Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πρός

  • 1 toward

    προς

    English-Greek new dictionary > toward

  • 2 towards

    προς

    English-Greek new dictionary > towards

  • 3 к

    κ. ко (πρόθεση με δοτ. πτ.).
    1. (σημαίνει κατεύθυνση, κίνηση κατευθυντήρια)• προς, για, στον, στην, στο κ.τ.τ. иду к брату πηγαίνω στον αδερφό•

    приблизиться к реке πλησιάζω στο ποτάμι•

    обратитесь к директору απευθυνθήτε στο διευθυντή•

    воззвание ко всем трудящимся έκκληση προς όλους τους εργαζόμενους•

    зима подходит к концу ο χειμώνας κοντεύει να βγει.

    2. (για χρόνο)• κατά, περίπου, γύρω, κοντά•

    к утру больной почувствовал себя лучше κατά το πρωί ο άρρωστος αισθάνθηκε τον. εαυτό του καλύτερα•

    приходите к 9 часам ελάτε κατά τις 9 η ώρα•

    к вечеру κατά το βράδυ.

    3. (προορισμό, σκοπό) για, δια•

    подарок к дню рождения δώρο για τα γενέθλια•

    игрушки к ёлке παιγνίδια για το πρωτοχρονιάτικο δέντρο•

    принять, к сведению παίρνω υπ όψη•

    принять к исполнению παίρνω για εκτέλεση•

    запонка к воротнику κουμπί για γιακά.

    4. (για στερέωση, ένωση, πρόσθεση κλπ.) στον, στην, στο•

    приклеить к стене κολλώ στον τοίχο•

    к пяти прибавить три στο πέντε προσθέτω τρία.

    5. ως προς, σχετικά προς• προς•

    он расположен ко мне αυτός είναι καλοδιαθε-τημένος προς εμένα•

    любовь к детям αγάπ,η προς τα παιδιά.

    6. με•

    лицом к лицу πρόσωπο με πρόσωπο•

    носом к носу μύτη με μύτη•

    плечо к плечу ή плечом к плечу πλάτη με πλάτη (πλάι-πλάι ή μονιασμένα).

    7. (για κατηγορία, ομάδα, επάγγελμα κλπ.) στον, στην, στον απο•

    он принадлежит к крупным капиталистам αυτός είναι από τους μεγάλους καπιταλιστές.

    8. σε•

    к нам пришли гости (σε) μας ήρθαν μουσαφίρηδες.

    9. (παρότρυνση, τρόπο) προς, για•

    вперёд! к победе εμπρός! για τη νίκη.

    10. (για επικεφαλίδα) επί για, προς•

    к столетию А.С. Пушкина για τα εκατοντάχρονα του Α.Σ. Πούσκιν.

    11. (άλλες επί μέρους σημασίες)•

    к несчастью δυστυχώς•

    к счастью ευτυχώς•

    к сожалению προς λύπη (δυστυχώς)•

    к тому же επί πλέον, κι ακόμα•

    к лучшему προς το καλύτερο•

    к худшему προς το χειρότερο•

    к моему стыду για ντροπή μου•

    к моему удовлетворению προς ικανοποίηση μου.

    Большой русско-греческий словарь > к

  • 4 к

    к
    предлог с дат. ἡ. ί. (куда-л., по направлению к...) σέ, προς:
    к югу προς νό-τον приближаться к до́му πλησιάζω στό σπίτι· зайти́ к врачу́ πηγαίνω στό γιατρό-обращаться к прису́тствующим ἀπευθύνομαι προς τους παριστάμενους·
    2. (вплотную κ) σέ, προς, κοντά:
    подойти́ к две-ри πλησιάζω στήν πόρτα1
    3. (при указании назначения) γιά, σέ:
    сухари́ к чаю παξιμάδια γιά τό τσάι·
    4. (при прикреплении, присоединении) σέ:
    приклеить что́-л. к чему́-л. κολλῶ κάτι πάνω σέ κάτι· к двум прибавить пять στά δύο προσθέτω πέντε· присоединиться к гуляющим πάω μαζί μ· αὐτούς πού κάνουν περίπατο· к тому́ же ἐπί πλέον, ἐκτος αὐτού·
    5. (по отношению κ) προς, γιά, σέ, μέ:
    любовь к детям ἡ ἀγάπη γιά τά παιδιά· ласковый ко всем γλυκομίλητος μέ ὀλους·
    6. (для) προς, γιά·
    7. (при обозначении срока) κατά, προς:
    к пяти́ часам κατά τίς πέντε ἡ ὠρα· к субботе προς τό Σάββατο· к вечеру κατά τό βράδυ· ◊ лицом к лицу́ πρόσωπο μέ πρόσωπο· плечом к плечу́ ὁ ἔνας κοντά στον ἄλλον к слову сказать μιά πού τό ἔφε-ρε ὁ λογος· к лучшему προς τό καλύτερο· к несчастью δυστυχώς· к счастью εὐτυχῶς· к сожалению δυστυχώς· к моему́ большому удовольствию προς μεγάλη μου εὐχαρίστηση.

