-
81 режущий
-ая, -ееεπ. από μτχ.1. κοπτικός• κοφτερός•-ие инструменты κοπτικά όργανα (εργαλεία).
2. οξύς•-ая боль οξύς πόνος, σφάχτης, σφαγιό.
3. χτυπητός• δυνατός•режущий свет χτυπητό φως.
-
82 резкий
επ., βρ: -зок, -зка, -зко; резче.1. οξύς, δριμύς• διαπεραστικός, σφοδρός• δυνατός, ισχυρός•резкий холод όριμύ ψύχος, τσουχτερό κρύο•
резкий ветер σφοδρός άνεμος•
-ая боль δυνατός πόνος•
резкий свет δυνατό (χτυπητό) φως•
резкий залах δριμεία οσμή•
резкий голос διαπεραστική φωνή.
2. αδρός, ζωηρός• χαρακτηριστικός, ευδιάκριτος•-ие черты лица αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου.
3. αιφνίδιος• απότομος•-ое изменение погоды απότομη αλλαγή του καιρού•
-ое повышение температуры απότομη άνοδος της θερμοκρασίας•
-ое повышение цен απότομη άνοδος των τιμών•
-ие движения рук απότομες κινήσεις των χεριών (απότομες χειρονομίες).
4. μτφ. αυστηρός, τσουχτερός, δρ ι-μύς•-ая критика αυστηρή κριτική, μαστίγωμα, καυτηρίαση.
|| αυθάδης, θρασύς•резкий ответ απότομη, θρασεία απάντηση•
-ие слова βωμολοχίες, αισχρόλογα.
-
83 резь
-и θ.οξύς πόνος, σφάχτης, σφαγιό•-в животе σφαγιό στην κοιλιά.
-
84 сверлить
-лю, -лишьρ.δ.μ.1. τρυπανίζω•сверлить железо τρυπανίζω σίδερο•
сверлить доску τρυπανίζω σανίδα.
|| διατρυπώ. || κάνω διάτρηση εδάφους, διατρύω.2. (για ζώα, φυτά)• τρυπώ• τρώγω•гусеница -ит древесину η κάμπια τρώγει το ξύλο.
3. (συνήθως απρόσωπο)• πονώ, με τρυπά πόνος. || (για ήχο) μου τρυπά•визгливый голос -ит уши η στριγγιά φωνή μου τρυπά τ αυτιά.
|| με τρώει, με βασανίζει, με κατατρύχει•мысль меня -ит η σκέψη με κατατρύχει.
4. κοιτάζω επίμονα, διαπεραστικά,1. τρυπανίζομαι.2. τρυπιέμαι. -
85 сверлящий
επ. από μτχ.οξύς, διαπεραστικός, σαν να τρυπάει•-ая боль σουβλερός πόνος•
сверлящий звук διαπεραστικός ήχος.
-
86 сердоболие
-я ουδ.παλ. ευσπλαχνία, οίκτος, πόνος, συμπόνια, πονοψυχιά, ψυχοπόνια. -
87 скорбь
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. θλίψη, λύπη βαριά• οδύνη•душевная скорбь ψυχική οδύνη, ψυχικό άλγος, ψυχικός πόνος, αλγηδόνα.
2. ασθένεια, αρρώστεια, ανημπόρια. -
88 страшный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно.1. φοβερός, τρομερός• τρομακτικός•страшный сон τρομακτικό όνειρο•
страшный взгляд φοβερή ματιά.
|| επικίνδυνος•страшный путь φοβερός δρόμος•
страшный час φοβερή ώρα (στιγμή).
2. δυνατός, ισχυρός•-ая боль φοβερός πόνος•
страшный холод φοβερό κρύο•
-ая скука φοβερή πήξη.
εκφρ.страшный суд – δευτέρα παρουσία. -
89 стрелять
ρ.δ.1. πυροβολώ, τουφεκίζω, ρίχνω, βάλλω•стрелять из винтовки πυροβολώ με το τουφέκι, τουφεκίζω•
стрелять из пушек κανονιοβολώ•
он хорошо -ет αυτός ρίχνει καλά.
