-
1 hafifseme
περιφρόνηση -
2 istihkar
περιφρόνηση -
3 mépris
περιφρόνηση -
4 neúcta
περιφρόνηση -
5 opovrhování
περιφρόνηση -
6 opovržení
περιφρόνηση -
7 pohrdání
περιφρόνηση -
8 pogarda
περιφρόνηση -
9 wzgarda
περιφρόνηση -
10 презрение
-я ουδ.1. περιφρόνηση•отзываться с -ем εκφράζομαι με περιφρόνηση (περιφρονητικά).
2. υποτίμηση, απαξίωση, αδιαφορία•презрение к смерти περιφρόνηση προς το θάνατο.
-
11 презрение
презрен||иес ἡ περιφρόνηση [-ις], ἡ κα-ταφρόνηση [-ις], ἡ ἀπαξίωση [-ις]:достойный \презрениеия ἀξιοκαταφρόνητος' \презрение к смерти ἡ περιφρόνηση τοῦ θανάτου. -
12 презрение
η περιφρόνηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > презрение
-
13 пренебрежение
η περιφρόνηση, η απαξίωση, η απαξία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пренебрежение
-
14 нескрываемый
нескрываем||ыйприл φανερός / εἰλικρινής (откровенный):\нескрываемыйое огорчение φανερή λύπη· \нескрываемыйое презрение ἡ ἀπροκάλυπτη περιφρόνηση. -
15 откровенный
откровенныйприл1. εἰλικρινής, ανοιχτός, παρρησιαστικός·2. (очевидный, явный) Εκδηλος, φανερός:выказать \откровенныйное презрение εκφράζω φανερή περιφρόνηση. -
16 пренебрежение
пренебре||жениес1. (презрение) ἡ περιφρόνηση [-ις], ἡ ἀπα-ξίωση [-ΐς]:относиться с \пренебрежениежением περιφρονώ, ἀπαξιώ·2. (отсутствие внимания к чему-л.) ἡ παραμέληση [-ις]. -
17 пренебрежительный
пренебре||жи́тельныйприл περιφρονητικός:\пренебрежительныйжи́тельное отношение ἡ περιφρόνηση [-ις], ἡ περιφρονητική στάση. -
18 contempt
[kən'tempt]1) (very low opinion; scorn: She spoke with utter contempt of her husband's behaviour.) περιφρόνηση2) (disregard for the law.) απείθεια•- contemptibly
- contemptuous
- contemptuously -
19 disdain
[dis'dein] 1. noun(scorn or pride: a look of disdain.) περιφρόνηση2. verb1) (to be too proud (to do something).) απαξίω2) (to look down on (something): She disdains our company.) περιφρονώ•- disdainfully -
20 disregard
- 1
- 2
См. также в других словарях:
περιφρόνηση — η / περιφρόνησις, ήσεως, ΝΜΑ [περιφρονώ] 1. καταφρόνηση, προσβλητική έλλειψη σεβασμού ή εκτίμησης για κάποιον ή για κάτι 2. υποτίμηση, αμέλεια («η περιφρόνηση τού κινδύνου είναι επικίνδυνη») … Dictionary of Greek
περιφρόνηση — η η έλλειψη σεβασμού, η προσβλητική αδιαφορία προς κάποιον, η καταφρόνια: Είναι άξιος περιφρόνησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιφρονητικός — ή, ό / περιφρονητικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιφρονητής] αυτός που εκφράζει περιφρόνηση, που γίνεται για να δείξει περιφρόνηση. επίρρ... περιφρονητικῶς ΝΜΑ και περιφρονητικά Ν με περιφρόνηση, με τρόπο που δείχνει περιφρόνηση … Dictionary of Greek
ντεσπρέζιον — ντεσπρέζιον, τὸ (Μ) 1. περιφρόνηση, ατίμωση 2. ενέργεια που δείχνει ή προκαλεί περιφρόνηση ή εξευτελισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. desprezzo ή ιταλ. dispregio «περιφρόνηση» < λατ. desperno «περιφρονώ»] … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… … Dictionary of Greek
θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… … Dictionary of Greek
θράσος — (I) το (ΑΜ θράσος) η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρρος μσν. δύναμη, κυρίως η πηγή απ όπου αντλείται η δύναμη μσν. αρχ. τόλμη, αφοβία,… … Dictionary of Greek
καταμυκτηρίζω — (Α) δείχνω την περιφρόνησή μου για κάποιον με μορφασμό συστέλλοντας τα ρουθούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μυκτηρίζω «δείχνω την περιφρόνησή μου, εμπαίζω»] … Dictionary of Greek
ριψοκίνδυνος — η, ο / ῥιψοκίνδυνος ον ΝΜΑ 1. αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, παράτολμος (α. «ῥιψοκίνδυνος παράβολος, τολμηρός, ἐπικίνδυνος», Ησύχ. β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», Ξεν.) 2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek