-
1 полный
полный 1) (наполненный) γεμάτος, πλήρης; \полный стакан το γεμάτο ποτήρι· зал полон η αίθουσα είναι γεμάτη 2) (совершенный) τέλειος, πλήρης· απόλυτος (абсолютный) З) (о человеке) χοντρός, παχύς, παχύσαρκος ◇ \полныйое собрание сочинений τα άπαντα* * *1) ( наполненный) γεμάτος, πλήρηςпо́лный стака́н — το γεμάτο ποτήρι
зал по́лон — η αίθουσα είναι γεμάτη
2) ( совершенный) τέλειος, πλήρης; απόλυτος ( абсолютный)3) ( о человеке) χοντρός, παχύς, παχύσαρκος••по́лное собра́ние сочине́ний — τα άπαντα
-
2 полный
полн||ыйприл V (наполненный) πλήρης, γεμάτος, μεστός:\полный до краев παραγεμισμένος, ξεχειλισμένος· \полныйым \полныйό γεμἄτο φίσκα·2. (целый, весь) πλήρης, πλέριος, ἄρτιος:\полный комплект πλήρης συλλογή· \полныйое собра́ние сочинений τά ἀπαντα· в \полныйом составе ἐν σώματί3. (абсолютный) πλήρης, ἀπόλυτος, πλέριος:\полный покой ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία· в \полныйой безопасности σέ πλήρη ἀσφάλεια, ἐν πλήρει ἀσφαλεία·4. (о человеке) παχύς, χοντρός / παχουλός (о ребенке) / πολύσαρ-κος, παχύσαρκος (толстый)· ◊ \полныйым голосом μ' ὀλη τή φωνή, στεντορεία τή φωνή· \полныйая луий ἡ πανσέληνος· \полныйая чаша ἡ ἀφθονία -
3 полный
επ., βρ: полон κ. παλ. полон, полна, полно.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πλήρης, γεμάτος, μεστός•полный стакан воды γεμάτο ποτήρι, νερό•
стакан полный водой ποτήρι, γεμάτο με νερό•
все уличы -ы народом όλοι, οι δρόμοι είναι γεμάτοι λαό•
полный карман деньги ή деньгами γεμάτη τσέπη χρήματα•
глаза -ые слёз μάτια γεμάτα δάκρυα•
взгляд полный ненависти ματιά γεμάτη μίσος•
он полный мечтаний αυτός είναι όλος όνειρα•
человек полный надежд άνθρωπος όλο ελπίδες•
-ая победа ολοκληρωτική νίκη•
-ое разоружение πλήρης αφοπλισμός•
развить -ую скорость αναπτύσσω όλη την ταχύτητα.
2. συνεπαρμένος, κυριευμένος, κατειλημμένος.3. απεριόριστος, απόλυτος•-ая власть πλήρης εξουσία•
-ая свобода πλήρης ελευθερία.
4. ολόκληρος•полный рабочий день ολόκληρη εργατική μέρα•
полный метр ολόκληρο μέτρο•, ему -ые сорок лет αυτός έχει γεμάτα τα σαράντα (χρόνια)•
-ое собрание Пушкина τα άπαντα του Πούσκιν.
|| αρκετά μεγάλος, πολύς•были уже -ые сумерки είχε σουρουπώσει πια για τα καλά.
|| όλος, ολικός•петь -ым голосом τραγουδώ με όλη τη δύναμη της φωνής•
-ое затмение луны ολική έκλειψη της σελήνης.
5. χοντρός, γεμάτος, μεστός• παχύς•-ая женщина γεμάτη γυναίκα.