    Русско-новогреческий словарь > к

  • 5 к

    к (ко ) 1) (о направлении) σε, για προς иди ко мне! έλα σ'εμένα! подойдём к ним (ας) πάμε κοντά τους 2) (о времени) κατά, προς; приходите к пяти часам ελάτε κατά τις πέντε; κ вечеру κατά το βράδυ 3) (по отношению к) προς, για любовь к родине η αγάπη προς την πατρίδα
    * * *
    = ко
    1) ( о направлении) σε, για; προς

    иди́ ко мне! — έλα σ'εμένα!

    2) ( о времени) κατά, προς

    приходи́те к пяти́ часа́м — ελάτε κατά τις πέντε

    к ве́черу — κατά το βράδυ

    3) ( по отношению к) προς, για

    любо́вь к ро́дине — η αγάπη προς την πατρίδα

    Русско-греческий словарь > к

  • 6 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 7 Fall

    v. intrans.
    P. and V. πίπτειν, καταπίπτειν (Eur., Cycl.), V. πίτνειν.
    Falling star: V. διοπετὴς ἀστήρ, ὁ (Eur., frag.).
    Fall in ruins: P. and V. συμπίπτειν, Ar. and P. καταρρεῖν, καταρρήγνυσθαι, P. περικαταρρεῖν, V. ἐρείπεσθαι;
    met., be ruined: P. and V. σφάλλεσθαι, πίπτειν (rare P.); see under Ruin.
    Die: P. and V. τελευτᾶν; see Die.
    Fall in battle: V. πίπτειν.
    Drop, go down: P. and V. νιέναι; see Abate.
    Of price: P. ἀνίεναι, ἐπανίεναι.
    The price of corn fell: P. ἐπανῆκεν (ἐπανίεναι) ὁ σῖτος (Dem. 889).
    Fall against: P. and V. πταίειν πρός (dat.)
    Fall asleep: V. εἰς ὕπνον πίπτειν, or use v. sleep.
    Fall away: P. and V. πορρεῖν, διαρρεῖν.
    Stand aloof: P. and V. φίστασθαι, ποστατεῖν (Plat.).
    Fall back: P. and V. ναπίπτειν; of an army: see Retire.
    Fall back on, have recourse to: P. and V. τρέπεσθαι πρός (acc.).
    Fall behind: P. and V. ὑστερεῖν, λείπεσθαι.
    Fall down: P. and V. καταπίπτειν (Eur., Cycl.), or use fall.
    Fall down or before: Ar. and V. προσπίπτειν (acc. or dat.) (also Xen. but rare P.), V. προσπίτνειν (acc. or dat.), see Worship.
    Fall foul of: P. συμπίπτειν (dat. or πρός, acc.), προσπίπτειν (dat.), προσβάλλειν (πρός, acc.); see dash against. met., P. προσκρούειν (dat. or absol.).
    Fall from (power, etc.): P. and V. ἐκπίπτειν (gen. or ἐκ, gen.).
    Fall in, subside: P. ἱζάνειν (Thuc. 2, 76).
    Collapse: P. and V. συμπίπτειν, πίπτειν, Ar. and P. καταρρήγνυσθαι, καταρρεῖν.
    Of debts: P. ἐπιγίγνεσθαι.
    Fall in love with: P. and V. ἐρᾶν (gen.), V. εἰς ἔρον πίπτειν (gen.); see Love.
    Fall in with, meet: P. and V. τυγχνειν (gen.), συντυγχνειν (dat.; V. gen.), ἐντυγχνειν (dat.), παντᾶν (dat.); see meet, light upon; met., accept: P. and V. δέχεσθαι, ἐνδέχεσθαι.
    Fall into: P. and V. εἰσπίπτειν (P εἰς, acc.; V. acc. alone or dat. alone), πίπτειν (εἰς, acc.), ἐμπίπτειν (εἰς, acc.); met., fall into misfortune, etc.: P. and V. περιπίπτειν (dat.), εμπίπτειν (εἰς, acc.). πίπτειν εἰς (acc.), V. συμπίπτειν (dat.); of a river: see discharge itself into.
    Fall off: T. ἀποπίπτειν; see tumble off.
    Slip off: P. περιρρεῖν.
    Fall away: P. and V. διαρρεῖν, πορρεῖν;
    met., stand aloof: P. and V. φίστασθαι, ποστατεῖν (Plat.).
    Deteriorate: P. ἀποκλίνειν, ἐκπίπτειν, ἐξίστασθαι.
    Become less: P. μειοῦσθαι.
    Fall on: see fall upon.
    Fall out: P. and V. ἐκπίπτειν, P. ἀποπίπτειν; met., see Quarrel, Happen.
    Fall over, stumble against: P. and V. πταίειν (πρός, dat.).
    Fall overboard: P. and V. ἐκπίπτειν.
    Fall short: see under Short.
    Fall through: P. and V. οὐ προχωρεῖν; see Fail.
    Fall to ( one's lot): P. and V. προσγίγνεσθαι (dat.), συμβαίνειν (dat.), λαγχνειν (dat.) (Plat. but rare P.), V. ἐπιρρέπειν (absol.), P. ἐπιβάλλειν (absol.).
    Fall to ( in eating). — Ye who hungered before, fall to on the hare: Ar. ἀλλʼ ὦ πρὸ τοῦ πεινῶντες ἐμβάλλεσθε τῶν λαγῴων ( Pax, 1312).
    Fall to pieces: Ar. and P. διαπίπτειν; see fall away, collapse.
    Fall to work: P. and V. ἔργου ἔχεσθαι; see address oneself to.
    Fall upon a weapon: Ar. and P. περιπίπτειν (dat.), V. πίπτειν περ (dat.).
    Fall on one's knees: Ar. and V. προσπίπτειν (also Xen. but rare P.), V. προσπίτνειν; see under Knee.
    Attack: P. and V. προσπίπτειν (dat.). εἰσπίπτειν (πρός, acc.), ἐπέχειν (ἐπ, dat.), ἐπέρχεσθαι (dat., rarely acc.), προσβάλλειν (dat.), εἰσβάλλειν (εἰς or πρός, acc.). ἐμπίπτειν (dat.) (Xen., also Ar.), ἐπεισπίπτειν (dat. or acc.) (Xen.), V. ἐφορμᾶν (or pass.) ( dat) (rare P.), P. προσφέρεσθαι (dat.), ἐπιφέρεσθαι (dat.), Ar. and P. ἐπιτθεσθαι (dat.), ἐπιχειρεῖν (dat.).
    Night fell upon the action: P. νὺξ ἐπεγένετο τῷ ἔργῳ (Thuc. 4, 25).
    ——————
    subs.
    P. and V. πτῶμα, τό (Plat.), V. πέσημα, τό.
    met., downfall: P. and V. διαφθορά, ἡ, ὄλεθρος, ὁ; see Downfall.
    Capture ( of a town): P. and V. λωσις, ἡ, P. αἵρεσις, ἡ.
    In wrestling: P. and V. πλαισμα, τό.
    Fall of snow. — It was winter and there was a fall of snow: P. χειμὼν ἦν καὶ ὑπένιφε (Thuc. 4, 103).
    Fall of rain: Ar. and P. ὑετός, ὁ, δωρ, τό; see Rain.
    Fall of the year, autumn: P. μετόπωρον, τό. φθινόπωρον, τό, Ar. and V. ὀπώρα, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fall

