-
1 πλῆρές
-
2 πλήρης
ης, ήρες1) прям., перен. полный, наполненный; ποτήριον πλήρες οίνου стакан полный вина; δωμάτιον πλήρες καπνού комната полная дыму;καρδιά πλήρης ευγνωμοσύνης — сердце полное признательности;
λόγοι πλήρεις είλικρινείας (έρωτος, μίσους) — слова полные искренности (любви, ненависти);
2) полный, целый, весь;πλήρης συλλογή — полный комплект;
πλήρης κατάστασις — полный список;
άδεια μετά πλήρων αποδοχών — отпуск с полным содержанием;
3) полный, абсолютный; совершённый;πλήρης αλήθεια — совершенная правда;
πλήρης επιτυχία — полный успех;
πλήρης υγείας — совсем здоровый;
πλήρης θάρρους — очень смелый;
πλήρες ναυάγιον των διαπραγματεύσεων полный провал переговоров;παρέχω πλήρες το δικαίωμα ενεργείας εις τίνα предоставлять полную свободу действий кому-л.;σε πλήρη ( — или εν πλήρει) ασφάλεια — в полной безопасности;
§ πλήρης σφυγμός — пульс хорошего наполнения;
πλήρης ημερων (ετών) — в преклонном возрасте;
εν πλήρει ημέρα — среди бела дня;
εν πλήρει νυκτί — глубокой ночью;
εν πλήρει μεσημβρία — в самый полдень;
εν πλήρει συνεδριάσει — в разгар собрания
-
3 πληρης
21) полный, наполненный(κρατῆρες Eur.; τὸ θέατρον Isocr.; κόφινοι NT.; ἄστυ πλῆρες οἰκιέων Her.; Ἕλλησι βαρβάροις θ΄ ὁμοῦ πλήρεις πόλεις Eur.)
ποταμὸς π. ἰχθύων Xen. — изобилующая рыбами река;κενῶν δοξασμάτων π. Eur. — полный вздорных мнений;Λεύκιππος καὴ Δημόκριτος στοιχεῖα τὸ πλῆρες καὴ τὸ κενὸν εἶναί φασι Arst. — Левкипп и Демокрит говорят, что (первичными) элементами являются полнота и пустота;ἐπεὰν π. γένηται ὅ ποταμός Her. — когда река выходит из берегов;οὐ πλήρεος ἐόντος τοῦ κύκλου Her. — так как не было полнолуния;τέσσερα ἔτεα πλήρεα Her. — четыре полных года;ἐπειδέ πλήρεις ἦσαν αἱ νῆες Thuc. — когда корабли были укомплектованы;π. ἐστὴ θηεύμενος Her. — он насмотрелся вдоволь2) сплошь покрытый(λέπρας NT.)
3) преисполненный(δόλου NT.)
4) полный, выданный сполна(μισθός NT.)
-
4 ναστον
τό Democr. ap. Arst. = τὸ πλῆρες -
5 στηθος
1) грудь Hom., Xen.σ. μεταμάζιον Hom. — грудь между сосками, середина груди
2) перен. грудь, сердце, душаθυμὸν ἐνὴ στήθεσσιν ἔχειν Hom. — иметь отвагу в сердце;
πλῆρες τὸ σ. ἔχειν Plat. — быть в настроении (в ударе);ἐν τῷ στήθει ἔχειν τι Plat. — иметь что-л. на душе3) выпуклость, вздутиеτὸ σαρκῶδες (τοῦ ποδὸς) σ. (sc. ἐστίν) Arst. — мясистая часть ноги называется икрой
4) песчаная мель Polyb. -
6 δικαίωμα
τό1) право;πολιτικά δικαίώματα — политические права;
δικαίωμα ψήφου — право голоса;
τα πλήρη δικαίώματα — полноправие;
αποκατάσταση (στέρηση) των δικαίωμάτων — восстановление (поражение) в правах;
έχω δικαίωμα γιά κάτι — иметь право на что-л.;
στερώ των δικαίωμάτων — лишать прав;
με πλήρες δικαίωμα — с полным правом;
2) полномочия;3) разрешение;δίδω το δικαίωμα να., — позволять, разрешать...;
4) πλ. налог, сбор;5) (чаще πλ.) гонорар, оплата -
7 εκζήτηση
[-ις (-εως)] η1) изыскание; 2) отыскивание, поиски; 3) изысканность; изощрённость;Ρφος πλήρες εκζήτήσεως — изысканный стиль;
4) деланность, притворство, манерность -
8 πνοή
η1) дуновение; 2) выдыхание; дыхание (тж. перен.);η πνοή της ζωής — дыхание жизни;
μέχρις εσχάτης ( — или τελευταίας)πνοης — до последнего дыхания, всю жизнь;
3) вдохновение;έργο πλήρες πνοης — вдохновенный труд (о произведении);
έργο μακράς πνοης — большой и вдохновенный труд; — основательная, фундаментальная работа (о научном произведении)
-
9 στεφάνη
η1) см. στεφάνι;στεφάνη του ηλίου — солнечная корона;
2) бот. венчик;3) край; закраина;ποτήριον πλήρες μέχρι στεφάνης — стакан, наполненный до краёв;
§ στεφάνη οδόντος — коронка (наружная часть зуба)
См. также в других словарях:
πλῆρες — πλήρης full of masc/fem voc sg πλήρης full of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήρης — ες, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει ή περιέχει κάτι σε μεγάλη ποσότητα, ο γεμάτος με κάτι (α. «εισήγηση πλήρης αντιφάσεων» β. «το θέατρο ήταν πλήρες» γ. «ἄστυ πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», Ηρόδ. δ. «ποταμόν πλήρη ἰχθύων», Ξεν. 2. ολόκληρος, χωρίς μείωση ή… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
διαγώνιος — Η ευθεία που ενώνει δύο μη διαδοχικές κορυφές σε ένα πολύγωνο. Ένα πολύγωνο με n πλευρές έχει n(n 3)/2 δ., γιατί από κάθε κορυφή ξεκινούν n 3 δ., αλλά αν πάρουμε κάθε κορυφή με τη σειρά της, αριθμούμε κάθε δ. δύο φορές. Στο τετράγωνο ο λόγος της… … Dictionary of Greek
νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών — (ΕΖΕΣ, αγγλ. EFTA). Ένωση ευρωπαϊκών κρατών με στόχο την προώθηση του εμπορίου και την κατάργηση των τελωνειακών δασμών ανάμεσα στα μέλη του. Δημιουργήθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1960 στα πλαίσια της συνθήκης της Στοκχόλμης με αρχικά μέλη την Αυστρία … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… … Dictionary of Greek
καταδρομικό — Πολεμικό πλοίο με μεγάλη ταχύτητα και αυτονομία δράσης. Στους σύγχρονους τύπους, με πλήρες φορτίο, έχει εκτόπισμα από 7.000 έως περισσότερο από 22.000 τόνους (τα ρωσικά κ. της κλάσης Κίροφ, που θεωρούνται τα μεγαλύτερα, εκτοπίζουν 28.000 τόνους) … Dictionary of Greek
Пиерийское восстание — 1878 года, в Греции чаще упоминается как Революция Литохоро (греч. Επανάσταση του Λιτοχώρου) по имени города главного центра восстания восстание греческого населения османской Македонии, направленное одновременно против турецкого господства … Википедия