоторое время για λίγο καιρό•

    свободное время ο ελεύθερος χρόνος.

    2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•

    ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•

    довдливое время βροχερός καιρός•

    зимнее время χειμώνας-καιρός.

    3. εποχή•

    с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•

    -на года οι εποχές του έτους.

    4. (φιλοσ.) ο χρόνος•

    пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.

    5. (γραμμ.) χρόνος•

    настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•

    будущее время μέλλοντας χρόνος•

    прошедшее время παρελθονταςχρόνος.

    εκφρ.
    во время оноπαλ. κάποτε•
    во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•
    в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•
    в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•
    в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•
    до -ни ή до поры до –ниπαλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•
    до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•
    ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•
    на время – προσωρινά•
    со -ем – με τον καιρό•
    все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•
    одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•
    раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•
    самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•
    тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•
    от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•
    в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•
    с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου.

    Большой русско-греческий словарь > время

  • 22 всегда

    επίρ.
    πάντοτε, πάντα, παντοτινά, ολοένα, όλον τον καιρό. || αιώνια.

    Большой русско-греческий словарь > всегда

  • 23 готовый

    επ., βρ: -тов, -а, -о.
    1. έτοιμος•

    готовый костюм έτοιμο κοστούμι•

    обед готовый το φαγητό είναι έτοιμο.

    2. διατεθημένος, πρόθυμος.
    3. (απλ.) πέθανε.
    (απλ.) μεθυσμένος σκνίπα.
    εκφρ.
    готовый к услугамπαλ. στη διάθεση σας (στο τέλος της επιστολής πριν την υπογραφή)"на всем -ом (жить) βαστιέμαι γερά•
    будь -ов! – να είσαι έτοιμος!•
    всегда -ов – πάντοτε έτοιμος !

    Большой русско-греческий словарь > готовый

  • 24 давить

    давлю, давишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. давленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. βαραίνω, πιέζω με το βάρος•

    снег -ит на крышу το χιόνι βαραίνει τη στέγη•

    житкости -ят на стенки сосудов τα υγρά πιέζουν τα τοιχώματα των δοχείων.

    || μτφ. καταπιέζω, καταδυναστεύω•

    сильный всегда -ит слабого ο δυνατός πάντοτε καταπιέζει τον αδύνατο.

    || μτφ. βασανίζω, κατατρύχω•

    шоска ее -ит την τρώγει η μελαγχολία.

    || μτφ. πνίγω, καταπνίγω, υποτάσσω, δεν εκδηλώνω, συγκρατώ•

    она -ла свой слезы αυτή έπνιγε τα δάκρυα της.

    2. σφίγγω, στενεύω•

    воротник -ит шею ο γιακάς με στενεύει•

    сапог -ит ногу η μπότα με σφίγγει στο πόδι.

    || μτφ. αισθάνομαι βάρος•

    -ит грудь αισθάνομαι βάρος στο στήθος•

    -ит сердце αισθάνομαι βάρος στην καρδιά.

    3. πνίγω, στραγγαλίζω•

    лиса -ит кур η αλεπού πνίγει τις κότες.

    4. ζουπώ, -ίζω, συνθλίβω•

    давить клопов ζουπώ τους κοριούς.

    || πατώ, θανατώνω•

    транспорт -ит не мало людей τα μεταφορικά μέσα πατούν πολλούς ανθρώπους.

    5. °"τίβω•

    давить лимон στίβω το λεμόνι.

    1. πνίγομαι•

    давить костью μου στάθηκε κόκκαλο στο λαιμό.

    || μου πιάνεται η ανάσα (από βήχα, γέλιο, λυγμούς κ.τ.τ.).
    2. απαγχονίζομαι, κρεμιέμαι.
    3. πνίγομαι, θανατώνομαι με πνιγμό.
    4. ζουπιέμαι, συνθλίβομαι.
    5. πατιέμαι στίβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > давить

  • 25 домой

    επίρ. (πάντοτε με σημ. μετάβασης)• για το σπίτι, στο σπίτι, σπίτι•

    он ушл домой αυτός έφυγε για το σπίτι•

    я иду домой πηγαίνω στο σπίτι.

    || στην πατρίδα, στη γενέτειρα•

    я съезжу домой на побывку θα πάω στην πατρίδα για λίγες μέρες.