εκφρ.- ая вода – το υψηλότερο σημείο της στάθμης της θάλασσας•полный генерал – αντιστράτηγος•полный адмирал – ναύαρχος•- ые прилагательные – πλήρη επίθετα (σε αντίθεση με τα βραχέα)•- ая чаша – σπίτι πλούσιο, με όλα τα καλά (αγαθά)•-ым голосом (сказать, заявить – κ.τ.τ.) ανοιχτά, βροντόφωνα (λέγω, δηλώνω)•полным-голом – υπερπλήρης, κατάκορος, καταγεμάτος. -
4 круглый
επ., βρ: кругл, кругла, кругло;1. στρογγυλός•круглый стол στρογγυλό τραπέζι•
-ая шляпа στρογγυλό καπέλο.
|| πλήρης, γεμάτος• χοντρός•круглый мужчина γεμάτος άντρας•
-ое лицо στρόγγυλο πρόσωπο.
2. ολόκληρος, όλος•круглый год ολόκληρος χρόνος (ολοχρονίς)•
круглый день ολόκληρη μέρα (ολημερίς)•
-ые сутки ολόκληρο εικοσιτετράωρο.
3. πλήρης• μεγάλης ολκής•-дурак πέρα για πέρα βλάκας•
-ое, невежество πλήρης αμάθεια (αγραμματοσύνη).
εκφρ.отличный-ая отличница – άριστος μαθητής, άριστη μαθήτρια• --ая сироте ορφανός από πατέρα και μάνα•-ая сумма; -ое состояние – μεγάλο (σεβαστό) ποσό•круглый счёт; -ые цифры – στρόγγυλος λογαριασμός, στρόγγυλοι αριθμοί (χωρίς δεκαδικούς)•за -ым столом – στο στρογγυλό τραπέζι (με ίσα δικαιώματα)•делать -ые глаза – γουρλώνω τα μάτια(παραξενεύομαι, θαυμάζω)•учиться на -ые пятёрки – μαθαίνω άριστα (όλο πεντάρια). -
5 полнокровный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноαιματόης, πλήρης αίματος. || κατάγερος, πλήρης υγείας. || μτφ. πλήρης, γεμάτος (εντυπώσεις, γεγονότα κ.τ.τ.). -
6 совершенный
επ., βρ: -шенен, -шнна, -о.1. τέλειος, εντελής, άρτιος• υπέροχος•-ая красота υπέροχη (ολοκληρωμένη) ομορφιά.
2. πλήρης, απόλυτος•-ое равнодушие πλήρης αδιαφορία•
-ое сходство πλήρης (άκρα) ομοιότητα.
|| πραγματικός, γνήσιος.3. παλ. ενήλικος.επ. совершенный вид (γραμμ.) στιγμιαία μορφή του ρήματος (ρ. σ.), μέλλοντας στιγμιαίος, αόριστος, απαρέμφατο. -
7 провар
1. (св.) η διείσδυση 2. (в технологии стекла)η πλήρης τήξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > провар
-
8 гарнитур
гарнитур м το κομπλέ, η πλήρης συλλογή мебельный \гарнитур η επίπλωση* * *мτο κομπλέ, η πλήρης συλλογήме́бельный гарниту́р — η επίπλωση
-
9 неполный
неполн||ыйприл ἐλλ(ε)ιπής, λειψός, μή πλήρης, ἀνεπαρκής:\неполный стакан τό μισογεμάτο ποτήρι· \неполный перечень ἡ μή πλήρης ἀπαρίθμηση· \неполныйая средняя школа ἡ ἐπτατάξιος σχολή. -
10 прострация
прострацияж ἡ πλήρης ἀτονία, ἡ πλήρης καταβολή δυνάμεων. -
11 совершенный
совершенн||ый I1. прил (превосходный) τέλειος, ἔξοχος, ἄριστος·2. (абсолютный) ἀπόλυτος, πλήρης:\совершенныйая правда ἡ πλήρης ἀλήθεια· \совершенный дурак βλάκας μέ περικεφαλαία.совершенн||ый IIприл грам.:\совершенный вид ἡ τετελεσμένη μορφή· прошедшее \совершенныйое ὁ ἀόριστος (χρόνος). -
12 комплектный
επ.πλήρης•комплектный набор πλήρης συλλογή.
