Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πολιορκία

  • 1 осада

    осад||а
    ж ἡ πολιορκία:
    находиться (быть) в \осадае πολιορκούμαι, εἶμαι πολιορκημένος· выдерживать \осадау ἀντέχω στήν πολιορκία·'снимать \осадауλύωτήν πολιορκία. *\осада \осада-ψι ;

    Русско-новогреческий словарь > осада

  • 2 блокада

    θ.
    1. πολιορκία, αποκλεισμός, μπλοκάρισμα• μπλόκο•

    блокада Ленинграда η πολιορκία του Λένινγκραντ•

    снять -у λύνω την πολιορκία.

    2. μτφ. απομόνωση•

    политическая πολιτικός αποκλεισμός•

    экономическая блокада οικονομικός αποκλεισμός.

    Большой русско-греческий словарь > блокада

  • 3 осада

    θ.
    πολιορκία•

    осада города πολιορκία της πόλης•

    держать город в -е πολιορκώ την πόλη•

    находиться (быть) в -е είμαι πολιορκημένος, πολιορκούμαι•

    снять (снимать) -у λύνω την πολιορκία.

    Большой русско-греческий словарь > осада

  • 4 снимать

    снимать
    несов
    1. βγάζω, ἀφαιρώ; \снимать шля́пу βγάζω τό καπέλλο· \снимать чулки ξε-καλτσώνομαι· \снимать ботинки ξεπαπουτσώνο-μαι· \снимать платье βγάζω τό φόρεμα μου· \снимать засо́в ξεμανταλώνω· \снимать пену παίρνω τόν ἀφρό, ξαψρίζω· \снимать сли́вки βγάζω τήν κρέμα, παίρνω τό καΐμάκν \снимать корабль с мели βγάζω (или τραβώ) τό καράβι ἀπό τήν ξέρα·
    2. (урожай и т. ἡ.) σοδιάζω, μαζεύω, συγκομίζω·
    3. (воспроизводить, скопировать):
    \снимать копию παίρνω (или βγάζω) ἀντίγραφο· \снимать мерку с кого-л., с чего-л. παίρνω τά μέτρα·
    4. (делать снимки) φωτογραφώ, φωτογραφίζω, βγάζω κάποιον φωτογραφία:
    \снимать фильм γυρίζω ταινία·
    5. (нанимать\сниматьо квартире и т. ἡ.) μισθώνω, (έ)νοικιάζω·
    6. (отменять) λύνω, αίρω:
    \снимать осаду λύνω τήν πολιορκία· \снимать блокаду αίρω τόν ἀποκλεισμό· \снимать арест с чего́-л. αίρω τήν κατάσχεση· \снимать вопрос с повестки дня ἀποσύρω τό ζήτημα ἀπ' τήν ἡμερήσια διάταξη· \снимать свое предложение ἀποσύρω τήν πρόταση μου·
    7. (освобождать, лишать) ἀπολύω, παύω:
    \снимать с работы παύω ἀπ' τή δουλειά, ἀπολύω ἀπ' τή δουλειά· ◊ \снимать с учета διαγράφω κάποιον· с себя ответственность ἀπαλλάσσομαι ἀπ' τήν εὐθύνη· \снимать с кого-л. показания юр. ἀνακρίνω κάποιον, παίρνω κατάθεση· как рукой сняло́ разг πέρασε ὁλότελα.

    Русско-новогреческий словарь > снимать

  • 5 осада

    [ασάντα] ουσ. θ. πολιορκία

    Русско-греческий новый словарь > осада

  • 6 осада

    [ασάντα] ουσ θ πολιορκία

    Русско-эллинский словарь > осада

  • 7 выдержать

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выдержанный, βρ: -жан, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. αντέχω, βαστώ, κρατώ σηκώνω•

    лед -ит танк ο πάγος θα βαστάξει το τανκ•

    мотор не -ит το μοτέρ δε θα σηκώσει.

    2. αντέχω, υπομένω, υποφέρω ανέχομαι•

    руки не -ат τα χέρια δεν θ’ αντέξουν•

    такой жизни она не -ла τέτοια ζωή αυτή δεν την υπόφερε•

    выдержать пытки αντέχω τα βασανιστήρια•

    выдержать осаду αντέχω στην πολιορκία•

    она не -ла и засмеялась αυτή δεν κρατήθηκε και ξέσπασε στα γέλια•

    выдержать экзамены πετυχαίνω στις εξετάσεις•

    новая машина -ла испытание η καινούρια μηχανή άντεξε στη δοκιμή.