    Большой русско-греческий словарь > домой

  • 26 железняк

    α. (πάντοτε με επιθετικό προσδιορισμό): красный железняк αιματίτης ή ερυθρός σιδηρόλιθος ή σιδηρολαμπρίτης ή ισπεκουλαρίτης•

    бурый железняк λειμονίτης•

    магнитный железняк μαγνητίτης, μαγνητικό οξείδιο σιδήρου•

    шпатовый железняк σιδηρίτης ή ανθρακικός σίδηρος.

    Большой русско-греческий словарь > железняк

  • 27 завалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ.
    παρλθ. χρ. заваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω•

    завалить яму кэмними γεμίζω το λάκκο με πέτρες.

    || κλείνω, φράζω•

    бревнами -ли улицу με κούτσουρα έκλεισαν το δρόμο.

    || συσσωρεύω, στοιβάζω. || μτφ. είμαι παραφορτωμένος•

    работой я завален всегда από δουλειά είμαι πάντοτε παραφορτωμένος.

    2. γέρνω, κλίνω•

    больной -ил голову назад ο άρρωστος έγειρε πίσω το κεφάλι.

    3. ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•

    завалить стену γκρεμίζω τον τοίχο.

    4. μτφ. (απλ.) χαλαρώνω, ξεχαρβαλώνω.
    5. απρόσ. (απλ.) αισθάνομαι βάρος (στο λαιμό, στήθος, αυτιά κ.τ.τ.).
    1. πέφτω•

    книга -лась за диван το βιβλίο έπεσε πίσω στο ντιβάνι.

    || χώνομαι, εισδύω.
    2. γέρνω, κλίνω•

    голова -лась το κεφάλι έγειρε.

    3. γκρεμίζομαι, πέφτω, σωριάζομαι•

    старый дом -лся το παλιόσπιτο έπεσε.

    4. μτφ. (απλ.) αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση ναυάγησε.

    εκφρ.
    (хоть) завались – (απλ.) αφθονία.

    Большой русско-греческий словарь > завалить

  • 28 завсе

    επίρ.
    (απλ.) διαρκώς, πάντοτε.

    Большой русско-греческий словарь > завсе

  • 29 завсегда

    επίρ.
    (απλ.) πάντοτε.

    Большой русско-греческий словарь > завсегда

  • 30 людно

    επίρ.
    ως κατηγ. γεμάτο κόσμο, πλήθος λαού•

    на этом перекресте всегда людно αυτό το σταυροδρόμι πάντοτε έχει πολύ κόσμο.

    Большой русско-греческий словарь > людно

  • 31 насмешничать

    ρ.δ.
    βλ. насмехаться; он всегда надо всем -ет αυτός πάντοτε τους πάντες κοροϊδεύει.

    Большой русско-греческий словарь > насмешничать

  • 32 не

    не 1
    μόριο αρνητικό
    1. δεν, δε• μη(ν) όχι•

    я не хочу εγώ δε θέλω•

    я не пойду домой εγώ δε θα πάω στο σπίτι•

    не люблю его δεν τον αγαπώ•

    он не благоразумен αυτός δεν είναι συνετός•

    это не может не удаться αυτό δεν μπορεί να μην επιτευχθεί•

    быть или не быть! να ζει κανείς ή να μη ζει!•

    он так жаден, что -ест, а пожирает είναι τόσο λαίμαργος, που δεν τρώγει, αλλά καταβροχθίζει•