  • 8 Variance

    subs.
    Quarrel: P. and V. διαφορά, ἡ, ἔρις, ἡ, ἔχθρα, ἡ, στσις, ἡ, Ar. and V. νεῖκος, τό (also Plat., Soph., 243A, but rare P.).
    Be at variance: P. διίστασθαι, στασιωτικῶς ἔχειν, Ar. and P. διαφέρεσθαι, στασιάζειν, V. διχοστατεῖν.
    Of things: P. διαφωνεῖν, V. διχοστατεῖν.
    Be at variance with, quarrel with: P. and V. ἐρίζειν (dat. or πρός, acc.), γωνίζεσθαι (dat. or πρός, acc.), διχοστατεῖν (πρός, acc.) (Plat.), P. διαφέρεσθαι (dat. or πρός, acc.), διαφόρως ἔχειν (dat.), ἀλλοτρίως διακεῖσθαι (πρός, acc.), Ar. and P. στασιάζειν (dat. or πρός, acc.); see be at enmity with, under Enmity.
    Of things, clash with: P. διαφωνεῖν (dat.).
    At variance with, at enmity with.
    adj.: P. and V. διφορος (dat.).
    Alien from: P. ἀλλότριος (gen.).
    Set at variance, v.: P. διασπᾶν (acc.), πρὸς αὑτοὺς ταράσσειν, Ar. and P. διιστναι (acc.); see Embroil.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Variance

