-
1 περι-φλογίζω
περι-φλογίζω, ringsum in Brand setzen, zw., s. Spohn de extr. Od. part. p. 199.
-
2 περιφλογίζω
См. также в других словарях:
περιφλεγμαίνω — ΜΑ φλέγομαι από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φλεγμαίνω «φλογίζω»] … Dictionary of Greek