    не бери μην παίρνεις•

    он ехал не с сыном αυτός ταξίδευε όχι με το παιδί (χωρίς το παιδί)•

    он кричит, а не пот αυτός γκαρίζει, δεν τραγουδάει•

    я не сомневаюсь, что он прав δεν αμφιβάλλω ότι αυτός έχει δίκαιο•

    никогда не лгите ποτέ μη λέτε ψέματα•

    не сегодня, так завтра αν όχι σήμερα, αύριο (θα γίνει).

    || (με ρ.) δεν, μην•

    не могу не согласиться δεν μπορώ να μη συμφωνήσω•

    не могу не признать δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω (παραδεχτώ).

    || σχεδόν•

    работает и не работает εργάζεται και δεν εργάζεται, ούτε δουλεύει ούτε δεν δουλεύει•

    горит не горит καίει και δεν καίει, σχεδόν δεν καίει.

    2. (μαζί με συνδέσμους)• ειδεμή, άλλως, αλλιώτικα, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση•

    уходи не то плохо тебе будет φεύγα, διαφορετικά θά χεις κακά ξεμπερδέματα.

    εκφρ.
    не то что..., а... – όχι (το)..., αλλά...• не то чтобы..., а... όχι (για) να.., αλλά...• не то чтобы не..., а... όχι (για) να μην..., αλλά...• не кто иной (другой), как... όχι κανένας άλλος, παρά...• не только..., но... όχι μόνο..., αλλά...,• не только..., но и.... όχι μόνο..., αλλά και....• не столько сколько..., όχι τόσο, όσο...• не настолько... чтобы... όχι τόσο (σε τέτοιο βαθμό), ώστε...• хотя не..., но (однако).... αν και δεν..., όμως...• тем не менее εν τούτοις, και όμως.
    не 2
    (πάντοτε τονιζόμενο)• δεν•

    не за что благодарить δεν αξίζει να ευχαριστήσεις•

    не за что купить δεν έχω (χρήματα) να αγοράσω•

    не для чего говорить.об этом δεν θέλω κουβέντα γι αυτό•

    мне не для чего его видеть δε θέλω (ούτε) να τον βλέπω•

    не к чему (не зачем) туда ходить δεν υπάρχει λόγος να πηγαίνω εκεί•

    не у кого спросить δεν υπάρχει κανένας να ρωτήσω•

    не о чем писать δεν έχω τι να γράψω•

    не о чём говорить δεν έχω τι να πώ•

    мне не к кому обратиться δεν έχω αε ποιόν να απευθυνθώ•

    не за что τίποτε παρακαλώ, (απάντηση στο ευχαριστώ κάποιου).

    εκφρ.
    не раз – όχι μια φορά (πολλές φορές, επανειμμένα)•
    ему было не по себе – αυτός δεν αισθανόταν καλά.

    Большой русско-греческий словарь > не

  • 33 необычный

    επ.
    βλ. необыкновенный. || ασυνήθης, όχι όπως πάντοτε•

    в -ое время σε ακατάλληλο χρόνο.

    Большой русско-греческий словарь > необычный

  • 34 неотлучно

    επίρ.
    αχώριστα, πάντοτε μαζί•

    -находиться при больном δεν απομακρύνομαι ούτε στιγμή από τον άρρωστο.

    Большой русско-греческий словарь > неотлучно

  • 35 непостоянно

    επίρ.
    όχι μόνιμα, όχι σταθερά, όχι πάντοτε.

    Большой русско-греческий словарь > непостоянно

  • 36 ни

    ни 1
    1. μόριο αρνητ. ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ•

    не осталось ни одного куска δεν έμεινε ούτε ένα κομματάκι•

    ни так ни сяк ούτε έτσι ούτε αλλιώς•

    ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•

    ни то ни сё ούτε αυτό, ούτε το άλλο• τό 'να του βρωμάει, τ άλλο του μυρίζει•

    ни с того ни с сего απότομα, χωρίς προφύλαξη ή διατυπώσεις•

    ни за что ни про что για το τίποτε, χωρίς λόγο για ψύλλου πήδημα.

    2. μη(ν)•

    стой там и ни с места στάσου εκεί και μην το κουνάς από τη θέση•

    стой! ни шагу дальше! άλτ, μη κάνεις ούτε βήμα.