  • 9 Look

    v. intrans.
    P. and V. ὁρᾶν, θεᾶσθαι, θεωρεῖν, ἀθρεῖν, βλέπειν, ἀποβλέπειν, σκοπεῖν, V. εἰσορᾶν (or mid., rare P.), V. προσλεύσσειν, προσδέρκεσθαι, εἰσδέρκεσθαι, Ar. ard V. λεύσσειν, δέρκεσθαι.
    Have a certain appearance: Ar. and V. βλέπειν, δέρκεσθαι.
    Look thoughtful: V. πεφροντικὸς βλέπειν.
    Look stern: P. δεινὸν ἐμβλέπειν (Plat.).
    Look thievish: Ar. κλέπτον βλέπειν.
    Look lovely: V. καλὸν βλέπειν (Eur., Cycl. 553).
    Seem: P. and V. φαίνεσθαι, δοκεῖν.
    Look about one: P. and V. περισκοπεῖν, V. παπταίνειν.
    Look after: Ar. and P. ἐπιμέλεσθαι (gen.), P. and V. ἐπιστρέφεσθαι (gen.), φροντζειν (gen.), τημελεῖν (acc. or gen.) (Plat. but rare P.), κήδεσθαι (gen.) (also Ar. but rare P.), V. μέλεσθαι (gen.).
    Attend to: P. and V. θεραπεύειν (acc.), V. κηδεύειν (acc.); see Tend.
    Superintend: P. and V. ἐπιστατεῖν (dat. or gen.), ἐφίστασθαι (dat.).
    Look at: P. and V. βλέπειν εἰς (acc.), ποβλέπειν εἰς, or πρός (acc.), προσβλέπειν (acc.) (Plat.), ἐμβλέπειν (dat.), σκοπεῖν (acc.), ποσκοπεῖν εἰς, or πρός (acc.), P. ἐπιβλέπειν εἰς (acc.), or ἐπί (acc.), V. εἰσβλέπειν (acc.), εἰσδέρκεσθαι (acc.), προσδέρκεσθαι (acc.).
    Look down on: Ar. and P. καθορᾶν (acc.); see Despise.
    Look for: P. and V. ζητεῖν; see Seek, Expect.
    Look in the face: P. and V. ἐμβλέπειν (dat.), προσβλέπειν (acc.), P. εἰς πρόσωπον ἐμβλέπειν.
    Look into: P. and V. ἐμβλέπειν (εἰς, acc.).
    Examine: P. and V. σκοπεῖν, V. διοπτεύειν; see Examine.
    Look on: see look upon.
    Be a spectator: P. and V. θεᾶσθαι, θεωρεῖν.
    Wait and see how events are going: P. περιορᾶσθαι.
    Look out, beware: P. and V. φυλάσσεσθαι, εὐλαβεῖσθαι; see Beware.
    Look out of window: Ar. ἐκ θυρδος παρακύπτειν (Thesm. 797).
    Look out for, be on the watch for: P. and V. φυλάσσειν (acc.). προσδοκᾶν (acc.), Ar. and P. ἐπιτηρεῖν (acc.), V. καραδοκεῖν (acc.).
    Look round: see look about one.
    Look to: P. and V. ποβλέπειν πρός (acc.), βλέπειν πρός (acc.).
    We look to our neighbours: P. πρὸς τοὺς πλησίον βλέπομεν (Dem. 120).
    Care for: V. μέλεσθαι (gen.); see care for.
    Provide for: P. and V. προσκοπεῖν (acc.); see provide for.
    Look through: P. διορᾶν.
    Look towards ( of direction): P. ὁρᾶν πρός (acc.); see Face.
    Look up, v. intrans.; P. and V. ναβλέπειν, νω βλέπειν.
    Look up (precedents, etc.), v. trans.: Ar. and P. ναζητεῖν.
    Look up to, met.; see Respect.
    They looked up to them, emulated and honoured them: P. ἀπέβλεπον, ἐζήλουν, ἐτίμων (Dem. 426).
    Look upon: P. and V. προσορᾶν (acc.) (Plat.), ἐμβλέπειν (εἰς, acc.). V. εἰσβλέπειν (acc.).
    Consider: P. and V. ἡγεῖσθαι, γειν.
    ——————
    subs.
    P. and V. βλέμμα, τό, ὄψις, ἡ, V. δέργμα, τό.
    Appearance: P. and V. ὄψις. ἡ, V. πρόσοψις, ἡ.
    Face: P. and V. πρόσωπον, τό, ὄψις, ἡ, or use V. ὀφθαλμός, ὁ, ὄμμα, τό.
    Good looks: see Beauty.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Look

  • 10 Quarrel

    subs.
    P. and V. ἔρις, ἡ, γών, ὁ, διαφορά, ἡ, στσις, ἡ, Ar. and V. νεῖκος, τό (also Plat.; Soph., 243A, but rare P.).
    ——————
    v. intrans.
    P. and V. ἐρίζειν, γωνίζεσθαι, μχεσθαι, V. διχοστατεῖν, Ar. and P. διαφέρεσθαι, στασιάζειν. P. διίστασθαι; see Dispute.
    Quarrel with: P. and V. ἐρίζειν (dat. or πρός, acc.), γωνίζεσθαι (dat. or πρός, acc.). μχεσθαι (dat. or πρός, acc.), διχοστατεῖν (πρός, acc.) (Plat. but rare P.), P. διαφέρεσθαι (dat. or πρός, acc.), Ar. and P. στασιάζειν (dat. or πρός, acc.); see be at enmity with, under Enmity.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Quarrel

  • 11 Relation

    subs.
    Narration: P. διήγησις, ἡ, διέξοδος, ἡ (Plat.); see also Narrative.
    Kindred: use adj., P. and V. συγγενής, οἰκεῖος, ναγκαῖος, προσήκων, V. σύγγονος, ὁμόσπορος, σναιμος, ὅμαιμος, ὁμαίμων; see Kindred.
    Relations: P. and V. οἱ ναγκαῖοι, οἱ προσήκοντες, V. οἱ πρὸς αἵματος.
    Polybus was no relation to you: V. ἦν σοι Πόλυβος οὐδὲν ἐν γένει (Soph., O.R. 1016).
    Relation by marriage: P. and V. κηδεστής, ὁ, V κήδευμα, τό, γαμβρός, ὁ, Ar. and V. κηδεμών, ὁ.
    Intercourse: P. and V. ὁμιλία, ἡ, κοινωνία, ἡ, P. ἐπιμιξία, ἡ; see Intercourse.
    Business relations: P. τὰ συμβόλαια.
    Mutual relations: P, ἡ πρὸς ἀλλήλους χρεία (Plat., Rep. 372A).
    Relations with a person: P. and V. τὰ πρός τινα.
    Women's relations with men are difficult: V. τὰ γὰρ γυναικῶν δυσχερῆ πρὸς ἄρσενας (Eur., Ion, 398). What relation is there between? P. and V. τίς κοινωνία; with two genitives.
    Have relations with, v.: P. and V. ὁμιλεῖν (dat.), προσομιλεῖν (dat.), κοινωνεῖν (dat.); see have intercourse with, under Intercourse.
    I think we may find this important for discovering the nature of courage namely in what relation it stands to the other parts of virtue: P. οἶμαι εἶναί τι ἡμῖν τοῦτο πρὸς τὸ ἐξευρεῖν περὶ ἀνδρείας, πρὸς τἄλλα μόρια τὰ τῆς ἀρετῆς πῶς ποτʼ ἔχει (Plat., Prot. 353B).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Relation

