Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πληροφορούμαι

  • 1 παρά

    1. πρόθ. I μετά αιτιατ.
    1) (место) при, около, возле, у;

    παρά την δημοσίαν οδόν — около, возле шоссе;

    2) несмотря на, вопреки, против;

    παρά την θέληση — против желания;

    παρά την υπόσχεση — вопреки обещанию;

    παρ' αξίαν незаслуженно;
    παρ' ελπίδα неожиданно, против всякого ожидания; 3) без; без чего-то, без малого;

    πέντε παρά τέταρτο — без четверти пять;

    ένα εκατοστάρικο παρά πέντε δραχμές — сто драхм без пяти;

    4) за исключением, кроме;

    δεν ζητώ παρά την ευύμένειάν σας — я ничего не прошу, кроме вашей благосклонности;

    II μετά γεν.
    1) у; от; со стороны;

    εδανείσθη παρά τού φίλου του — он взял взаймы у своего друга;

    έλαβα παρ' αυτού επιστολήν я получил от него письмо;
    2) в пассивных оборотах:

    πληροφορούμαι παρά τού τάδε — быть информированным кем-л.;

    τό επληροφορήθη παρά τού αδελφού του — он узнал это от своего брата;

    η ενέργεια του επεδοκιμάσθη παρά πάντων — его поступок был одобрен всеми;

    III μετά δοτ. (тк καθαρεύουσα) (при обознач, места) при, около, возле;

    παρά τω υπουργικώ συμβουλίω — при совете министров § έφαγε παρά μίαν τεσσαράκοντα — ему всыпали по первое число;

    παρά ταΰτα — при всём этом, несмотря на это;

    παρά φύσιν — противоестественный;

    μέρα παρά μέρα — через день;

    παρ' ολίγον — или παρά λίγο — или παρά τρίχα — еле-еле, чуть-чуть; — ещё чуть-чуть и всё;

    2. σύνδ. чем, по сравнению с..., нежели;

    προτιμώ να φύγω παρά να περιμένω — я предпочитаю уйти, чем ждать;

    κάλλιο αργά παρά ποτέ — лучше поздно, чем никогда

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παρά

См. также в других словарях:

  • πληροφορούμαι — πληροφορούμαι, πληροφορήθηκα, πληροφορημένος βλ. πίν. 74 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πληροφοροῦμαι — πληροφορέω bring full measure pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπυνθάνομαι — ἀναπυνθάνομαι (Α) 1. εξετάζω με επιμέλεια, ερευνώ, ρωτώ 2. πληροφορούμαι, μαθαίνω ρωτώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πυνθάνομαι «πληροφορούμαι». ΠΑΡ. ανάπευσις, ανάπυστος] …   Dictionary of Greek

  • πυνθάνομαι — και ποιητ. τ. πεύθομαι Α 1. ζητώ να πληροφορηθώ ή μαθαίνω κάτι εξ ακοής, πληροφορούμαι (α. «ἀπ ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν ἐλθὼν πύθηται», Αισχύλ. β. «ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι», Ηρόδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι (α. «μάχης… …   Dictionary of Greek

  • Πυθώ — οῡς, ἡ, Α 1. η χώρα όπου βρίσκεται η πόλη τών Δελφών 2. οι Δελφοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο άγνωστης ετυμολ. Οι Αρχαίοι είχαν συνδέσει τη λ. με το ρ. πύθομαι «σαπίζω, αποσυντίθεμαι», λόγω τής αποσύνθεσης τού ερπετού που είχε σκοτώσει εκεί ο Απόλλων. Η… …   Dictionary of Greek

  • αισθάνομαι — (Α αἰσθάνομαι και αἴσθομαι) 1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω 2. γνωρίζω καλά κάτι, έχω συνείδηση, συνειδητοποιώ νεοελλ. 1. διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, υποπτεύομαι 2. διατηρώ τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη συνείδηση τού έξω κόσμου 3.… …   Dictionary of Greek

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • αναδιδάσκω — (Α ἀναδιδάσκω) διδάσκω εκ νέου, με διαφορετικό ή καλύτερο τρόπο αρχ. μσν. διδάσκω, καθοδηγώ, πληροφορώ αρχ. Ι. ενεργ. 1. ερμηνεύω, εξηγώ 2. φρ. «ἀναδιδάσκω δράμα», το παρουσιάζω εκ νέου στη σκηνή ΙΙ. παθ. 1. διδάσκομαι, πληροφορούμαι καλύτερα… …   Dictionary of Greek

  • αναμανθάνω — ἀναμανθάνω (ΑΜ) μαθαίνω κάτι με ακρίβεια, παίρνω ακριβείς πληροφορίες, πληροφορούμαι …   Dictionary of Greek

  • γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… …   Dictionary of Greek

  • διακούω — (Α διακούω) 1. ακούω κάτι από την αρχή ώς το τέλος 2. παρακολουθώ κανονικά πρόγραμμα διδασκαλίας («διήκουσε τα μαθήματα») αρχ. πληροφορούμαι, μαθαίνω από κάποιον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»