    3. σύνδ. (σε αρνητικές προτάσεις) ούτε, μήτε•

    ни кушать ни пить не хочу δε θέλω ούτε να φάω ούτε να πιω•

    на улице ни души στο δρόμο δεν υπάρχει ούτε ψυχή (κανένας)•

    куда кинь все клин παρμ. όπου και να πας, μπαστούνια θα τα βρεις.

    εκφρ.
    ни-ни – μη-μη ή όχι-όχι (απαγορεύεται, δεν κάνει).
    ни 2
    (πάντοτε άτονο) αποχωριζόμενο μέρος της αντων. «никто», «ничто» κ.τ.τ. σε συνδυασμό με συνδέσμους ο σύνδεσμος μπαίνει ανάμεσα από τα δυο μέρη: ни κ. кто:

    ни в коем случае σε καμιά περίπτωση•

    ни с кем με κανέναν•

    я ни к кому не ходил σε κανέναν δεν πήγαινα•

    ни у кого не было папиросов κανένας δεν είχε τσιγάρα•

    я ни на кого не надеюсь δεν ελπίζω σε κανέναν•

    ни для кого этого не сделаю δε θα το φτιάσω για κανέναν.

    Большой русско-греческий словарь > ни

  • 37 перевод

    α.
    1. μετακίνηση, μεταφορά• μετατόπιση.
    2. μετάθεση•

    перевод по службе μετάθεση υπηρεσιακή.

    4. προαγωγή, προβίβαση•

    перевод в пятый класс προαγωγή στην πέμπτη τάξη.

    5. μετάφραση•

    перевод с греческого языка на русский μετάφραση από τα ελληνικά στα ρωσικά.

    6. αποστολή χρημάτων (μέσω οργανισμών).
    7. σπατάλη.
    8. το κλειδί της σιδηρ. γραμμής.
    εκφρ.
    нет -у ή – πάντοτε κάτι θα υπάρχει (δεν εξαντλείται εντελώς).

    Большой русско-греческий словарь > перевод

  • 38 правда

    θ.
    1. αλήθεια•

    он всега говорит -у αυτός πάντοτε λέει την αλήθεια•

    сущая правда πραγματική αλήθεια•

    правда глаза колет παρμ. η αλήθεια είναι πικρή.

    || η σωστότητα (απόψεων κ.τ.τ.). || πραγματικότητα. || βλ. правота.
    2. δίκαιο, δικαιοσύνη•

    искать -у αναζητώ (γυρεύω) την αλήθεια.

    3. παλ. κώδικας, θεσμολόγιο.
    4. ω? κατηγ. είναι αλήθεια, σωστό, δίκαιο.
    5. παρνθ. λ. πραγματικά, αλήθεια. || ερωτηματικό αλήθεια; είναι δυνατόν,• не правда ли? δεν είναι αλήθεια;
    εκφρ.
    всеми -ами и неправдами – με όλα τα μέσα (θεμιτά και αθέμιτα)
    по -е говоря ή -у говоря ή сказать – (παρενθετικό) για να είμαι αληθής•
    по -е – τίμια, σωστά•
    правда-матка – αλήθεια πραγματική•
    - у-матку резать – (απλ.) ανοιχτά, καθαρά, σταράτα ειλικρινά•
    смотреть (глядеть) -е в глаза ή в лицо – αντικρίζω (εκτιμώ) την αλήθεια θαρρετά, ατάραχα, νηφάλια•
    что правда, то правда – η αλήθεια να λέγεται.

    Большой русско-греческий словарь > правда

  • 39 при

    (πρόθεση).
    1. (για τόπο) πλησίον,κοντά, σιμά, παρά, εγγύς, κατά•

    при входе стоит часовой κοντά στην είσοδο στέκεται σκοπός•

    город при реке παραποτάμια πόλη•

    жить при станции ζω κοντά στο σταθμό•

    при совете министров παρά το υπουργικό συμβούλιο•

    сражение при фермопилах η μάχη στις Θερμοπύλες•

    при институте κοντά στο Ινστιτούτο•

    ясли заводе βρεφικός σταθμός κοντά στο εργοστάσιο•

    поставить при себе τοποθετώ κοντά μου.