  • 12 Side

    subs.
    Of animals: P. and V. πλευρά, ἡ (generally pl.), Ar. and V. πλευρόν, τό (generally pl.).
    From the side: V. πλευρόθεν.
    Of things: P. πλευρά, ἡ (Plat.), V. πλευρόν, τό, πλευρώματα, τά.
    Of ship: P. and V. τοῖχος, ὁ (Thuc. 7, 36).
    Of a triangle: P. πλευρά, ἡ (Plat.).
    Flank: P. and V. λαγών, ἡ (Xen. also Ar.).
    Edge, border: P. χεῖλος, τό; see Edge.
    Region, quarter, direction: P. and V. χείρ, ἡ.
    On which side? V. ποτέρας τῆς χερός; (Eur., Cycl. 681).
    On the right side: P. and V. ἐν δεξιᾷ, Ar. and P. ἐκ δεξιᾶς, or adj., V. ἐνδέξιος (Eur., Cycl. 6); see Right.
    On the left side: P. ἐν ἀριστερᾷ. V. ἐξ ριστερᾶς; see Left.
    On this side: P. and V. ταύτῃ, τῇδε.
    On that side: P. and V. ἐκεῖ, ἐνταῦθα.
    On this side and on that: P. ἔνθα μὲν... ἔνθα δέ, P. and V. ἔνθεν κἄνθεν, V. ἄλλῃ... κἄλλῃ, ἐκεῖσε κἀκεῖσε, κἀκεῖσε καὶ τὸ δεῦρο; see hither and thither, under Thither.
    On which of two sides: P. ποτέρωθι.
    On all sides: Ar. and P. πάντη, ἡ, P. and V. πανταχοῦ, πανταχῆ, V. πανταχοῦ, πανταχῆ.
    From all sides: P. and V. πάντοθεν (Plat., Andoc. Isae.), Ar. and P. πανταχόθεν.
    Friends passing out to them from this side and from that: V. παρεξιόντες ἄλλος ἄλλοθεν φίλων (Eur., Phoen. 1248).
    On the father's side ( of relationship): P. and V. πατρόθεν, πρὸς πατρός, V. τὰ πατρόθεν.
    On the mother's side: P. and V. πρὸς μητρός, V. μητρόθεν (Eur., Ion, 672). P. κατὰ τήν μητέρα (Thuc. 1, 127).
    On the opposite side of: P. and V. πέραν (gen.).
    By the side of: P. and V. πρός (dat.); near.
    From both sides: P. ἀμφοτέρωθεν.
    Shaking her hair and head from side to side: V. σείουσα χαίτην κρᾶτά τʼ ἄλλοτʼ ἄλλοσε (Eur., Med. 1191).
    On the other sid: V. τἀπὶ θάτερα (Eur., Bacch. 1129), P. and V. τἀπέκεινα (also with gen.), P. τὰ ἐπὶ θάτερα (gen.) (Thuc. 7, 84).
    Side by side: use together.
    We twain shall lie in death side by side: V. κεισόμεσθα δε νεκρὼ δύʼ ἑξῆς (Eur., Hel. 985).
    Party, faction: P. and V. στσις, ἡ.
    I should like to ask the man who severely censures my policy, which side he would have had the city take: P. ἔγωγε τὸν μάλιστʼ ἐπιτιμῶντα τοῖς πεπραγμένοις ἡδέως ἂν ἐροίμην τῆς ποίας μερίδος γενέσθαι τὴν πόλιν ἐβούλετʼ ἄν (Dem. 246).
    Attach to one's side, v.: P. and V. προσποιεῖσθαι, προσγεσθαι προστθεσθαι.
    Change sides: P. μεθίστασθαι.
    Take sides ( in a quarrel): P. διίστασθαι, συνίστασθαι πρὸς ἑκατέρους (Thuc. 1, 1); see side with, v.
    Take sides with ( in a private quarrel): P. συμφιλονεικεῖν (dat.).
    You preferred the side of the Athenians: P. εἵλεσθε μᾶλλον τὰ Ἀθηναίων (Thuc. 3, 63).
    On the side of, in favour of: P. and V. πρός (gen.) (Plat., Prot. 336D).
    I am quite on the father's side: V. κάρτα δʼ εἰμὶ τοῦ πατρός (Æsch., Eum. 738).
    There are two sides to everything that is done and said: P. πᾶσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις δύο προσθῆκαι (Dem. 645).
    Leave on one side: P. and V. παριέναι; see Omit.
    ——————
    adj.
    P. πλάγιος.
    Side issue: P. and V. πρεργον, τό.
    ——————
    v. intrans.
    Side with: P. and V. προστθεσθαι (dat.), φρονεῖν (τά τινος), ἵστασθαι μετ (gen.), Ar. and P. συναγωνίζεσθαι (dat.), Ar. and V. συμπαραστατεῖν (dat.); see Favour.
    Be friendly to: P. and V. εὐνοεῖν (dat.), P. εὐνοϊκῶς, διακεῖσθαι πρός (acc.).
    Side with the Athenians: P. Ἀττικίζειν.
    Side with the Persians: P. Μηδίζειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Side

