Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

περιφρόνηση

  • 21 scorn

    [sko:n] 1. noun
    (contempt or disgust: He looked at my drawing with scorn.) περιφρόνηση
    2. verb
    (to show contempt for; to despise: They scorned my suggestion.) περιφρονώ
    - scornfully
    - scornfulness

    English-Greek dictionary > scorn

  • 22 scornfulness

    noun περιφρόνηση

    English-Greek dictionary > scornfulness

  • 23 вызов

    α.
    1. νιλήση, φώνασμα• πρόσκληση, κάλεσμα•

    вызов врача на дом κάλεσμα του γιατρού στο σπίτι.

    || ανάκληση στη σκηνή (ηθοποιού,1 τραγουδιστή).
    2. κλήση (δικαστική)•

    получать вызов в суд παίρνω δικαστική κλήση•

    вызов свидетелей κλήση μαρτύρων, κάλεσμα, πρόταση συμμετοχής•

    вызов на соревнование κάλεσμα σε άμιλλα.

    || κάλεσμα σε μονομαχία•

    бросить перчатку в знак -а πετώ το γάντι σε ένδειξη πρόκλησης σε μονομαχία.

    || περιφρόνηση•

    вызов советской общественности πρόκληση κατά του σοβιετικού κοινού•

    вызов здравому смыслу πρόκληση στην κοινή λογική.

    Большой русско-греческий словарь > вызов

  • 24 манкирование

    ουδ.
    1. παραμέληση.
    2. απουσία, έλλειψη.
    3. ασέβεια• περιφρόνηση.
    4. αμέλεια• ξεχασιά.

    Большой русско-греческий словарь > манкирование

  • 25 марать

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. маранный, βρ: -ран, -а, -о.
    1. λερώνω, μουτζουρώνω. || αμαυρώνω, επισκιάζω•

    марать репутацию δυσφημώ.

    2. κακογράφω, κακοζωγραφίζω• κακοσυνθέτω. || διαγράφω, σβήνω•

    марать целые страницы σβήνω ολόκληρες σελίδες.

    εκφρ.
    марать бумагу – γράφω τι ανάξιο (μόνο που λερώνω το χαρτί)•
    марать руки об кого, обо что – λερώνω τα χέρια (απαξιώ).
    1. λερώνομαι, μουτζουρώνομαι.
    2. μτφ. (απλ.) λερώνομαι, αισθάνομαι περιφρόνηση, απαξιώ•

    марать не хочется δε θέλω να λερωθώ•

    марать не стоит δεν αξίζει να λερωθεικα-νένας (απαξιώ).

    3. (για μικρά παιδιά) τα κάνω απάνω μου, λερώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > марать

  • 26 презрительность

    θ.
    περιφρόνηση.

    Большой русско-греческий словарь > презрительность

  • 27 пренебрежение

    ουδ.
    1. περιφρόνηση• απαξίωση.
    2. αδιαφορία, παραμέληση.

    Большой русско-греческий словарь > пренебрежение

  • 28 alçaltı

    ταπείνωση, περιφρονηση

    Türkçe-Yunanca Sözlük > alçaltı

  • 29 contempt

    1) καταφρόνια
    2) περιφρόνηση

    English-Greek new dictionary > contempt

  • 30 scorn

    1) καταφρόνια
    2) περιφρόνηση
    3) περιφρονώ

    English-Greek new dictionary > scorn

См. также в других словарях:

  • περιφρόνηση — η / περιφρόνησις, ήσεως, ΝΜΑ [περιφρονώ] 1. καταφρόνηση, προσβλητική έλλειψη σεβασμού ή εκτίμησης για κάποιον ή για κάτι 2. υποτίμηση, αμέλεια («η περιφρόνηση τού κινδύνου είναι επικίνδυνη») …   Dictionary of Greek

  • περιφρόνηση — η η έλλειψη σεβασμού, η προσβλητική αδιαφορία προς κάποιον, η καταφρόνια: Είναι άξιος περιφρόνησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιφρονητικός — ή, ό / περιφρονητικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιφρονητής] αυτός που εκφράζει περιφρόνηση, που γίνεται για να δείξει περιφρόνηση. επίρρ... περιφρονητικῶς ΝΜΑ και περιφρονητικά Ν με περιφρόνηση, με τρόπο που δείχνει περιφρόνηση …   Dictionary of Greek

  • ντεσπρέζιον — ντεσπρέζιον, τὸ (Μ) 1. περιφρόνηση, ατίμωση 2. ενέργεια που δείχνει ή προκαλεί περιφρόνηση ή εξευτελισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. desprezzo ή ιταλ. dispregio «περιφρόνηση» < λατ. desperno «περιφρονώ»] …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… …   Dictionary of Greek

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • θράσος — (I) το (ΑΜ θράσος) η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρρος μσν. δύναμη, κυρίως η πηγή απ όπου αντλείται η δύναμη μσν. αρχ. τόλμη, αφοβία,… …   Dictionary of Greek

  • καταμυκτηρίζω — (Α) δείχνω την περιφρόνησή μου για κάποιον με μορφασμό συστέλλοντας τα ρουθούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μυκτηρίζω «δείχνω την περιφρόνησή μου, εμπαίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ριψοκίνδυνος — η, ο / ῥιψοκίνδυνος ον ΝΜΑ 1. αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, παράτολμος (α. «ῥιψοκίνδυνος παράβολος, τολμηρός, ἐπικίνδυνος», Ησύχ. β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», Ξεν.) 2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»