-
1 πωλο-τροφικός
πωλο-τροφικός, ή, όν, die Fohlen-, Pferdezucht betreffend, ἡ πωλοτροφική, sc. τέχνη, = Vorigem, Ael. H. A. 4, 6.
-
2 πωλοτροφικός
πωλο-τροφικός, ή, όν, die Fohlen-, Pferdezucht betreffend
1 πωλο-τροφικός
πωλο-τροφικός, ή, όν, die Fohlen-, Pferdezucht betreffend, ἡ πωλοτροφική, sc. τέχνη, = Vorigem, Ael. H. A. 4, 6.
2 πωλοτροφικός