-
13 недовыполнение
-я ουδ. η μη πλήρης εκτέλεση, μισοεκτέλεση, μισοεκπλήρωση•недовыполнение программы η μη πλήρης εκπλήρωση του προγράμματος.
-
14 непроходимый
επ., βρ: -дим, -а, -о.1. αδιάβατος, δυσδιάβατος, αδιαπέραστος, δυσκολοδιάβατος, δυσκολοπέραστος: -ое болото αδιάβατος βάλτος.2. μτφ. πλήρης, τελείως, εντελώς, πέρα για πέρα•непроходимый дурак πέρα γιαπέρα βλάκας ή βλάκας με περικεφαλαία•
-ая глупость μνημειώδης βλακεία•
-ое невежество πλήρης αμάθεια.
-
15 полновесный
επ., βρ: -сен, -сна, -сноκανονικού βάρους• γνήσιος•-ая монета γνήσιο νόμισμα.
|| μεγάλος, βαρύς•-ые брвна βαριά κούτσουρα.
|| μτφ. δυνατός, ισχυρός, γερός•-ая пощчина γερός μπάτσος.
|| σημαντικός, σοβαρός•-ые доводы σοβαρά επιχειρήματα.
|| μτφ. πραγματικός• πλήρης•-ое счастье πλήρης ευτυχία• ευδαιμονία.
-
16 положительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. θετικός•положительный ответ θετική απάντηση•
-ые результаты θετικά αποτελέσματα.
2. οριστικός, τελειωτικός•положительный отказ οριστική άρνηση.
|| πλήρης, ακέραιος•-ое невежество πλήρης αμάθεια, αμορφωσιά•
положительный дурак πέρα για πέρα βλάκας.
3. (μαθ.) θετικός•-ое число θετικός αριθμός.
|| (ως αντών. του επ. αρνητικός)•положительный заряд θετικός ηλεκτρισμός•
положительный полюс (φυσ.) ο θετικός πόλος•
-ая температура θερμοκρασία άνω του μηδενός.
εκφρ.- ая степень сравнения – θετικός βαθμός (των επιθέτων)•- ая философия – ο θετικισμός. -
17 анализ
1. (метод исследования) η ανάλυση, η εξέταση 2. мед. η εξέτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > анализ
-
18 аналогия
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аналогия
-
19 выпрямление
1. эл. η ανόρθωση 2. (чего-л. согнутого, искривлённого) το ίσιωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выпрямление
-
20 доверие
η εμπιστοσύνηполное - πλήρης -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доверие
См. также в других словарях:
πλήρης — full of masc/fem acc pl (attic epic doric) πλήρης full of masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πλήρης full of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήρης — ες, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει ή περιέχει κάτι σε μεγάλη ποσότητα, ο γεμάτος με κάτι (α. «εισήγηση πλήρης αντιφάσεων» β. «το θέατρο ήταν πλήρες» γ. «ἄστυ πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», Ηρόδ. δ. «ποταμόν πλήρη ἰχθύων», Ξεν. 2. ολόκληρος, χωρίς μείωση ή… … Dictionary of Greek
πλήρης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, γεμάτος, άφθονος, ακέραιος, άρτιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πληρέστερον — πλήρης full of adverbial comp πλήρης full of masc acc comp sg πλήρης full of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήρει — πλήρης full of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πλήρης full of masc/fem/neut dat sg πλήρεϊ , πλήρης full of dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήρη — πλήρης full of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πλήρης full of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πλήρης full of masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρεστάτων — πλήρης full of fem gen superl pl πλήρης full of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρεστέρων — πλήρης full of fem gen comp pl πλήρης full of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρέστατα — πλήρης full of adverbial superl πλήρης full of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρέστατον — πλήρης full of masc acc superl sg πλήρης full of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλῆρες — πλήρης full of masc/fem voc sg πλήρης full of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)