-
1 Form
subs.Shape: P. and V. εἶδος, τό, ἰδέα, ἡ, μορφή, ἡ (Plat.), σχῆμα, τό, σχέσις, ἡ, τύπος, ὁ, φύσις, ἡ. V. μόρφωμα, τό.Fashion: P. and V. τρόπος, ὁ, σχῆμα, τό, σχέσις, ἡ, εἶδος, τό, ἰδέα, ἡ.Kind: P. and V. γένος, τό, εἶδος, τό, ἰδέα, ἡ.Every conceivable form of death: P. ἰδέα πᾶσα ὀλέθρου (Thuc. 7, 29).Appearance: P. and V. ὄψις, ἡ. V. πρόσοψις, ἡ.Apparition: P. and V. φάσμα, τό, εἰκών, ἡ, εἴδωλον, τό, φάντασμα, τό, V. σκιά, ἡ, ὄψις, ἡ, δόκησις, ἡ.Form of government: P. κόσμος πολιτείας, ὁ, or τάξις πολιτείας, ἡ.Inspiration is a form of madness: P. μανία τις ὁ ἐνθουσιασμός.According to the usual forms: P. κατὰ τὰ νομιζόμενα.Seat, bench: P. and V. βάθρον, τό.——————v. trans.The houses of the suburb being supplied with battlements themselves formed a defence: P. αἱ οἰκίαι τοῦ προαστείου ἐπάλξεις λαμβάνουσαι αὐταὶ ὑπῆρχον ἔρυμα (Thuc. 4, 69).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Form
-
2 General
adj.Common, shared by all: P. and V. κοινός, V. ξυνός, πάγκοινος.Customary: P. and V. συνήθης, εἰωθώς, νόμιμος, εἰθισμένος, ἠθάς, P. σύντροφος, Ar. and P. νομιζόμενος.What is this general assertion that you make? V. ποῖον τοῦτο πάγκοινον λέγεις; (Soph., Ant. 1049).Keeping as near possible to the general tenor of the words really spoken: P. ἐχόμενος ὅτι ἐγγύτατα τῆς συμπάσης γνώμης τῶν ἀληθῶς λεχθέντων (Thuc. 1, 22).Do you mean the ruler and superior in the general sense or in the exact signification: P. ποτέρως λέγεις τὸν ἄρχοντά τε καὶ τὸν κρείσσονα τὸν ὡς ἔπος εἰπεῖν ἢ τὸν ἀκριβεῖ λόγῳ (Plat., Rep. 341B).The plague was such in its general manifestations: P. τὸ νόσημα... τοιοῦτον ἦν ἐπὶ πᾶν τὴν ἰδεαν (Thuc. 2, 51).In general: see Generally.People in general: P. and V. οἱ πολλοί, τὸ πλῆθος.Judging from my assertions and my public life in general: P. ἐνθυμούμενοι ἐκ τῶν εἰρημενων καὶ τῆς ἄλλης πολιτείας (Lys. 111).On general grounds: P. and V. ἄλλως (Eur., I.A. 491).——————subs.Of a general, adj.: P. στρατηγικός.General's guarters: P. and V. στρατήγιον, τό.The opening of the general's tent: V. στρατηγίδες πύλαι, αἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > General
-
3 Government
subs.Rule: P. and V. ἀρχή, ἡ, κράτος, τό, or use V. σκῆπτρα, τά, θρόνοι, οἱ.Constitution: Ar. and P. πολιτεία, ἡ.Magistrates: P. τὰ τέλη, οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασι, P. and V. οἱ ἐν τέλει, τὰ κύρια, V. οἱ ἐν τέλει βεβῶτες, Ar. and P. αἱ ἀρχαί.Form of government: P. κόσμος, ὁ, or use τάξις πολιτείας, ἡ.The government that was then being established: P. τὰ τότε καθιστάμενα πράγματα.I am friendly to the established government: P. εὔνους εἰμὶ τοῖς καθεστηκόσι πράγμασι (Lys. 145, 37).The nine Archons at that time carried on most of the duties of government: P. τότε τὰ πολλὰ τῶν πολιτικῶν οἱ ἐννέα ἄρχοντες ἔπρασσον (Thuc. 1, 126.)Has the government been left to the people? V. δεδήμευται κράτος; (Eur., Cycl. 119).Good government, subs.: Ar. and P. εὐνομία, ἡ.Enjoy good government, v.: P. εὐνομεῖσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Government
См. также в других словарях:
πολιτείας — πολῑτείᾱς , πολιτεία condition and rights of a citizen fem acc pl πολῑτείᾱς , πολιτεία condition and rights of a citizen fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Βερακρούς — (Veracruz). Ονομασία πολιτείας και πόλης του Μεξικού. 1. Πολιτεία (επίσημη ονομασία Veracruz Llave, 72.815 τ. χλμ., 6.901.111 κάτ. το 2000) του ανατολικού Μεξικού η οποία απλώνεται κατά μήκος των ακτών του κόλπου του Μεξικού, από ΒΔ προς ΝΑ, στο… … Dictionary of Greek
Κολούμπια — I (Columbia). Πόλη (116.278 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ και πρωτεύουσα της πολιτείας της Νότιας Καρολίνα. Είναι χτισμένη στον ποταμό Κογκαρί και θεωρείται αξιόλογο κέντρο ναυσιπλοΐας, καθώς επίσης σιδηροδρομικός και οδικός κόμβος. Στην Κ. λειτουργούν… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
λογοτεχνία — Η ενασχόληση με τον έντεχνο λόγο καθώς και το σύνολο των γραπτών κειμένων της γλώσσας μιας χώρας, μιας εποχής (ή και ευρύτερων συνόλων) που έχουν συνταχθεί με πρόθεση τη δημιουργία αισθητικών αξιών – ή ακόμα και χωρίς πρόθεση, φτάνουν κάποτε σε… … Dictionary of Greek
πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… … Dictionary of Greek
Βιρτζίνια — (Virginia). Πολιτεία (105.586 τ. χλμ., 7.187.734 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ, στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας. Βρέχεται Α από τον Ατλαντικό ωκεανό, που σχηματίζει τον κόλπο Τσέζαπικ, και συνορεύει ΒΑ με την πολιτεία Μέριλαντ και την ομόσπονδη… … Dictionary of Greek