Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

πολίτης

  • 1 citizen

    πολίτης

    English-Greek new dictionary > citizen

  • 2 citizen

    ['sitizn]
    1) (an inhabitant of a city or town: a citizen of London.) κάτοικος,
    2) (a member of a state or country: a British citizen; a citizen of the USA.) πολίτης

    English-Greek dictionary > citizen

  • 3 civilian

    [si'viljən]
    noun (a person who has a civil job, not in the armed forces.) πολίτης

    English-Greek dictionary > civilian

  • 4 Any

    adj.
    P. and V. τις ( enclitic).
    At any rate: see However.
    At any time: P. and V. ποτέ ( enclitic).
    In any ease: P. and V. πάντῃ, πάντως
    A citizen of any country rather than his native land: P. πάσης πόλεως πολίτης... μᾶλλον ἢ τῆς πατρίδος (Lys. 143).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Any

  • 5 Citizen

    subs.
    P. and V. πολτης, ὁ, ἄστος, ὁ.
    Female citizen: P. and V. πολῖτις, ἡ.
    Be a citizen, v.: P. πολιτεύειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Citizen

  • 6 Civilian

    subs.
    P. and V. πολτης, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Civilian

  • 7 Compatriot

    subs.
    P. and V. πολτης, ὁ, V. συμπολτης, ὁ. Ar. and V. δημότης, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Compatriot

  • 8 Countryman

    subs.
    Opposed to townsman: Ar. and P. ἄγροικος, ὁ, γεωργός, ὁ, P. and V. αὐτουργός, ὁ, ἐργτης, ὁ, V. ἀγρώστης, ὁ, χωρτης, ὁ (Soph., frag.), γῄτης, ὁ, γαπόνος, ὁ.
    Fellow-countryman: P. and V. πολτης, ὁ, δημότης, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Countryman

  • 9 Fellow

    subs.
    Companion: P. and V. ἑταῖρος, ὁ, σύννομος, ὁ or ἡ, σύντροφος, ὁ or ἡ, Ar. and V. συζυγος, ὁ or ἡ.
    One of the same age: Ar. and P. ἡλικιώτης, ὁ, P. and V. ἧλιξ, ὁ or ἡ, V. ὁμῆλιξ, ὁ or ἡ, συνῆλιξ, ὁ or ἡ.
    One of a pair: P. and V. ἅτερος (ὁ ἕτερος).
    Contemptuously, this fellow: P. and V. οὗτος, Ar. and P. οὑτοσ.
    Ho! fellow: P. and V. οὗτος σύ or οὗτος alone.
    Fellow-ambassador: P. συμπρεσβευτής, ὁ.
    Be fellow-ambassador, v.: P. συμπρεσβεύειν.
    Fellow-arbitrator, subs.: P. συνδιαιτητής, ὁ.
    Fellow-citizen: P. and V. πολτης, ὁ, δημότης, ὁ, V. συμπολτης, ὁ, ἔμπολις, ὁ or ἡ.
    Be fellow-citizen with, v.: P. συμπολιτεύεσθαι (dat.).
    Fellow-commander, subs.: P. and V. συστρατηγος, ὁ.
    Fellow-commissioners: P. συμπρέσβεις, οἱ.
    Fellow-conspirators: P. οἱ συμπράσσοντες.
    FelIow-countryman: use fellow-citizen.
    Fellow-craftsman: P. ὁμότεχνος, ὁ.
    Fellow-exile: P. συμφυγάς, ὁ or ἡ.
    Fellow-farmer: Ar. συγγέωργος, ὁ.
    Fellow-feeling: P. and V. τὸ ταὐτ πάσχειν.
    Fellow-guard: P. συμφύλαξ, ὁ.
    Fellow-guardian or trustee: P. συνεπίτροπος, ὁ.
    Fellow-hunter or huntress: V. συγκυναγός, ὁ or ἡ.
    Fellow-inhabitant: P. and V. σνοικος, ὁ or ἡ.
    Fellow-juryman: Ar. συνδικαστής, ὁ.
    Fellow-labourer: P. ὁμότεχνος, ὁ, P. and V. συνεργός, ὁ or ἡ; see also Partner.
    Fellow-magistrate: P. συνάρχων, ὁ.
    Fellow-prisoner: P. συνδεσμώτης, ὁ
    Fellow-reveller: Ar. and V. σύγκωμος, ὁ or ἡ.
    Fellow-sailor: P. and V. συνναύτης, ὁ, σύμπλους, ὁ, V. συνναυβτης, ὁ.
    Fellowship: P. and V. ἑταιρεία, ἡ, συνουσία, ἡ, ὁμιλία, ἡ.
    Partnership: P. and V κοινωνία, ἡ.
    Fellowship in: P. and V. κοινωνία, ἡ (gen.).
    Fellow-slave P. and V. σύνδουλος, ὁ or ἡ, P. ὁμόδουλος, ὁ or ἡ.
    Fellow-soldier: P. συστρατιώτης, ὁ, σύσκηνος, ὁ, V. συνασπιστής, ὁ, παρασπιστής, ὁ, P. and V. λοχτης, ὁ (Xen.).
    Be fellow-soldier with, v.: V. συνασπίζειν (dat.) (Eur., Cycl. 39); see Companion.
    Fellow-spectator, subs.: P. συνθεατής, ὁ.
    Fellow-traveller: P. and V. συνέμπορος, ὁ or ἡ, V. συμπράκτωρ ὁδοῦ.
    Fellow-traveller on board ship: P. and V. σύμπλους, ὁ, συνναύτης, ὁ, V. συνναυβτης, ὁ.
    Fellow-worker: P. and V. συνεργός, ὁ or ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fellow