2. μ. σκοτώνω, φονεύω (με πυροβόλο όπλο).3. μτφ. σκάζω, κροτώ, χτυπώ•в печке -ют дрова στη θερμάστρα σκάζουν τα ξύλα•
мотор -ет το μοτέρ κρότεί (χτυπά).
4. (απρόσ.) μου περνά οξύς (σουβλερός) πόνος.5. (απλ.) προσλιπαρώ•стрелять деньги προσλιπαρώ χρήματα.
εκφρ.стрелять глазами – ρίχνω γρήγορες ματιές, κοιτάζωστα πεταχτά.1. αυτοκτονώ με πυροβόλο όπλο.2. παλ. μονομαχώ με πιστόλι.3. πυροβολούμαι, τουφεκίζομαι.4. φονεύομαι, σκοτώνομαι. -
90 тупой
επ. βρ: туп, -а, -о.1. αμβλύς, αμ-βλύστομος, στομωμένος• ατρόχιστος•тупой нож στομωμένο μαχαίρι•
-ая бритва ακόνιστο ξυράφι.
|| πλατύς•тупой конец яйца το πλατύ άκρο του αυγού.
2. παλ. αδύνατος, άτονος, εξασθενημένος•-ое зрение αμβλεία όραση• -όθ•
слух αμβλεία ακοή•
тупой взгляд άτονο βλέμμα.
|| ανέκφραστος, άχαρος•-ая улыбка άχαρο χαμόγελο.
3. λειψός, κουτούτσικος, αγαθός, αφελής.4. παράλογος, αδικαιολόγητος, παράξενος• ανόητος•тупой страх αδικαιολόγητος φόβος•
-ое упрямство στενοκεφαλιά, ανένδοτο πείσμα.
|| αγόγγυστος, αναντίρρητος, αδιαμαρτύρητος• τυφλός•-ое повиновение τυφλή υποταγή.
5. μαλακός•-ая боль μαλακός πόνος.
6. κούφιος, υπόκωφος, πνιχτός.7. παλ. βλ. тупиковый.εκφρ.тупой угол – (μαθ.) αμβλεία γωνία. -
91 тянущий
επ. από μτχ.1. της τάσης, του τεντώματος.2. συνεχής, διαρκής•-ая боль συνεχής πόνος.
εκφρ.тянущий винт – ο μπροστινός έλικας του αεροπλάνου. -
92 ужасный
επ., βρ: -сен, -сна, -сно.1. φρικτός, φρικώδης, φρικιαστικός• φρικαλέος• τρομερός•-ое положение φρικτή κατάσταση•
-ое несчастье φρικιαστικό δυστύχημα.
|| πάρα πολύ άσχημος, απαίσιος• απεχθής•у больного ужасный вид ο άρρωστος έχει απαίσια όψη•
-ая погода παλιόκαιρος, βρωμόκαιρος, καιρός-φρίκη.
2. φοβερός, πάρα πολύ δυνατός, ισχυρότατος•-ая боль φριχτός πόνος•
-ая суматоха θόρυβος φοβερός, πανδαιμόνιο, ορυμαγδός.
-
93 ушной
επ.του αυτιού, ωτικός•-ая раковина η κόγχη του αυτιού•
-ая боль πόνος του αυτιού•
ушной врач ωτολόγος (γιατρός).
-
94 фантомный
επ.φανταστικός•-ая боль φανταστικός πόνος.
-
95 чертовский
επ.1. διαβολικός, του διαβόλου•-ие наваждения διαβολικά φαντάσματα•
-замысел διαβολική επινόηση•
-ие шэ.шни διαβολικές ραδιουργίες ή μηχανορραφίες•
-вские ухищрения διαβολικές πανουργίες• διαβολές.
2. πολύ ισχυρός, διαβολεμένος, δαιμονισμένος•-ая боль διαβολεμένος πόνος•
чертовский холод διαβολεμένο κρύο.
|| δύσκολος, βαρύς•-ая работа βαριά δουλειά•
чертовский подъм διαβολεμένος ανήφορος.
