Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πόνος

  • 81 режущий

    -ая, -ее
    επ. από μτχ.
    1. κοπτικός• κοφτερός•

    -ие инструменты κοπτικά όργανα (εργαλεία).

    2. οξύς•

    -ая боль οξύς πόνος, σφάχτης, σφαγιό.

    3. χτυπητός• δυνατός•

    режущий свет χτυπητό φως.

    Большой русско-греческий словарь > режущий

  • 82 резкий

    επ., βρ: -зок, -зка, -зко; резче.
    1. οξύς, δριμύς• διαπεραστικός, σφοδρός• δυνατός, ισχυρός•

    резкий холод όριμύ ψύχος, τσουχτερό κρύο•

    резкий ветер σφοδρός άνεμος•

    -ая боль δυνατός πόνος•

    резкий свет δυνατό (χτυπητό) φως•

    резкий залах δριμεία οσμή•

    резкий голос διαπεραστική φωνή.

    2. αδρός, ζωηρός• χαρακτηριστικός, ευδιάκριτος•

    -ие черты лица αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου.

    3. αιφνίδιος• απότομος•

    -ое изменение погоды απότομη αλλαγή του καιρού•

    -ое повышение температуры απότομη άνοδος της θερμοκρασίας•

    -ое повышение цен απότομη άνοδος των τιμών•

    -ие движения рук απότομες κινήσεις των χεριών (απότομες χειρονομίες).

    4. μτφ. αυστηρός, τσουχτερός, δρ ι-μύς•

    -ая критика αυστηρή κριτική, μαστίγωμα, καυτηρίαση.

    || αυθάδης, θρασύς•

    резкий ответ απότομη, θρασεία απάντηση•

    -ие слова βωμολοχίες, αισχρόλογα.

    Большой русско-греческий словарь > резкий

  • 83 резь

    θ.
    οξύς πόνος, σφάχτης, σφαγιό•

    -в животе σφαγιό στην κοιλιά.

    Большой русско-греческий словарь > резь

  • 84 сверлить

    -лю, -лишь
    ρ.δ.μ.
    1. τρυπανίζω•

    сверлить железо τρυπανίζω σίδερο•

    сверлить доску τρυπανίζω σανίδα.

    || διατρυπώ. || κάνω διάτρηση εδάφους, διατρύω.
    2. (για ζώα, φυτά)• τρυπώ• τρώγω•

    гусеница -ит древесину η κάμπια τρώγει το ξύλο.

    3. (συνήθως απρόσωπο)• πονώ, με τρυπά πόνος. || (για ήχο) μου τρυπά•

    визгливый голос -ит уши η στριγγιά φωνή μου τρυπά τ αυτιά.

    || με τρώει, με βασανίζει, με κατατρύχει•

    мысль меня -ит η σκέψη με κατατρύχει.

    4. κοιτάζω επίμονα, διαπεραστικά,
    1. τρυπανίζομαι.
    2. τρυπιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сверлить

  • 85 сверлящий

    επ. από μτχ.
    οξύς, διαπεραστικός, σαν να τρυπάει•

    -ая боль σουβλερός πόνος•

    сверлящий звук διαπεραστικός ήχος.

    Большой русско-греческий словарь > сверлящий

  • 86 сердоболие

    ουδ.
    παλ. ευσπλαχνία, οίκτος, πόνος, συμπόνια, πονοψυχιά, ψυχοπόνια.

    Большой русско-греческий словарь > сердоболие

  • 87 скорбь

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. θλίψη, λύπη βαριά• οδύνη•

    душевная скорбь ψυχική οδύνη, ψυχικό άλγος, ψυχικός πόνος, αλγηδόνα.

    2. ασθένεια, αρρώστεια, ανημπόρια.

    Большой русско-греческий словарь > скорбь

  • 88 страшный

    επ., βρ: -шен, -шна, -шно.
    1. φοβερός, τρομερός• τρομακτικός•

    страшный сон τρομακτικό όνειρο•

    страшный взгляд φοβερή ματιά.

    || επικίνδυνος•

    страшный путь φοβερός δρόμος•

    страшный час φοβερή ώρα (στιγμή).

    2. δυνατός, ισχυρός•

    -ая боль φοβερός πόνος•

    страшный холод φοβερό κρύο•

    -ая скука φοβερή πήξη.

    εκφρ.
    страшный суд – δευτέρα παρουσία.

    Большой русско-греческий словарь > страшный

  • 89 стрелять

    ρ.δ.
    1. πυροβολώ, τουφεκίζω, ρίχνω, βάλλω•

    стрелять из винтовки πυροβολώ με το τουφέκι, τουφεκίζω•

    стрелять из пушек κανονιοβολώ•

    он хорошо -ет αυτός ρίχνει καλά.

    2. μ. σκοτώνω, φονεύω (με πυροβόλο όπλο).
    3. μτφ. σκάζω, κροτώ, χτυπώ•

    в печке -ют дрова στη θερμάστρα σκάζουν τα ξύλα•

    мотор -ет το μοτέρ κρότεί (χτυπά).