  • 10 Middle

    adj.
    P. and V. μέσος.
    Adopt a middle course in one's speech: P. τὰ μεταξύ λέγειν (Dem. 202.).
    A man of the middle class: P. μέσος πολίτης, ὁ.
    The shrine at earth's middle point: V. μεσόμφαλον ἵδρυμα (Æsch., Choe. 1036).
    The middle point of the earth: P. and V. ὀμφαλός, ὁ (Plat., Rep. 427C).
    ——————
    subs.
    P. and V. τὸ μέσον.
    In the middle of the city: P. and V. ἐν μέσῃ τῇ πόλει.
    Rising in the middle of dinner: P. ἐξαναστάντες μεταξύ δειπνοῦντες (Dem. 284).
    Break up a party in the middle: P. μεταξύ διαλῦσαι τὴν συνουσίαν (Plat., Prot. 336E).
    Be at the middle, v.; P. and V. μεσοῦν.
    They put the small boats in the middle: P. τὰ λεπτὰ πλοῖα... ἐντὸς ποιοῦνται (Thuc. 2, 83).
    Waist: see Waist.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Middle

  • 11 Native

    adj.
    Inborn: P. and V. ἔμφυτος (Eur., frag.), σύμφυτος, V. ἐγγενής, συγγενής, σύγγονος.
    Opposed to foreign: P. and V. ἐγχώριος, ἐπιχώριος, P. ἔνδημος, V. ἐγγενής, γενέθλιος.
    Living in a country: P. and V. ἐγχώριος, ἐπιχώριος, ἔντοπος (Plat.).
    According to your native customs: V. κατὰ νόμους τοὺς οἴκοθεν (Æsch., Supp. 390).
    Unhewn ( of rock in its native state): V. ἀσκέπαρνος, ἄξεστος, αὐτόκτιτος.
    ——————
    subs.
    Citizen: P. and V. πολτης, ὁ, ἀστός, ὁ.
    Inhabitant: P. and V. οἰκήτωρ, ὁ, οἰκητής, ὁ (Plat.); see Inhabitant.
    Natives, indigenous inhabitants: P. and V. αὐτόχθονες, οἱ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Native

  • 12 Patriot

    subs.
    P. ἀγαθὸς πολίτης, or use patriotic, adj.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Patriot

