-
1 минус
минус м 1) мат. 4 μείον, πλην 2) (о температуре): сегодня \минус 20° С σήμερα έχουμε είκοσι ( βαθμούς) κάτω από το μηδέν Κελσίου* * *м1) мат. μείον, πλην2) ( о температуре)сего́дня ми́нус 20° С — σήμερα έχουμε είκοσι (βαθμούς) κάτω από το μηδέν Κελσίου
-
2 кроме
кромепредлог с род. п. ἐκτός, πλην:\кроме него́ я никого́ не зна́ю ἐκτός ἀπ· αὐτόν δέν γνωρίζω κανέναν ἀλλον \кроме того ἐκτός τούτου, πλην τούτου· ◊ \кроме шу́ток χωρίς ἀστεία. -
3 минус
-а α.1. (μαθ.) πλην, μείον.2. άκλ. αφαιρουμένου•пять минус два равно трём από τα πέντε να αφαιρέσομε δύο μένουν τρία.
(μαθ.) το σημείο του πλην (-).3. ελάττωμα, μειονέκτημα.4. σχολικός βαθμός αδύνατος (λίγο κατώτερος του σημειωνόμενου)•этот ученик получил четыре с -ом αυτός ο μαθητής πήρε τέσσερα αδύνατο (4 -).
κάτω του μηδενός•утром было - 22 градуса το πρωί η θερμοκρασία ήταν 22 βαθμούς κάτω από το μηδέν.
-
4 знак
1. (для обозначения чего-л., указания на что-л.) το σημείο, το σήμαаннули-рование товарного - а торг. η ακύρωση του σήματος κατατεθέντοςвладелец товарного - а торг. о κάτοχος του σήματος κατατεθέντοςвопросительный - грам. см. ниже таблицу восклицательный - грам. см. ниже таблицу - гарантии η απόδειξη εγγύησηςторговый - см. товарный -фирменный - см товарный -2. (символ) το σύμβολ/οвыносить множитель из-под - а корня βγάζω τον πολλαπλασιαστή έξω από το - της ρίζαςравный по величине и противоположный по - у ίσο σε μέγεθος/τιμή, αλλά αντίθετου σημείου- вычитания - της αφαίρεσης, το πλην- διά- равенства - της ισότητας, το ίσον- сложения - της πρόσθεσης, το συν- умножения - του πολλαπλασιασμού, το επί3. (след, отметина) το ίχνος, το σημάδι 4. (сигнал) το σήμα, το σινιάλο 5. (авто) το σήμα, η πινακίδα 6. - и мн. мор. - грузовых марок с дисками Плим-соля οι γραμμές φόρτωσης και οι μπάλες 7. (кода, программирования) ο χαρακτήραςбуквенно-цифровой - вчт. αλφαριθμητικός -буквенный - вчт. αλφαβητικός -управляющий вчт. - του ελέγχουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > знак
-
5 изгиб
1. (вид деформации) η κάμψ/η 2. (дороги) η στροφή (του δρόμου) 3. (листа) το γύρισμα, το τσάκισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изгиб
-
6 минус
мат. το μείον, το πλην.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > минус
-
7 плюс-минус
συν-πλην.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плюс-минус
-
8 минус
минусм1. мат μείον, πλήν2. (недостаток) τό ἐλάττωμα, τό μειονέκτημα -
9 не