    4. (απρόσ.) μου περνά οξύς (σουβλερός) πόνος.
    5. (απλ.) προσλιπαρώ•

    стрелять деньги προσλιπαρώ χρήματα.

    εκφρ.
    стрелять глазами – ρίχνω γρήγορες ματιές, κοιτάζωστα πεταχτά.
    1. αυτοκτονώ με πυροβόλο όπλο.
    2. παλ. μονομαχώ με πιστόλι.
    3. πυροβολούμαι, τουφεκίζομαι.
    4. φονεύομαι, σκοτώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > стрелять

  • 90 тупой

    επ. βρ: туп, -а, -о.
    1. αμβλύς, αμ-βλύστομος, στομωμένος• ατρόχιστος•

    тупой нож στομωμένο μαχαίρι•

    -ая бритва ακόνιστο ξυράφι.

    || πλατύς•

    тупой конец яйца το πλατύ άκρο του αυγού.

    2. παλ. αδύνατος, άτονος, εξασθενημένος•

    -ое зрение αμβλεία όραση• -όθ•

    слух αμβλεία ακοή•

    тупой взгляд άτονο βλέμμα.

    || ανέκφραστος, άχαρος•

    -ая улыбка άχαρο χαμόγελο.

    3. λειψός, κουτούτσικος, αγαθός, αφελής.
    4. παράλογος, αδικαιολόγητος, παράξενος• ανόητος•

    тупой страх αδικαιολόγητος φόβος•

    -ое упрямство στενοκεφαλιά, ανένδοτο πείσμα.

    || αγόγγυστος, αναντίρρητος, αδιαμαρτύρητος• τυφλός•

    -ое повиновение τυφλή υποταγή.

    5. μαλακός•

    -ая боль μαλακός πόνος.

    6. κούφιος, υπόκωφος, πνιχτός.
    7. παλ. βλ. тупиковый.
    εκφρ.
    тупой угол – (μαθ.) αμβλεία γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > тупой

  • 91 тянущий

    επ. από μτχ.
    1. της τάσης, του τεντώματος.
    2. συνεχής, διαρκής•

    -ая боль συνεχής πόνος.

    εκφρ.
    тянущий винт – ο μπροστινός έλικας του αεροπλάνου.

    Большой русско-греческий словарь > тянущий

  • 92 ужасный

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно.
    1. φρικτός, φρικώδης, φρικιαστικός• φρικαλέος• τρομερός•

    -ое положение φρικτή κατάσταση•

    -ое несчастье φρικιαστικό δυστύχημα.

    || πάρα πολύ άσχημος, απαίσιος• απεχθής•

    у больного ужасный вид ο άρρωστος έχει απαίσια όψη•

    -ая погода παλιόκαιρος, βρωμόκαιρος, καιρός-φρίκη.

    2. φοβερός, πάρα πολύ δυνατός, ισχυρότατος•

    -ая боль φριχτός πόνος•

    -ая суматоха θόρυβος φοβερός, πανδαιμόνιο, ορυμαγδός.

    Большой русско-греческий словарь > ужасный

  • 93 ушной

    επ.
    του αυτιού, ωτικός•

    -ая раковина η κόγχη του αυτιού•

    -ая боль πόνος του αυτιού•

    ушной врач ωτολόγος (γιατρός).

    Большой русско-греческий словарь > ушной

  • 94 фантомный

    επ.
    φανταστικός•

    -ая боль φανταστικός πόνος.

    Большой русско-греческий словарь > фантомный

  • 95 чертовский

    επ.
    1. διαβολικός, του διαβόλου•

    -ие наваждения διαβολικά φαντάσματα•

    -замысел διαβολική επινόηση•

    -ие шэ.шни διαβολικές ραδιουργίες ή μηχανορραφίες•

    -вские ухищрения διαβολικές πανουργίες• διαβολές.

    2. πολύ ισχυρός, διαβολεμένος, δαιμονισμένος•

    -ая боль διαβολεμένος πόνος•

    чертовский холод διαβολεμένο κρύο.

    || δύσκολος, βαρύς•

    -ая работа βαριά δουλειά•

    чертовский подъм διαβολεμένος ανήφορος.