    2. μπροστά, ενώπιον, επι παρουσία•

    при снохе ни говори такие вещи μπροστά στη νύφη μη μιλάς τέτοια πράματα•

    при мне он ничего не сказал μπροστά μου αυτός δεν είπε τίποτε.

    3. (για χρόνο)• κατά•

    при отъезде κατά την αναχώρηση•

    при входе κατά την είσοδο•

    при обыске κατά την έρευνα.

    || σε • κατά•

    темно, при каждом шорохе она вздрагивала ήταν σκοτάδι, σε κάθε θρόισμα αυτή σάστιζε.

    || (για συνθήκες, περιβάλλον) κατά, σε•

    при резкой изменении температуры κατά την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας.

    4. (για ύπαρξη αντικειμένων, πραγμάτων κ.τ.τ.) με•

    он всегда был при деньгах αυτός πάντοτε ήταν με χρήματα ή είχε χρήματα.

    5. με, χάρη σε•

    при содействии друзей με τη συνδρομή των φίλων•

    при помоши сестры με τη βοήθεια της αδερφής.

    6. μαζί, μετά•

    надо иметь при себе справку с места работы πρέπει να έχεις μαζί σου βεβαίωση από τον τόπο εργασίας•

    прилагая при см βάζοντας (υποβάλλοντας) συνημμένα.

    7. επί, τον καιρό•

    при царе επί τσάρου.

    8. παρά, ενάντια•

    при всём его желании παρ όλη του τη θέληση.

    Большой русско-греческий словарь > при

  • 40 путать

    ρ.δ.μ.
    1. μπερδεύω, ανακατεύω•

    волосы μπερδεύω τα μαλλιά•

    путать нитки μπερδεύω τις κλωστές.

    || συγχύζω, κάνω σύγχυση•

    -счт μπερδεύω το λογαριασμό•

    я всегда их -аго путать они так похожи друг на друга πάντοτε τους μπερδεύω, τόσο πολύ μοιάζουν μεταξύ τους•

    я -аю их имена μπερδεύω τα ονόματα τους.

    2. μπλέκω, παρασύρω, τυλίγω•

    не -ете меня в это грязное дело μη με μπερδεύετε σ αυτή τη βρωμερή υπόθεση (βρωμοδουλειά).

    || πεδικλώνω.
    εκφρ.
    путать следы – μπερδεύω τα ίχνη (για εξαπάτηση).
    1. περιπλέκομαι; μπερδεύομαι, ανακατεύομαι. || συγχύζομαι.
    2. επεμβαίνω.
    3. εμποδίζω (με την παρουσία μου).
    4. περιπλανιέμαι (να βρω το δρόμο, την κατεύθυνση).

    Большой русско-греческий словарь > путать

См. также в других словарях:

  • πάντοτε — και πάντα (επίρρ. χρον.) 1. συνέχεια, διαρκώς κατά το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον: Πάντοτε θα θυμάμαι το καλό που μου έκανες. 2. σε κάθε περίπτωση: Όσα κι αν ξέραμε, πάντοτε υπάρχει κάτι που πρέπει να μάθουμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάντοτε — always indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάντοτε — και πάντοτες / πάντοτε, Μ και πάμποτε, ΝΜΑ επίρρ. σε κάθε στιγμή, συνεχώς, αδιαλείπτως («πάντοτε δὸς ἡμῑν τὸν ἄρτον τοῡτον», ΚΔ) νεοελλ. σε οποιαδήποτε περίσταση, σε οποιαδήποτε στιγμή («θα είμαι πάντοτε στη διάθεση σας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς,… …   Dictionary of Greek

  • πάντοτ' — πάντοτε , πάντοτε always indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»