-
1 умственный
-
2 амортизатор
ο απορροφητή ρας/αποσβεστήρας των κρούσεωνразг. το αμορτισέρ (ξεν.)масляный - ελαίου/λαδιού- αέροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > амортизатор
-
3 датчик
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > датчик
-
4 зажим
1. (устройство) о σφιγκτήρας- με βίδαмонтажный эл. - συναρμολόγησης2. эл. о ακροδέκτης 3. (струбцина, скоба) о σφιγκτήρας με κοχλία 4. (действие) το σφίξιμο, η σύσφιγξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зажим
-
5 интегратор
ο ολοκληρωτήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > интегратор
-
6 культура
1. (достижения общества) о (πνευματικός) πολιτισμός, η παιδεία, η πνευματική καλλιέργεια 2. (вид растения) το είδος (καλλιέργειας)зерновые - ы τα δημητριακά (πλ.)3. (совокупность сельскохозяйственных методов) η μέθοδος (της) αγροτικής καλλιέργειας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > культура
-
7 пневмоуправление
ο πνευματικός έλε-γχος/ρύθμιση (διά του αέρα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пневмоуправление
-
8 секатор
ο κόπτης, το ψαλίδιпневматический - πνευματικός -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > секатор
-
9 умственный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > умственный
-
10 духовник
духовникм церк. ὁ πνευματικός, ὁ ἐξομολογητής. -
11 духовный
духо́вн||ыйприл1. πνευματικός, διανοητικός:\духовныйая близость ἡ πνευματική συγγένεια·2. (церковный) ἐκκλησιαστικός:\духовныйое лицо ὁ κληρικός, ὁ Ιερωμένος· ◊ \духовныйое завещание уст. ἡ διαθήκη. -
12 культурностьый
культурность||ыйприл (εκπολιτιστικός, πνευματικός, τῆς κουλτούρας:\культурностьыйый у́ро-вень τό ἐπίπεδο τής κουλτούρας, τό πολιτιστικό ἐπίπεδο· \культурностьыйые навыки οἱ πολιτισμένες συνήθειες. -
13 пневматический
пневмати́ческ||ийприл тех. πνευματικός, ἀέριος:\пневматический мо́лот ἡ ἀερόσφυρα· \пневматическийое ружье ὀπλο μέ πεπιεσμένον μέρα -
14 умственный
у́мственн||ыйприл πνευματικός, διανοητικός:\умственныйые способности οἱ διανοητικές ἰκανότητες· \умственный труд ἡ πνευματική ἐργασία. -
15 дуювиик
[ντουχαφνίκ] ουσ. α (εκκλ) πνευματικός -
16 духовный
[ντουχόβνυΐ] εκ. πνευματικός -
17 умственный
[ούμστβιννυϊ] επ. πνευματικός, διανοητικός -
18 дуювиик
[ντουχαφνίκ] ουσ α (εκκλ) πνευματικός -
19 духовный
[ντουχόβνυϊ] επ πνευματικός -
20 умственный
[ούμστβιννυϊ] επ πνευματικός, διανοητικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πνευματικός — of wind masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματικός — ή, ό / πνευματικός, ή, όν, ΝΜΑ, και πνευματικός, Ν [πνεύμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πνεύμα (α. «πνευματική επικοινωνία» β. «κινήσεις πνευματικαί», Αριστοτ.) 2. αυτός που αποτελείται από πνεύμα, ο άυλος 3. φρ. α) «πνευματικά… … Dictionary of Greek
πνευματικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο πνεύμα: Από τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα είναι και η πνευματική ελευθερία. 2. ο άυλος, ο ασώματος: Οι άγγελοι είναι πνευματικά όντα. 3. το αρσ. ως ουσ., ο πνευματικός ο εξομολογητής ιερέας, αλλιώς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πνευματικά — πνευματικός of wind neut nom/voc/acc pl πνευματικά̱ , πνευματικός of wind fem nom/voc/acc dual πνευματικά̱ , πνευματικός of wind fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματικώτερον — πνευματικός of wind adverbial comp πνευματικός of wind masc acc comp sg πνευματικός of wind neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματικωτέρων — πνευματικός of wind fem gen comp pl πνευματικός of wind masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματικῶν — πνευματικός of wind fem gen pl πνευματικός of wind masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματικόν — πνευματικός of wind masc acc sg πνευματικός of wind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματικώτατον — πνευματικός of wind masc acc superl sg πνευματικός of wind neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματικαῖς — πνευματικός of wind fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματικαί — πνευματικός of wind fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)