    3. κρατώ, βαστώ, διατηρώ, αφήνω να παλιώσει•

    выдержать вино κρατώ κρασί να παλιώσει.

    4. διατηρώ (ζώα) για εξάσκηση.
    εκφρ.
    выдержать несколько изданий – εκδίδομαι κάμποσες φορές (χάρη στην εξαιρετικότητα)•
    выдержать паузу – κάνω σκόπιμα παύση στο λόγο•
    выдержать роль – τηρώ απαρέγκλιτα•
    выдержать характер – κρατώ σταθερό χαρκτήρα.

    Большой русско-греческий словарь > выдержать

  • 8 деблокировать

    -рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.μ. λύνω τον αποκλεισμό, πολιορκία.

    Большой русско-греческий словарь > деблокировать

  • 9 мешок

    -шка α.
    1. σάκκος, σακκί, τσουβάλι,• походный мешок οδοιπορικός σάκκος•

    сложить вещи в мешок τακτοποιώ τα πράγματα στο τσουβάλι•

    таскать -и κουβαλώ τσουβάλια•

    вещевой мешок ο γυλιός του στρατιώτη.

    2. μτφ. άνθρωπος αργοκίνητος, αργός, μπάταλος.
    3. (στρατ.) πολιορκία, κύκλωση•

    полк попал в мешок το σύνταγμα κυκλώθηκε από παντού.

    4. κάλυκας λουλουδιού.
    εκφρ.
    золотой ή денежный мешок – (άνθρωπος) παραλής•
    - и под глазами – οιδήματα (εξογκώματα) κάτω από τα μάτια•
    сидеть -ом – (για ενδυμασία) κάθεται (στο σώμα) σαν τσουβάλι•
    точно (словно) из-за угла -ом ударенный ή прибитый – ανάπηρος διανοητικά, λειψός, χτυπημένος στο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > мешок

  • 10 обкладка

    θ.
    1. περιβολή, περστόίχιση ή περίκάλυψη.
    2. επένδυση, ντύσιμο.
    3. άσπρισμα της γλώσσας ή του λαιμού.
    4. πολιορκία, κύκλωση.
    5. επιβολή φόρου, προστιματος κλπ.
    6. (απλ.) σκυλόβρισμα.

    Большой русско-греческий словарь > обкладка

  • 11 обложение

    ουδ.
    1. φορολογία,επιβολή φόρου, προστίμου κ.τ.τ.
    2. παλ. πολιορκία.

    Большой русско-греческий словарь > обложение

  • 12 окружение

    ουδ.
    1. περικύκλωση• περίγυρος περιβάλλον•

    географическое окружение γεωγραφικό (φυσικό) περιβάλλον•

    капиталистическое окружение καπιταλιστική περικύκλωση.

    2. κοινωνικό περιβάλλον κύκλος•

    литературное окружение το λογοτεχνικό περιβάλλον.

    3. τα περίχωρα, τα πέριξ;
    4. πολιορκία, περικύκλωση•

    попасть в окружение πέφτω στον κλοιό•

    выходить из -я βγαίνω από τον κλοιό.

    εκφρ.
    в -и – περιβαλλόμενος, περι-στοιχιζόμενος, συνοδευόμενος.

    Большой русско-греческий словарь > окружение

  • 13 снять

    сниму, снимешь, παρλθ. χρ. снял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снятый βρ: снят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, φτάνω•

    снять книгу с полки παίρνω το βιβλίο από το ράφι•

    пальто с вещалки παίρνω το πανωφόρι από την κρεμάστρα.

    || βγάζω, αφαιρώ•

    снять паутину со стен παίρνω την αράχνη (ιστό) από τον τοίχο•

    снять чайник с огня βγάζω το τσαγιερό από τη φωτιά•

    снять пальто βγάζω το πανωφόρι•

    снять пену παίρνω τον αφρό, ξαφρίζω•

    снять туфли βγάζω τα παπούτσια•

    снять грим βγάζω το μακιγιάζ•

    шкуру γδέρνω.

    2. αίρω• λύνω• παύω, σταματώ•

    снять блокаду αίρω τον αποκλεισμό•

    снять осаду λύνω την πολιορκία•

    снять арест с имущества αϊ-ι ρω την κατάσχεση της περιουσίας•

    снять запрещение (запрет) αίρω την απαγόρευση.

    || απαλλάσσω• απελευθερώνω, λυτρώνω•

    снять выговор απαλλάσσω από την ποί,νή,

    3. μαζεύω, συγκεντρώνω• συγκομίζω•

    снять урожай μαζεύω τη σοδειά•

    снять яблоки в саду μαζεύω τα μήλα στον κήπο.

    4. (στρατ.) ανακαλώ• απομακρύνω από το πόστο ή την τοποθεσία. || εξουδετερώνω, φο-
    νεύω• παίρνω•

    снять его очередью τον παίρνω με τη ριπή.

    5. διώχνω, κατεβάζω•

    снять безбилетного пассажира κατεβάζω το λαθρεπιβάτη.

    6. απολύω, παύω• απομακρύνω•

    снять с работы απολύω από τη δουλειά.

    7. αποσύρω•

    снять своё предложение αποσύρω την πρόταση μου.

    8. μεταφέρω, βγάζω ακριβώς•

    снять копию βγάζω αντίγραφο•

    фасон с журнала βγάζω σχέδιο από το περιοδικό.

    9. τραβώ, φωτογραφίζω•

    снять кинокартину τραβώ κινηματογραφική ταινία•

    снять детей в фотографии φωτογραφίζω τα παιδιά.• снять во весь рост φωτογραφίζω ολόκληρον.

    10. μισθώνω, (ε)-νοικιάζω•

    снять дачу νοικιάζω έπαυλη.

    11. (χαρτπ.) κόβω τα χαρτιά (για μοίρασμα).
    εκφρ.
    голову – α) θα σου πάρω το κεφάλι (απειλή), β) φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση•
    снять допрос (ή показания) – ανακρίνω, παίρνω ανακρίσεις•снять мр-ку παίρνω τα μέτρα (διαστάσεων, μεγέθους)•
    снять подряд на чтоβλ. подрядиться• снять швы βγάζω τις κλωστές (από τη ραμμένη πληγή)•
    снять с учта – διαγράφω, ξεγράφω• σβήνω από τα χαρτιά•
    как рукой -ло – πέρασε μονομιάς (γιαπόνο, κούραση κ.τ.τ.)• снять с себя ответственность απαλλάσσομαι της ευθύνης.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι, αποσπώμαι•

    топор -лся с топорища το τσεκούρι βγήκε από το στειλώρι.

    2. εξαφανίζομαι, χάνομαι• φεύγω.
    3. αφαιρούμαι, απαλείφομαι•

    грим легко -лся το μακιγιάζ εύκολα βγήκε.

    4. αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι• απαγκιστρώνομαι.
    5. απέρχομαι, αφήνω, εγκαταλείπω.
    6. πηγαίνω, κατευθύνομαι.
    7. φωτογραφίζομαι.
    εκφρ.
    снять с учта – διαγράφομαι, ξεγράφομαι, σβήνομαι από τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > снять

См. также в других словарях:

  • πολιορκία — πολιορκίᾱ , πολιορκία siege of a city fem nom/voc/acc dual πολιορκίᾱ , πολιορκία siege of a city fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιορκίᾳ — πολιορκίαι , πολιορκία siege of a city fem nom/voc pl πολιορκίᾱͅ , πολιορκία siege of a city fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιορκία — Σύνολο των επιχειρήσεων που γίνονται γύρω από μια οχυρή θέση, με σκοπό την άμεση κατάληψή της ή τον εξαναγκασμό της σε παράδοση. Μια π. απαιτεί τη χρήση όπλων, κατάλληλου υλικού και προπαρασκευές, εκτός από τη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων για …   Dictionary of Greek

  • πολιορκία — η αποκλεισμός πόλης ή φρουρίου με σκοπό την κατάληψή του: Η χώρα κηρύχτηκε σε κατάσταση πολιορκίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μάλτας πολιορκία — Ποίημα του Αντώνιου Aχέλη, έργο του 16ου αι. Βλ. λ. Αχέλης, Αντώνιος …   Dictionary of Greek

  • πολιορκίας — πολιορκίᾱς , πολιορκία siege of a city fem acc pl πολιορκίᾱς , πολιορκία siege of a city fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιορκίαι — πολιορκία siege of a city fem nom/voc pl πολιορκίᾱͅ , πολιορκία siege of a city fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιορκίαν — πολιορκίᾱν , πολιορκία siege of a city fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ОСАДА —    • Πολιορκία.          Живописное описание О. города в героическое время дает нам «Илиада». Осаждающие располагались лагерем перед городом, осажденные выходили утром за стены и сражались в поединках с переменным счастьем, а вечером снова… …   Реальный словарь классических древностей

  • πολιορκιῶν — πολιορκία siege of a city fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιορκίαις — πολιορκία siege of a city fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»