  • 13 отношение

    ουδ.
    1. συμπεριφορά, φέρσιμο, διαγωγή•

    хорошее отношение к детям καλή συμπεριφορά προς τα παιδιά.

    || στάση σχέση•

    б-режное отношение к социалистической собственности μέριμνα (φροντίδα) για τη σοσιαλιστική περιουσία (ιδιοκτησία)•

    небрежное отношение αμερημνη-σία, αμέλεια, αδιαφορία.

    || άποψη, έννοια, αντίληψη• θέση στάση.
    2. (πλ θ.) -я σχέσεις, δεσμοί•

    семейные -я οικογενειακές σχέσεις•

    дружеские -я φιλικές σχέσεις•

    производственные -я παραγωγικές σχέσεις•

    в -и σχετικά, ως προς•

    общественные -я κοινωνικές σχέσεις•

    в каких вы с ним -ях? σε τι σχέσεις βρίσκεστε μ αυτόν; τι σχέσεις έχετε μαυτόν;

    γνωριμία (με επαγγέλματα, ειδικότητα κ.τ.τ.).
    3. αλληλοσύνδεση•

    отношение мышления к бытию η σχέση της σκέψης προς την αντικειμενικότητα (προς το είναι).

    4. έκθεση, αναφορά.
    5. (μαθ.) λόγος, αναλογία ποσού•

    в прямом -ии ευθέως ανάλογα•

    в обратном -ии αντιστρόφως ανάλογα.

    εκφρ.
    по -ию – αναφορικά, σχετικά, όσον αφορά, ως προς•
    в некотором -ии – κάπως, από μια άποψη, από μια πλευρά, εν μέρει•
    во всех -ях – σε όλα, από όλες τις απόψεις•
    в -ииβλ. παραπάνω•
    по -иго во многих -ях – από πολλές απόψεις•
    ни в каком -и – καθόλου, με κανένα τρόπο,.

    Большой русско-греческий словарь > отношение

  • 14 под...

    под..., подо..., подъ...
    (πρόθεμα)
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας• κίνηση από κάτω προς τα πάνω: подбросить, подпрыгнуть.
    2. α) ενέργεια από τα κάτω ή και προς τα κάτω: подложить, подставить, подтечь. β) εμφάνιση κατάστασης στο κάτω μέρος αντικειμένου: подгореть, подмокнуть.
    3. επέκταση της ενέργειας προς τα κάτω: подкопать, подмочить, подшить.
    4. πλησίαση προς κάποιον ή προς κάτι: подбежать, подползти.
    5. επιπρόσθεση• συμπλήρωση: подлить, подмешать.
    6. ενέργεια ή κατάσταση κάπως εξασθενημένη: подлечиться, подсохнуть.
    7. κρυφή ενέργεια: подглядеть, подговорить, подкараулить, подслушать.
    8. ενέργεια διαδοχική, επαναληπτική ή συνοδευόμενη: подвывать, поддакивать, подпевать, подыграть.
    II.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών και επιθέτων με σημασία:
    1. τοποθετημένος η ευρισκόμενος κάτω απο: подземелье, подкожный.
    2. τοποθετημένος ή ευρισκόμενος πολύ κοντά: подгородный, подтропики.
    3. υποδιαίρεση• τμήμα: подкласс, подразделение.
    4. αρμοδιότητα, σφαίρα δράσης: поднадзорный, подопытный, подследственный.
    5. κατωτερότητα αντί..., υπο...: подполковник, подмастерье.
    6. παρομοιότητα: подлещик, подгруздь.

    Большой русско-греческий словарь > под...

  • 15 подъ...

    под..., подо..., подъ...
    (πρόθεμα)
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας• κίνηση από κάτω προς τα πάνω: подбросить, подпрыгнуть.
    2. α) ενέργεια από τα κάτω ή και προς τα κάτω: подложить, подставить, подтечь. β) εμφάνιση κατάστασης στο κάτω μέρος αντικειμένου: подгореть, подмокнуть.
    3. επέκταση της ενέργειας προς τα κάτω: подкопать, подмочить, подшить.
    4. πλησίαση προς κάποιον ή προς κάτι: подбежать, подползти.
    5. επιπρόσθεση• συμπλήρωση: подлить, подмешать.
    6. ενέργεια ή κατάσταση κάπως εξασθενημένη: подлечиться, подсохнуть.
    7. κρυφή ενέργεια: подглядеть, подговорить, подкараулить, подслушать.
    8. ενέργεια διαδοχική, επαναληπτική ή συνοδευόμενη: подвывать, поддакивать, подпевать, подыграть.
    II.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών και επιθέτων με σημασία:
    1. τοποθετημένος η ευρισκόμενος κάτω απο: подземелье, подкожный.
    2. τοποθετημένος ή ευρισκόμενος πολύ κοντά: подгородный, подтропики.
    3. υποδιαίρεση• τμήμα: подкласс, подразделение.
    4. αρμοδιότητα, σφαίρα δράσης: поднадзорный, подопытный, подследственный.
    5. κατωτερότητα αντί..., υπο...: подполковник, подмастерье.
    6. παρομοιότητα: подлещик, подгруздь.

