Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

προϑυμίαν

  • 1 Scale

    subs.
    Ar. λεπς, ἡ (used of fish scales in Hdt.).
    In a scale, in order: P. and V. ἐφεξῆς.
    Of a balance: Ar. and P. πλάστιγξ, ἡ.
    Pair of scales: Ar. and V. τλαντον, τό, σταθμός, ὁ, P. ζυγόν, τό, Ar. and P. τρυτνη, ἡ.
    Turn of the scale, met.: P. and V. ῥοπή, ἡ.
    It is right to put our devotion in the past in the scale against our present sin, if after all it has been a sin: P. δίκαιον ἡμῶν τῆς νῦν ἁμαρτίας, εἰ ἄρα ἡμάρτηται, ἀντιθεῖναι τὴν τότε προθυμίαν (Thuc. 3, 56).
    When you throw money into one side of the scale it at once carries with it and weighs down the judgment to its own side: P. ὅταν ἐπὶ θάτερα ὥσπερ εἰς τρυτάνην ἀργύριον προσενέγκῃς οἴχεται φέρον καὶ καθείλκυκε τὸν λογισμὸν ἐφʼ αὑτό (Dem. 60).
    That he may not strengthen either party by throwing his weight into the scale: P. ὅπως μηδετέρους προσθέμενος ἰσχυροτέρους ποιήσῃ (Thuc. 8, 87).
    You throw in a weight too small to turn the scale in favour of your friends: V. σμικρὸν τὸ σὸν σήκωμα προστίθης φίλοις (Eur., Her. 690).
    ——————
    v. trans.
    Weigh: Ar. and P. ἱστναι; see Weigh.
    Scale down: see Reduce.
    Climb: P. and V. περβαίνειν, ἐπιβαίνειν (gen.), ἐπεμβαίνειν, (dat. or ἐπ acc.) (Plat.), Ar. ἐπαναβαίνειν, ἐπι (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Scale

См. также в других словарях:

  • προθυμίαν — προθῡμίᾱν , προθυμία readiness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθυμία — η, ΝΜΑ και προθυμιά Ν [πρόθυμος] ευμενής διάθεση, καλή θέληση, στάση που εμπνέεται από ζήλο (α. «όταν τόν είχα ανάγκη μέ βοήθησε με προθυμία» β. «μηδὲν ἀπολείπειν προθυμίας», Πλάτ.) νεοελλ. (στον τ. προθυμιά) (για φυτά) ορμή για βλάστηση αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Battle of the Olive Grove of Koundouros — Infobox Military Conflict conflict=Battle of the Olive Grove of Koundouros partof=the Fourth Crusade caption= date=1205 AD place= Messenia, Peloponnese result=Decisive Frankish victory combatant1=Franks combatant2=Byzantines commander1=William of …   Wikipedia

  • бъдрость — БЪДРОСТ|Ь (27), И с. 1.Бодрствование: Еи воистину исповѣдаю... правила надъ всѣми и о ||=всѣхъ. и о всѩчьскы(х). пищю гл҃ю и. питье. бодрость и бдѣнье. (ἐγρηγόρσει) ФСт XIV, 166б в; тѣмъ много вамъ. требованье въспрѩновень˫а. бодрости печали.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • веселиѥ — ВЕСЕЛИ|Ѥ (242), ˫А с. 1.Радость, веселье: Медъ въ веселиѥ дано бысть б҃гъмь. а не на пи˫аньство сътворено бысть. Изб 1076, 268 об.; христа бо възлюбиста. вьсѩко веселиѥ мирьскоѥ попьраста. Стих 1156 1163, 74; и призъвавъ митрополита съка||заше… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κωμωδός — ο (Α κωμῳδός) ηθοποιός που παίζει σε κωμωδίες («ἵνα δὲ μὴ τὸ τῶν κωμῳδῶν φορτικὸν πρᾱγμα ἀναγκαζώμεθα ποιεῑν ἀνταποδιδόντες ἀλλήλοις», Πλάτ.) νεοελλ. 1. αυτός που προκαλεί το γέλιο με διάφορα μέσα 2. αυτός που εμφανίζει προσποιητά αισθήματα αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • μαχίζομαι — (Μ) 1. δίνω μάχη, πολεμώ, έρχομαι σε σύγκρουση ή ρήξη με κάποιον («ἐκ τὰ ρηγάτα τῆς Φραγκιᾱς... κανεὶς δὲν ἀποκότησεν νὰ μαχιστεῑ τὴν Ρώμην», Χρον. Τόκκων) 2. μαλώνω 3. κρατώ κακία 4. εχθρεύομαι, είμαι εχθρός με κάποιον 5. μτφ. αγωνίζομαι («μόνον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»