не Iчастица отриц. ὄχι / δέν, μή[ν] (с глаголом):я не хочу δέν θέλω· не знаю, что делать δέν ξέρω τί νά κάνω· там не было места ἐκεῖ δέν ὑπήρχε θέση· не говори́ ничего́ μήν πεϊς τίποτα· это совсем не τό αὐτό εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό· разве вы не читали статью в газете? μά δέν διαβάσατε τό ἀρθρο στήν ἐφημερίδα;· он не очень хороший человек δέν εἶναι καλός ἄνθρωπος' ее не узнать Εγινε ἀγνώριστη· им не уйти́ от ответа θά δώσουν λογο· не могу не согласиться δέν μπορώ νά μή συμφωνήσω· не хотите ли пойти́ в театр? θά θέλατε μήπως νά πᾶτε στό θέατρο;· кто не знает... ποιος δέν ξέρει...· как не помочь... πως νά μή βοηθήσει κανείς·2. в составе сложных союзов:не то разг εἰδεμή,. ἐν ἐναντία περιπτώσει· уходи́, не то плохо будет φύγε, είδεμή θά βρεις τό μπελά σου· не то... не то... ή... ή...· не то ехать не то нет νά πάω νά μήν πάω, δέν ξέρω νά φύγω ἡ νά μή φύγω· не кто нно́й как... αὐτός ὁ ἰδιος· не только, но и... ὄχι μόνον, ἀλλά καί...· ◊ ему не до развлечений δέν εἶναι γιά διασκεδάσεις· ему не до меня δέν ἔχει καιρό ν' ἀσχοληθεί μαζί μου· чуть не... παρά λίγο· едва не... σχεδόν не за что (в ответ на благодарность) παρακαλώ, τίποτε· не раз πολλές φορές, πολλάκις· ему́ было не по себе αἰσθανότανε τόν ἐαυτό του ἀσχημα· тем не менее κι ὀμως, πλήν ὀμως, παρ· ὀλα αὐτά.не II(отделяемая часть местоимений некого, нечего) δέν:не у кого спросить δέν ὑπάρχει κανένας νά ρωτήσουμε· не с кем поговорить δέν ὑπάρχει ἀνθρωπος νά μιλήσουμε μαζύ του· не к кому обратиться δέν ἔχω σέ ποιόν νά ἀποταν-θῶ· не о чем говорить δέν ἐχουμε τί νά ποῦμε· не на что жить δέν ἐχει τά προς τό ζήν. -
10 сверх
сверхпредлог с род. п.1. (поверх) ἀποπάνω·2. (выше меры, нормы) πάνω ἀπό, ὑπεράνω, ὑπέρ:\сверх сил πάνω ἀπό τίς δυνάμεις, ὑπεράνω τῶν δυνάμεων \сверх меры ὑπερβολικά, ὑπέρ τό μέτρον, ὑπέρμετρος· Ъ.(кроме, помимо) ἐπιπλέον, ἐκτός αὐ-τοῦ, περιπλέον, πλήν αὐτοῦ:\сверх плана πάνω ἀπό τό πλάνο· \сверх штата ὑπεράριθμος· \сверх того ἐπί πλέον, ἐκτός ἀπ' αὐτό· \сверх всякого ожидания ἀναπάντεχα, παρά πἄσαν προσδοκίαν. -
11 кроме
[κρόμι] κρόθ. εκτός, πλην, εκτός τούτου, εκτός από -
12 минус
[μίνους] ουσ. α. (μαθ.) μείον, πλην -
13 кроме
[κρόμι] κρόθ. εκτός, πλην, εκτός τούτου, εκτός από -
14 минус
[μίνους] ουσ α (μαθ) μείον, πλην -
15 выключая
1. επίρ. μτχ. διακόπτοντας.2. επίρ. παλ. εκτός, πλην, εξαιρουμένου. -
16 исключая
1. επίρ. μτχ. του ρ. исключить.2. πρόθεση• εκτός, πλην, εξαιρέσει. -
17 исключение
-я ουδ.1. αποκλειση, -σμός• εξαίρεση• διαγραφή.2. αποβολή, διώξιμο.εκφρ.в виде -я – σαν εξαίρεση, κατ εξαίρεση•без -я – χωρίς εξαίρεση•за исключение – εκτός,πλην, εξαιρέσει. -
18 кость
-и, προθτ. о кости, в -й, γεν. πλθ. -и θ.1. κόκκαλο, οστό•-и конечностей τα κόκκαλα των άκρων•
рыбная кость το ψαροκόκκαλο•
бедренная кость μηριαίο οστό, μηρικό κόκκαλο•
берцовая кость το κνημιαίο οστό•
лучевая -(ανατ.) κερκίδα•
грудная кость το στέρνο•
-и павших τα οστά των πεσόντων•
слоновая кость ελεφαντοστό.
2. πλθ. -и τα ζάρια, τα κότσια•игри в -и το μπαρμπούτι•
игральные -и τα ζάρια•
играть в -и παίζω τα ζάρια.