    Большой русско-греческий словарь > подъ...

  • 16 Dash

    v. trans.
    Fling: P. and V. βάλλειν, ῥίπτειν, φιέναι, Ar. and V. έναι, V. ἰάπτειν.
    Dashed upon the rocks: V. σποδούμενος πρὸς πέτρας.
    Be dashed to the ground: V. φορεῖσθαι πρὸς οὖδας.
    Strike: P. and V. κρούειν, Ar. and V. παίειν (rare P.), θείνειν, ράσσειν.
    met., dash (one's hopes, etc.): P. and V. σφάλλειν.
    Dash ( one thing) against ( another): V. προσβάλλειν (τινί τι). ἐγκατασκήπτειν (τινί τι).
    Dash in pieces: P. and V. συντρβειν (Eur., Cycl.), Ar. and V. θραύειν (also Plat. but rare P.), V. συνθραύειν, συναράσσειν, ἐρείκειν.
    Dash off, extemporise: P. αὐτοσχεδιάζειν (acc.).
    Dash out. — He dashed his brains out: V. ἐγκέφαλον ἐξέρρανε (Eur., Cycl. 402).
    V. intrans. P. and V. ὁρμᾶν, ὁρμᾶσθαι, εσθαι (rare P.), φέρεσθαι, Ar. and V. ᾄσσειν (rare P.), V. ἀΐσσειν, ὀρούειν, θοάζειν; see Rush, Swoop.
    Dash against: P. and V. πταίειν πρός (dat.), P. προσπίπτειν (dat.), συμπίπτειν πρός (dat. or πρός, acc.), see Collide.
    Dash into: P. and V. εἰσπίπτειν (P. εἰς, acc., V. dat. alone), Ar. and V. ἐμπίπτειν (dat.), V. εἰσορμᾶαθαι (acc.), ἐπεισπίπτειν (dat.), Ar. and P. εἰσπηδᾶν (εἰς, acc.), Ar. ἐπεισπαίειν (εἰς, acc.); see burst in.
    Dashing into the sea all armed as they were: P. ἐπεισβαίνοντες σὺν τοῖς ὅπλοις εἰς τὴν θάλασσαν (Thuc. 2, 90).
    Dash out: P. and V. ἐξορμᾶσθαι, ἐκπίπτειν.
    Dash over, inundate: P. and V. κατακλύζειν, P. ἐπικλύζειν.
    Dash upon: P. and V. προσβάλλειν (dat.), προσπίπτειν (dat.); see Attack.
    ——————
    subs.
    P. and V. ὁρμή, ἡ, Ar. and P.μη, ἡ, ῥιπή, ἡ.
    Run: P. and V. δρόμος, ὁ, V. δρμημα, τό.
    Eagerness: P. and V. σπουδή, ἡ, προθυμία, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dash

  • 17 Favour

    subs.
    Good-will: P. and V. εὔνοια. ἡ, εὐμένεια, ἡ, V. πρευμένεια, ἡ, P. φιλοφροσύνη, ἡ.
    Boon, service: P. and V. χρις, ἡ, ἔρανος, ὁ, P. εὐεργεσία, ἡ, εὐεργέτημα, τό; see Service, Benefaction.
    Curry favour with: P. and V. χαρίζεσθαι (dat.), ποτρέχειν (acc.), πέρχεσθαι (acc.), θωπεύειν (acc.), V. σαίνειν (acc.), προσσαίνειν (acc.), θώπτειν (acc.), Ar. and P. ποπίπτειν (acc. or dat.), Ar. and V. αἰκάλλειν (acc.). Do a favour to, v.: P. and V. εὐεργετεῖν (acc.), V. χριν πουργεῖν (dat.). χάριν διδόναι (dat.), χριν τθεσθαι (dat.), Ar. and V. χριν νέμειν (dat.), P. χριν δρᾶν (absol.); see Serve.
    Theseus asks you as a favour to bury the dead: V. Θήσευς σʼ ἀπαιτεῖ πρὸς χάριν θάψαι νεκρούς (Eur., Supp. 385).
    In favour of: V. and V. πρός (gen.).
    Thinking that a battle at sea in a small space was in their ( the enemy's) favour: P. νομίζοντες πρὸς ἐκείνων εἶναι τὴν ἐν ὀλίγῳ ναυμαχίαν (Thuc. 2, 86).
    I will speak in your favour, not in mine: V. πρὸς σοῦ γὰρ, οὐδʼ ἐμοῦ, φράσω (Soph., O.R. 1434; cf Plat., Prot. 336D).
    He has suddenly become in favour of Philip: P. γέγονεν ἐξαίφνης ὑπὲρ Φιλίππου (Dem. 438).
    Vote in favour of a person's acquittal: P. ἀποψηφίζεσθαι (gen. of pers.).
    Vote in favour of a thing: Ar. and P. ψηφίζεσθαι ( acc).
    Make a favour of justice: P. καταχαρίζεσθαι τὰ δίκαια (Plat., Ap. 35C).
    ——————
    v. trans.
    Gratify: P. and V. χαρίζεσθαι (dat.). P. καταχαρίζεσθαι (dat.); see also Benefit.
    Be friendly disposed to: P. and V. εὐνοεῖν (dat.), P. εὐνοικῶς διακείσθαι πρός (acc.); see side with.
    Be on the side of: V. συνεῖναι (dat.).
    Favour the Lacedaemonians: P. τὰ Λακεδαιμονίων φρονεῖν (Thuc. 5, 84), or use P. Λακωνίζειν.
    I favour your cause: V. εὖ φρονῶ τὰ σὰ (Soph., Aj. 491).
    Favour the Athenians: P. Ἀττικίζειν.
    Favour the Persians: P. Μηδίζειν.
    On a charge of favouring the Athenians: P. ἐπʼ Ἀττικισμῷ (Thuc. 8. 38).
    Of things, help on: P. προφέρειν (εἰς, acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Favour