  • 13 Townsman

    subs.
    P. and V. ἀστός, ὁ, πολτης, ὁ.
    Opposed to countryman: V. ἀσττης, ὁ (Soph., frag.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Townsman

См. также в других словарях:

  • Πολίτης — citizen masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολίτης — ο, θηλ. πολίτις, ΝΜΑ, ιων. τ. πολιήτης, δωρ. τ. πολιάτας, θηλ. πολιᾶτις και πολιῆτις, Α, και πολίτισσα ΝΜ, πολῖτις, ίτιδος, ΜΑ κάτοικος πόλης ο οποίος έχει πολιτικά δικαιώματα, κάθε μέλος πολιτείας το οποίο έχει το δικαίωμα τού εκλέγεσθαι… …   Dictionary of Greek

  • πολίτης — ο θηλ. τισσα 1. κάτοικος πόλης. 2. μέλος, υπήκοος μιας πολιτείας, ενός κράτους: Όλοι οι πολίτες έχουν τα ίδια δικαιώματα μπροστά στο νόμο. 3. αυτός που δεν είναι ούτε στρατιώτης ούτε κληρικός: Καλός πολίτης (ευχή σε στρατιώτη). 4. ως κύρ. όν.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολίτης — πολί̱της , πολίτης citizen masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολίτης, Κοσμάς — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του συγγραφέα Πάρη Ταβελούδη, Αθήνα 1893 – 1974). Σε ηλικία δύο ετών πήγε στη Σμύρνη, όπου έζησε ως τη Μικρασιατική καταστροφή. Αργότερα, ως τραπεζικός υπάλληλος, γνώρισε τη ζωή της ελληνικής επαρχίας. Την πρώτη επίσημη… …   Dictionary of Greek

  • Πολίτης, Λίνος — (1906 – 1981). Φιλόλογος, συγγραφέας και ακαδημαϊκός. Σπούδασε φιλολογία στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστήμιου της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια Βερολίνου, Μονάχου και Παρισιού. Διετέλεσε επιμελητής χειρογράφων της Εθνικής… …   Dictionary of Greek

  • Πολίτης, Νικόλαος — (Καλαμάτα 1852 – Αθήνα 1921). Κορυφαίος λαογράφος και θεμελιωτής των λαογραφικών σπουδών στην Ελλάδα. Μαθητής ακόμα του γυμνασίου έδειξε ενδιαφέρον για τα ήθη και τα έθιμα των αρχαίων και των νεότερων Ελλήνων, για τα γλωσσικά ιδιώματα, τα… …   Dictionary of Greek

  • Πολίτης, Φώτος — (Αθήνα 1890 – 1934). Έλληνας κριτικός και σκηνοθέτης του θεάτρου. Γιος του Νικολάου Πολίτη, δέχτηκε έως ένα σημείο την επίδρασή του στον ιδεολογικό και θεωρητικό προσανατολισμό του. Από νεαρή ηλικία τον τράβηξε το θέατρο. Όταν, μετά το… …   Dictionary of Greek

  • Πολίτης, Αθανάσιος — (1893 – 1967). Έλληνας διπλωμάτης. Διορίστηκε στο διπλωματικό σώμα το 1917 ως ακόλουθος και από τότε υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις στο εξωτερικό και την κεντρική υπηρεσία. Διετέλεσε σύμβουλος της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο (1935), στη… …   Dictionary of Greek

  • Πολίτης, Ιωάννης — (Πειραιάς 1886 – Αθήνα 1968). Βοτανολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Το 1904 γράφτηκε στη φυσικομαθηματική Σχολή, ύστερα δε από φοίτηση ενός έτους, αναχώρησε στην Ιταλία, όπου φοίτησε στα πανεπιστήμια Νάπολης, Ρώμης και Παβίας. Το… …   Dictionary of Greek

  • πολιῆτα — πολίτης citizen masc voc sg (epic ionic) πολίτης citizen masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»