-
1 προσνισσομαι
дор. ποτῐνίσσομαι (только praes.)1) подходить, приходить(ἐς Ὀρχομενόν Hom.; οἴκαδε Pind.)
θεοὺς ὁσίαις θοίναις π. Aesch. — приближаться к богам со священными пиршественными дарами2) устремляться, нападать(ῥεύματι πολλῷ Soph.)
См. также в других словарях:
προσνίσσομαι — και δωρ. τ. ποτινίσσομαι Α (αποθ.) 1. προσέρχομαι («οἴκοθεν οἴκαδ ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισσόμενον», Πίνδ.) 2. πηγαίνω κοντά, πλησιάζω 3. εισάγομαι («οὐδ ὅσ ἐς Ὀρχομενὸν ποτινίσσεται», Ομ. Ιλ.) 4. (με εχθρική σημ.) επέρχομαι, επιτίθεμαι.… … Dictionary of Greek