-
1 προκνίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκνίς
-
2 προκνίς
προκνίςdried fig: fem nom sg -
3 πρόκρις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόκρις
-
4 ἀκιδνός
Grammatical information: adj.Meaning: `weak, small' (Od.).Derivatives: ἀκιδρωπάζω ἀμβλυωπῶ H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unexplained. The element - δν- may point to a substr. word. We find ἀκιδρός (Cyr.). Therefore Fur. 388 assumes a substr. word with ν\/ρ, though the interchange is rare (cf. πρόκνις). P. 360 he compares σκιδαρόν ἀραιόν (`thin, slender') H., which cannot be considered certain. One compares also ἀκιρός `weak' (Theoc.); cf. ἀκιρῆ ἀσθενῆ, οὐκ ἐπιτεταμένα H. and ἀκιρῶς εὐλαβῶς, ἀτρέμας H. ( ἀκιρός βορρᾶς H. cannot belong here). For δ\/ρ Fur. 388 only gives σίβδα, where it will be conditioned by the preceding β.Page in Frisk: 1,53Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀκιδνός
См. также в других словарях:
προκνίς — dried fig fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκνίς — ῑδος ή πρόκνις ή πρόκρις, ιδος, ἡ, Α είδος ξηρού σύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα προκ τού περκνός* με ανώμαλο φωνηεντισμό ο , έρρινο επίθημα ν και κατάλ. ίς, ῑδος] … Dictionary of Greek
πρόκρις — (I) ιδος, ἡ, Α βλ. προκνίς. (II) ιδος, η, Ν νεοελλ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών ζυγανιδών … Dictionary of Greek