-
96 Affliction
subs.Anything that causes trouble: P. and V. κακόν, τό, V. πῆμα, τό.Distress: P. and V. λύπη, ἡ, πόνος, ὁ, V. πῆμα, τό, πημονή, ἡ, πένθος, τό, P. ταλαιπωρία, ἡ.Misfortune: P. and V. δυσπραξία, ἡ, συμφορά, ἡ, παθος, το, πάθημα, τό, P. δυστυχία, ἡ ; see Misfortune.Disease: P. and V. νόσος, ἡ, νόσημα, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Affliction
-
97 Disorder
subs.Disease: P. and V. νόσος. ἡ. νόσημα. τό, P. πόνος. ὁ (Thuc. 2, 49).In disorder: use P. οὐδένι κόσμῳ, ἀτάκτως.Without disorder: V. οὐκ ἀκόσμως.——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Disorder
-
98 Distress
v. trans.Vex, annoy: P. and V. λυπεῖν, ἀνιᾶν, δάκνειν, ὄχλον παρέχειν (dat.), Ar. and P. πράγματα παρέχειν (dat.), ἐνοχλεῖν (acc. or dat.), ἀποκναίειν, Ar. and V. κνίζειν, πημαίνειν (also Plat. but rare P.), τείρειν, V. ὀχλεῖν, γυμνάζειν, ἀλγύνειν; see Vex.Harass: P. and V. πιέζειν.Be distressed: P. and V. βαρύνεσθαι, κάμνειν, πονεῖν, P. ἀδημονεῖν, ἀγωνιᾶν, κακοπαθεῖν, V. θυμοφθορεῖν, μογεῖν, ἀσχάλλειν (Dem. 555, but rare P.), ἀτᾶσθαι; see be vexed, under Vex.——————subs.Sorrow, trouble: P. ταλαιπωρία, ἡ, κακοπάθεια, ἡ, V. ἆθλος, ὁ, πῆμα, τό, πημονή, ἡ, δύη, ἡ, οἰζύς, ἡ, Ar. and V. πόνος, ὁ, ἄχος, τό.Difficulty, perplexity: P. and V. ἀπορία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Distress
-
99 Drudgery
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Drudgery
-
100 Effort
subs.Zeal: P. and V. σπουδή, ἡ, προθυμία, ἡ.With great effort ( with difficulty): P. and V. μόλις, μόγις, Ar. and P. χαλεπῶς, P. μετὰ πολλοῦ πόνου, V. πολλῷ πόνῳ; see with difficulty, under Difficulty.Make an effort, v.: P. and V. τείνειν, P. συντείνειν (or pass.), διατείνεσθαι, V. ἐντείνειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Effort
См. также в других словарях:
πόνος — work masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… … Dictionary of Greek
πόνος — ο 1. άλγος σωματικό ή ψυχικό: Έχω πόνο στο στομάχι. – Μεγάλος ο πόνος της ξενιτιάς. 2. συμπόνια, λύπη για τους άλλους: Δε νιώθει πόνο για τους δικούς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγειαλγία — Πόνος σε κάποιο σημείο ενός αγγείου του αιμοφόρου ή του λεμφικού συστήματος, χωρίς να υπάρχει φανερή οργανική βλάβη. Λέγεται και αγγειοαλγία. * * * η πόνος αγγείου ή λεμφαγγείου, χωρίς να υπάρχει καταφανής βλάβη του … Dictionary of Greek
μεταταρσαλγία — Πόνος στο μετατάρσιο του ποδιού, που προκαλείται από βλάβη του υποκείμενου προστατευτικού ιστού ανάμεσα στα οστά και στο δέρμα. Συχνά είναι αποτέλεσμα άσκησης σε σκληρές επιφάνειες με παπούτσια που δεν παρέχουν αρκετή στήριξη. * * * η ιατρ. πόνος … Dictionary of Greek
πόνω — πόνος work masc nom/voc/acc dual πόνος work masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λουμπάγκο — Πόνος στο κάτω μέρος της πλάτης που συνοδεύεται από δυσκαμψία, δυσκινησία και μυϊκό σπασμό. Είναι αιφνιδιαστικός και οξύς και εισβάλλει, όταν ο ασθενής λυγίζει τη μέση του, σηκώνει βάρος ή εκτίθεται σε υγρασία και κρύο. Συνήθως οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
πόνε — πόνος work masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνοι — πόνος work masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνοιο — πόνος work masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνοις — πόνος work masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)