-
1 πεζοί
пехотинцы, пехота -
2 θαλασσιος
атт. θαλάττιος 3 и 2, Her. θᾰλασσίδιος 31) морской(ἀνέμων ῥιπαί Pind.; στενωπός Aesch.; κλύδων, ἀκταί Eur.; ὕδωρ Arst.)
2) приученный к морю, опытный в мореплаванииπεζοί τε καὴ θαλάσσιοι Aesch. — сухопутные и морские силы;
ὅ πόλεμος ἀναγκάσας θαλασσίους γενέσθαι Ἀθηναίους Her. — война, заставившая афинян овладеть морским делом3) находящийся в мореθαλάσσιον ἐκρίπτειν τινά Soph. — бросить кого-л. в море
4) живущий в море, морской(ζῷα Arst.; ἰχθῦς Plut.)
5) подобный морю, цвета морской воды(τῇ χρόᾳ Plut.)
6) окрашенный в морской пурпур(στρώματα Diod.)
-
3 ιππευς
- έως, эп. ῆος ὅ1) конный, т.е. сражающийся верхом или с боевой колесницы боецπεζοί θ΄ ἱππῆές τε Hom. — пешие и конные рати
2) возница или наездник, участник конных состязаний3) конный гонец,(οὔτε τις ἄγγελος οὔτε τις ἱ. Aesch.)
4) всадникἱππεῖς, атт. ἱππῆς — гиппеи, всадники (в Афинах - по законодательству Солона, второе податное сословие, члены которого обладали имущественным цензом в 300 медимнов с.-х. продуктов годового дохода и имели двух лошадей, одна из которых предназначалась для конюха, ἱπποκόμος или ἀκόλουθος;
в военное время они служили в коннице Arst., Plut.; в Спарте - отборный отряд царской гвардии в 300 чел. Her.; в Риме = equites Plut.)5) «наездник» ( вид ракообразного - Cancer cursor или Ocypode hippeus) Arst.6) «всадник» ( вид кометы) Plin. -
4 ιππος
Iὅ1) (тж. ἄρσην ἵ. Hom. и ἄρρην ἵ. Arst.) конь, лошадь, жеребецτὼ ἵππω Hom. — пара лошадей, парная запряжка;
ἵπποι ἀθληταί Lys. — беговые лошади;2) pl. конная запряжка, запряженная колесница, повозка(ἵππων ἐπιβαίνειν, καθ΄ ἵππω ἅλλεσθαι, ἐξ ἵππων βαίνειν Hom.)
ἁλὸς ἵπποι Hom. = νῆες;ἵππον πιαίνει μάλιστα ὅ τοῦ δεσπότου ὀφθαλμός погов. Arst. — больше всего утучняет коня хозяйский глаз;ἐς πεδίον τὸν ἵππον (sc. ἀφιέναι) погов. Luc. — пускать лошадь в поле, т.е. водить за нос, морочить;ὅ δούρειος ἵ. Arst. — деревянный, т.е. троянский конь3) дыба ( орудие пытки)(κιγκλίδες καὴ ἵπποι Plut.)
IIὅ (только pl.) всадникἵπποι τε καὴ ἀνέρες Hom. — конница и пехотаἥ1) (тж. θήλεια ἵ. Hom., Her., Arst.) кобылица Hom. etc.2) бран. распутная женщина Arst.IVἥ (только sing., собир.) конницаἵ. χιλίη Her. — тысячный отряд конницы;
ἵ. διακοσία Thuc. — конный отряд в 200 человек;ἵ. μυρία Aesch., Her. 10000 — человек конницы -
5 οικοσιτος
-
6 πεζός
См. также в других словарях:
πεζοί — πεζός on foot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Battle of the Olive Grove of Koundouros — Infobox Military Conflict conflict=Battle of the Olive Grove of Koundouros partof=the Fourth Crusade caption= date=1205 AD place= Messenia, Peloponnese result=Decisive Frankish victory combatant1=Franks combatant2=Byzantines commander1=William of … Wikipedia
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
αποβάτης — Εκείνος που στους αρχαίους ελληνικούς αγώνες είχε την ικανότητα να ανεβαίνει και να κατεβαίνει από το άλογό του ή το άρμα του, ενώ αυτό βρισκόταν σε κίνηση. To αγώνισμα των α. ήταν γνωστό στην αρχαία Ελλάδα από πολύ παλιά, κυρίως όμως γινόταν… … Dictionary of Greek
πεζοδρόμιο — το / πεζοδρόμιον, ΝΜ υπερυψωμένο δάπεδο στις δυο πλευρές δρόμου ή γέφυρας, όπου περπατούν οι πεζοί νεοελλ. μτφ. το στέκι ή η δραστηριότητα τού ανθρώπου τού υποκόσμου ή τής πόρνης (α. «άνθρωπος τού πεζοδρομίου» β. «γυναίκα τού πεζοδρομίου») μσν.… … Dictionary of Greek
πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… … Dictionary of Greek
Χαιρώνεια — I Αρχαία πόλη της Βοιωτίας, στα όρια της αρχαίας Φωκίδας, στη θέση όπου βρίσκεται το σημερινό ομώνυμο χωριό, η οποία γνώρισε σημαντική ακμή στην αρχαιότητα. Ήταν πατρίδα του Πλούταρχου και η ονομασία της συνδέεται κυρίως με την περίφημη μάχη του… … Dictionary of Greek
Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… … Wikipedia
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
CETRA — Maurorum clypeus, qui ex tergore elephantorum, quorum apud illos vis ingens, plerumque eas faciebant. Plin. l. 11. c. 39. Elephantorum quoque e tergore Mauri impenetrabiles cetras habent. Et Strabo de Mauris, Οί δὲ πεζοὶ τὰς τῶ ἐλεφάντων δορᾶς ὡς … Hofmann J. Lexicon universale
άμιππος — ἅμιππος, ον (Α) 1. αυτός που συμβαδίζει με άλογα, που είναι δηλ. ταχύς σαν άλογο 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἅμιπποι πεζοί στρατιώτες που παρατάσσονταν ανάμεσα στους ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμα «συγχρόνως μαζί» + ἵππος] … Dictionary of Greek