    Большой русско-греческий словарь > чертовский

  • 96 Affliction

    subs.
    Anything that causes trouble: P. and V. κακόν, τό, V. πῆμα, τό.
    Distress: P. and V. λπη, ἡ, πόνος, ὁ, V. πῆμα, τό, πημονή, ἡ, πένθος, τό, P. ταλαιπωρία, ἡ.
    Misfortune: P. and V. δυσπραξία, ἡ, συμφορά, ἡ, παθος, το, πθημα, τό, P. δυστυχία, ἡ ; see Misfortune.
    Disease: P. and V. νόσος, ἡ, νόσημα, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Affliction

  • 97 Disorder

    subs.
    P. and V. θόρυβος, ὁ. κοσμία, ἡ. P. ταραχή, ἡ, ἀταξία, ἡ, V. ταραγμός, ὁ, τραγμα, τό.
    Disease: P. and V. νόσος. ἡ. νόσημα. τό, P. πόνος. ὁ (Thuc. 2, 49).
    Throw into disorder. v.: P. and V. ταράσσειν, συνταράσσειν. Ar. and P. θορυβεῖν.
    In disorder: use P. οὐδένι κόσμῳ, ἀτάκτως.
    Without disorder: V. οὐκ κόσμως.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. ταράσσειν, συνταράσσειν, συγχεῖν, φρειν (Plat. also Ar.), κυκᾶν (Plat. also Ar.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Disorder

  • 98 Distress

    v. trans.
    Vex, annoy: P. and V. λυπεῖν, νιᾶν, δάκνειν, ὄχλον παρέχειν (dat.), Ar. and P. πράγματα παρέχειν (dat.), ἐνοχλεῖν (acc. or dat.), ποκναίειν, Ar. and V. κνίζειν, πημαίνειν (also Plat. but rare P.), τείρειν, V. ὀχλεῖν, γυμνάζειν, ἀλγνειν; see Vex.
    Harass: P. and V. πιέζειν.
    Be distressed: P. and V. βαρνεσθαι, κάμνειν, πονεῖν, P. ἀδημονεῖν, ἀγωνιᾶν, κακοπαθεῖν, V. θυμοφθορεῖν, μογεῖν, ἀσχάλλειν (Dem. 555, but rare P.), τᾶσθαι; see be vexed, under Vex.
    Be in difficulties: P. and V. πορεῖν, V. μηχανεῖν (rare P.).
    ——————
    subs.
    Vexation: P. and V. λύπη. ἡ, να, ἡ, ἀχθηδών, ἡ.
    Sorrow, trouble: P. ταλαιπωρία, ἡ, κακοπάθεια, ἡ, V. ἆθλος, ὁ, πῆμα, τό, πημονή, ἡ, δύη, ἡ, οἰζύς, ἡ, Ar. and V. πόνος, ὁ, χος, τό.
    Difficulty, perplexity: P. and V. πορία, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Distress

  • 99 Drudgery

    subs.
    Toil: P. and V. πόνος, ὁ; see Toil.
    Slavery: P. and V. δουλεία, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Drudgery

  • 100 Effort

    subs.
    Labour: P. and V. πόνος, ὁ, Ar. and V. μόχθος, ὁ; see Work.
    Zeal: P. and V. σπουδή, ἡ, προθυμία, ἡ.
    Attempt: P. and V. πεῖρα, ἡ, ἐγχείρημα, τό, P. ἐπιχείρημα, τό; see Attempt.
    With great effort ( with difficulty): P. and V. μόλις, μόγις, Ar. and P. χαλεπῶς, P. μετὰ πολλοῦ πόνου, V. πολλῷ πόνῳ; see with difficulty, under Difficulty.
    Without effort: P. ἀπόνως, V. μοχθ; see Easily.
    Make an effort, v.: P. and V. τείνειν, P. συντείνειν (or pass.), διατείνεσθαι, V. ἐντείνειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Effort

См. также в других словарях:

  • πόνος — work masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… …   Dictionary of Greek

  • πόνος — ο 1. άλγος σωματικό ή ψυχικό: Έχω πόνο στο στομάχι. – Μεγάλος ο πόνος της ξενιτιάς. 2. συμπόνια, λύπη για τους άλλους: Δε νιώθει πόνο για τους δικούς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγειαλγία — Πόνος σε κάποιο σημείο ενός αγγείου του αιμοφόρου ή του λεμφικού συστήματος, χωρίς να υπάρχει φανερή οργανική βλάβη. Λέγεται και αγγειοαλγία. * * * η πόνος αγγείου ή λεμφαγγείου, χωρίς να υπάρχει καταφανής βλάβη του …   Dictionary of Greek

  • μεταταρσαλγία — Πόνος στο μετατάρσιο του ποδιού, που προκαλείται από βλάβη του υποκείμενου προστατευτικού ιστού ανάμεσα στα οστά και στο δέρμα. Συχνά είναι αποτέλεσμα άσκησης σε σκληρές επιφάνειες με παπούτσια που δεν παρέχουν αρκετή στήριξη. * * * η ιατρ. πόνος …   Dictionary of Greek

  • πόνω — πόνος work masc nom/voc/acc dual πόνος work masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λουμπάγκο — Πόνος στο κάτω μέρος της πλάτης που συνοδεύεται από δυσκαμψία, δυσκινησία και μυϊκό σπασμό. Είναι αιφνιδιαστικός και οξύς και εισβάλλει, όταν ο ασθενής λυγίζει τη μέση του, σηκώνει βάρος ή εκτίθεται σε υγρασία και κρύο. Συνήθως οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • πόνε — πόνος work masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόνοι — πόνος work masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόνοιο — πόνος work masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόνοις — πόνος work masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»