-
1 πρωην
дор. πρώᾱν, стяж. πρῶν adv.1) позавчера(οὐ χθές, ἀλλὰ π. Thuc.)
π. καὴ χθές Dem., (τὰ) χθές (τε) καὴ π. Arph., Plat., ἄρτι или ὀψὲ καὴ π. Plut. — вчера - позавчера, т.е. на днях, совсем недавно;μέχρι οὗ π. τε καὴ χθές Her. — до самого недавнего времени2) недавно Hom., Arph. -
2 πρώην
-
3 πρῴην
недавно, намедни -
4 πρώην
[проин] επίρ бывший. -
5 προαν
-
6 αρτι
adv.1) только что, совсем недавноοὐκ ἐν τῷ ἄ. μόνον, ἀλλὰ καὴ ἐν τῷ νῦν Plat. — не только для недавнего прошлого, но и для настоящего
2) как раз теперь, ныне(νῦν ἄ. Plat.; ἄ. καὴ πρῴην Plut.)
ὅ ἄ. Plat. — теперешний, настоящий;ἄ. μέν … ἄ. δέ Luc. — то …, то;ἕως ἄ. NT. — доселе;ἀπ΄ ἄ. NT. — отныне -
7 εχθες
-
8 μεχρι
I1) (вплоть) до(ἀπὸ τοῦ Πόντου μ. Σαρδοῦς Arph.; μ. τοῦ γόνατος, реже ἐς γόνυ μ. Plat.; μ. αἵματος ἀνταγωνίζεσθαι NT.)
τέο μ. (= μ. τίνος χρόνου) ; Hom. — до каких пор?, доколе?;τὸ μ. ἐμεῦ Her. — до меня, т.е. до моего прибытия;иногда μ. οὗ:μ. οὗ τροπέων τῶν θερινέων Her. — до летнего солнцестояния;μ. ὅτευ πληθώρης ἀγορῆς Her. — пока площадь не наполнялась народом2) до конца(μ. τῆς ἐκείνου ζόης Her.)
μ. ἡμερέων ἑπτά Her. — в течение (досл. до истечения) семи дней3) до пределов, в пределах, в меруμ. τοῦ δυνατοῦ Plat. — в пределах возможного;
μ. ὑγιείας Plat. — насколько позволяет здоровье, т.е. без ущерба для здоровья4) (часто cum nom.) приблизительно, около(μ. τριάκοντα ἔτη Aeschin.)
μ. ἐνταῦθα и μ. δεῦρο Plat. — до сих пор;
μ. (τὰ) νῦν Plat., Diod.; — доныне;μ. ποῖ ; Xen. — доколе?;μ. οὗ πρῴην Her. — до недавнего времени;μ. πόρρω τῆς ἡμέρας Xen. — до позднего утра;μ. εἰς τὸ στρατόπεδον Xen. — до самого лагеря;μ. ἐπὴ θάλατταν Xen. — до самого моряIIconj. (с ind. или conjct.) пока (не)(μ. μὲν ὥρεον ἡμέας ὅπλα ἔχοντας Her.)
μ. ἕως ἐγένετο Plat. — пока не занялась заря;μ. δυνατὸν ἦν Xen. — пока было возможно;μ. δ΄ ἂν ἐγὼ ἥκω Xen. — пока я не приду;μ. οὗ τοῖς Ἀθηναίοις τι δόξῃ Thuc. — пока у афинян не будет принято какое-л. решение -
9 πραν
-
10 πρωαν
-
11 πρων
I.- ῶνος, эп. тж. πρώων, ώονος ὅ [πρό]1) мыс или (небольшой) полуостровπ. ἅλιος Aesch. — морской мыс
2) гораπρῶνες Λοκρῶν Soph. — горы Локриды
II.стяж. adv. = πρώην -
12 χθες
adv. вчера HH., Xen., Plat.ὁ χ. Plat., Plut. — вчерашний;
См. также в других словарях:
πρώην — lately indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώην — ΝΜΑ, και πρῴην και δωρ. τ. πρώαν και πρᾱν και συνηρ. τ. πρῶν ή πρῷν και πρόαν Α επίρρ. νεοελλ. 1. άλλοτε 2. τέως («ο πρώην δήμαρχος») μσν. φρ. «ἐκ πρώην» από παλιά μσν. αρχ. προχθές («χθές τε καὶ πρώην», Αριστοφ.) αρχ. 1. μόλις πριν από λίγο,… … Dictionary of Greek
πρώην — επίρρ. χρον., δηλώνει ότι κάποιος είχε προγενέστερα την ιδιότητα με την οποία τον αναφέρουμε: Πρώην υπουργός. – Πρώην δήμαρχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωήν — πρωή mane fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρῴην — πρώιος early fem acc sg (attic epic ionic) πρῴ̱ην , πρώιος early fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μακεδονίας, Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία — Βλ. λ. Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνογραφικό Κύπρου (πρώην Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου) — Ιδρύθηκε το 1939 από την Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών. Η συλλογή του στεγάζεται σήμερα στο παλαιό Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο (πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού), ένα γοτθικό κτίριο του 15ου αι. με πολλές μεταγενέστερες προσθήκες, ένα τμήμα του οποίου είχε … Dictionary of Greek
Αγίου Βασιλείου, επαρχία — Πρώην επαρχία (350 τ. χλμ.) του νομού Ρεθύμνης της Κρήτης, που καταργήθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας. Η επαρχία βρισκόταν στο τμήμα του νησιού που εκτείνεται προς το Λιβυκό πέλαγος και συνόρευε με τις πρώην επαρχίες Σφακίων και Αμαρίου.… … Dictionary of Greek
Αιγιαλείας, επαρχία — Πρώην επαρχία (513 τ. χλμ.) του νομού Αχαΐας, στο βορειοανατολικό τμήμα του. Αιγιαλείς ονομάζονταν οι αρχαίοι κάτοικοι της Πάτρας και της περιοχής της. Στα χρόνια της φραγκοκρατίας η επαρχία λεγόταν Βοστίτσα. Είχε πρωτεύουσα το Αίγιο … Dictionary of Greek
Νιοχώρι — Ονομασία 50 οικισμών (πολλοί από αυτούς αναφέρονται και ως Νεοχώρι). 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. 2. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού… … Dictionary of Greek
Άγιος Γεώργιος — I Ονομασία 49 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 152 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φραγκίστας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 609 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μητρόπολης … Dictionary of Greek