|| πούλι, πεσσός.3. πλθ. -и πεσσοί (πούλια) αριθμητηρίου.εκφρ.белая кость – επιφανής καταγωγή, από σόι•чрная кость – άσημη καταγωγή•дворянская кость – ευγενική καταγωγή•до -и – μέχρι το κόκκαλο•кожа да -и – πετσί και κόκκαλο (κάτισχνος)•одни -и – μόνο κόκκαλα (κάτισχνος)•широкая -; широк -ью ; широк в -и – θερίος άντρας, άντρακλας• (για γυναίκα) γυναικάρα•стоить -ью в горле ή поперёк горла – μού κάτσε κόκκαλο στο λαιμό ή μού κάτσε καρφί στο μάτι (μεγάλο εμπόδιο ή πολύ μισητός)•лечь костьми – α) πέφτω στη μάχη. β) καταγίνομαι, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες•- ей не собрать – σπάζω (λιανίζω) τα κόκκαλα, κατακομματιάζω•с -и прочь ή долой – παλ. αφαιρουμένου, εκτός, έξω, πλην (για λογαριασμό)•построить ή воздвигнуть на -ях – αποκτώ με μεγάλες θυσίες. -
19 кроме
πρόθ. με γεν. εκτός, παρεκτός, πλην, εξαιρέσει, με εξαίρεση, εξαιρουμένου, έξω, εξόν•кроме него никого не видел εκτός απ αυτόν δεν είδα κανέναν άλλον.
εκφρ.кроме того – (παρνθ. λ.) εκτός αυτού (τούτου), εκτός απ αυτό•кроме шуток – εξόν τ αστεία•кроме как... – (χωρίς πτωτική διάκριση)• εκτός στον (στην κ.τ.τ.), εκτός απο..., μόνο στον (στην κ.τ.τ.). -
20 помимо
πρόθεση με γεν. εκτός, πλην, εξαιρουμένου, με εξαίρεση, εξόν, έξω, ξέχωρα, χώρια•помимо того εκτός απ αυτό.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πλήν — except indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλην — ΝΜΑ και δωρ. τ. πλαν Ι. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) εκτός από, εξαιρέσει τού... (α. «όλοι πλην ενός» β. «οἱ Ἕλληνες... πλὴν Λακεδαιμονίων», Αρρ.) γ. «ἐλεύθερος γὰρ οὔ τις ἐστὶ πλὴν Διός», Σοφ.) αρχ. εκτός αυτού, επί πλέον αυτού II. νεοελλ. σύμβολο … Dictionary of Greek
πλην — (πρόθ. αρχαία), απόδοση του συμβόλου της αφαίρεσης (–): Πέντε πλην δύο, ίσον τρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλῆν — πλέω sail pres inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԲԱՅՑ — ( ) NBH 1 431 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c չ. (որպէս թէ ʼի բաց առեալ, կամ բաց ʼի բանէ աստի.) πλήν, ἕμπας, ἕμπης, ὄμως δέ tamen, verum, nihilominus, autem Սակայն. այլ սակայն. այլ. իսկ. յայսր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
обаче — (695) союз и вводн. слово. I. Союз. 1.Противит. Но, однако, вместе с тем: Отърекъ бо сѧ нѣкто мира. женѹ имыи и дъщерь нехрьщенѹ обаче хрьстьѧнъ бѣ. Изб 1076, 247 об.; мимогрѧдеть чл҃вкъ. обаче въ сѹѥ мѧтетьсѧ. СбТр XII/XIII, 19; •е҃• бо лѣ(т)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… … Wikipedia Español
NILUS — I. NILUS Aegypti Episcopus exustus, sub Diocletiano. Vide Lactantium, l. 5. c. 11: II. NILUS Africae fluv. celeberrimus, ut Asiae Ganges, et Indus, atque Europae Danubius. Plurima eius ab antiquis perhibentur, et celebrantur nomina. Nam et… … Hofmann J. Lexicon universale
AMNESTIA — Graec. Α᾿μνηςτία, item ἀμνησικακία, Lex erat oblivionis, apud Athenienses, quâ cavebatur, Μὴ μνησικακεῖν, μήτε ἄδικον μήτε δίκαιον λέγειν. ne quis iniurias bellô saeviente illatas meminerit, aut vindicarer; Sed omnes placide viverent, ἔκοντες… … Hofmann J. Lexicon universale
QUINGENTI — Graece Πεντακόσιοι, Senatus Atheniensis. Postquam enim Solon constituisset, ut quotannis summae praeesset Rei public. Quadringentorum Senatus, auctô deinde, sive in ordinem redactô Tribuum, quae decem fuêre (cum antiquitus quatuor solum essent)… … Hofmann J. Lexicon universale
άνευ — (AM ἄνευ) (πρόθ. καταχρηστική που προτάσσεται και σπάνια επιτάσεται στην Αρχαία) χωρίς, δίχως νεοελλ. φρ. «είναι εκ των ων ουκ άνευ» είναι απαραίτητος μσν. (και ως σύνδ.) εκτός (αν), παρά μόνο, αλλά αρχ. 1. μακριά 2. άσχετα από κάτι 3. εκτός του… … Dictionary of Greek