  • 18 Safely

    adv.
    Without danger: P. and V. κινδνως.
    Securely: P. and V. ἀσφαλῶς, βεβαίως.
    Bring safety to, v. trans.: V. σώζειν (εἰς, or πρός, acc.), ἐκσώζειν (εἰς, or πρός acc.).
    Reach safely: P. and V. σώζεσθαι (εἰς, acc. or πρός, acc.), V. ἐκσώζεσθαι (εἰς, acc. or πρός, acc.), P. διασώζεσθαι (εἰς, acc. or πρός, acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Safely

  • 19 Vie

    Vie ( with)
    v. intrans.
    P. and V. γωνίζεσθαι (dat. or πρός, acc.), μιλλᾶσθαι (olat. or πρός, acc.), ἐρίζειν (dat.), μχεσθαι (dat. or πρός, acc.), V. ἐξαγωνίζεσθαι (dat.), ἐξαμιλλᾶσθαι (dat.), P. διαμιλλᾶσθαι (dat. or πρός, acc.), ἀνταγωνίζεσθαι (dat.).
    What is now left of the land can vie with any other in richness and fertility: P. τὸ νῦν αὐτῆς (γῆς) λείψανον ἐνάμιλλόν ἐστι πρὸς ἡντινοῦν τῷ πάμφορον εὔκαρπόν τε εἶναι (Plat., Critias, 110E).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Vie

  • 20 заготовка

    1. (для деталей машин) το τεμάχιο προς κατεργασία 2. (крупносортная) η ράβδος/δοκός προς κατεργασία 3. (материал, поступающий в прокатку) το υλικό προς έλαση
    - для профилирования - για κατασκευή μορφοσιδήρου κ.λπ
    4. (деревянная) το ξύλινο τεμάχιο προς κατεργασία 5. с.-х. η συγκομιδή και αποθήκευση 6. (леса) η ξύλευση/υλοτομία και αποθήκευση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заготовка

См. также в других словарях:

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

  • πρός — on the side of indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προς — πρόθεση που σημαίνει τη διεύθυνση· έχει επίσης και την έννοια του περίπου χρονικά ή τοπικά. Ήρθε προς το βράδυ. – Πήγαινε προς την Kαβάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. — πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. См. По ране и пластырь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πρὸς τὰ σάκκια μερίζει ὁ θεὸς τὴν κρυάδα. — См. Бог по силе крест налагает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πρὸς Κρῆτα κρητίζειν. — См. Нанималась лиса на птичий двор, беречь от коршуна …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Επιστολή προς Εβραίους — Μία από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου η οποία σώζεται στον κανόνα της Καινής Διαθήκης. Είναι ιδιότυπη ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τη γλώσσα και γι’ αυτό η πατρότητά της αμφισβητήθηκε. Ωστόσο, η ομοιότητα της διδασκαλίας της με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ἐμποδών πρὸς τὸ συμφέρον. — ἐμποδών πρὸς τὸ συμφέρον. См. Не быть бы счастью, да несчастье помогло …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἔπος πρὸς ἔπος. — ἔπος πρὸς ἔπος. См. Слово за словом …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Χαλεπὸν μέν ἐστν, ὦ πολῖται, πρὸς γαστέρα λέγειν ὦτα οὐκ ἔχουσαν. — χαλεπὸν μέν ἐστν, ὦ πολῖται, πρὸς γαστέρα λέγειν ὦτα οὐκ ἔχουσαν. См. У брюха нет уха …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Εβραίους, επιστολή προς- — Μία από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, γραμμένη σε εξαιρετικά γλαφυρό ύφος. Εξαιτίας της ιδιομορφίας της ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τη γλώσσα, αμφισβητήθηκε η προέλευσή της καθώς και ο χρόνος της συγγραφής της. Παρ’ όλα αυτά, η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»