Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

οἰκόσιτος

См. также в других словарях:

  • οικόσιτος — η, ο (Α οἰκόσιτος, ον) αυτός που ζει και τρέφεται μέσα στο σπίτι αρχ. 1. αυτός που τρέφεται στο σπίτι του και συντηρείται από την οικογένειά του («εὐθὺς ἂν αὐτὸς ἔχειν τὰ ἀρκοῡντα παρὰ τῆς τέχνης καὶ μηκέτ οἰκόσιτος εἶναι τηλικοῡτος ὤν»,… …   Dictionary of Greek

  • οἰκόσιτος — οἰκόσῑτος , οἰκόσιτος taking one s meals at home masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικόσιτος — η, ο 1. για άνθρωπο, ο οικότροφος. 2. για ζώα, οικοδίαιτος (βλ. λ.), οικιακός, σπιτίσιος, κατοικίδιος: Οικόσιτη κτηνοτροφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰκόσιτον — οἰκόσῑτον , οἰκόσιτος taking one s meals at home masc/fem acc sg οἰκόσῑτον , οἰκόσιτος taking one s meals at home neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Johanna Otho — oder Johanna Othonia Mayart (* um 1549 in Gent; † nach 1621, vermutlich in Antwerpen oder Straßburg) war eine flämische Humanistin und Dichterin. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 1.1 Exil in Duisburg 1.2 Heirat …   Deutsch Wikipedia

  • άσιτος — ἄσιτος, ον (Α) ο νηστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σιτος < σίτος (πρβλ. οικόσιτος, ολιγόσιτος, ομόσιτος, κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • αναθρεπτός — και φτός, ή, ό [ανατρέφω] 1. αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε από μικρή ηλικία από ξένη οικογένεια σαν δικό της παιδί α) το αρσ. ως ουσ. ο αναθρεφτός ο μη πραγματικός γιος, ψυχογιός, ψυχοπαίδι β) το θηλ. ως ουσ. η αναθρεφτή η μη πραγματική κόρη …   Dictionary of Greek

  • εστιοτρόφος — ἑστιοτρόφος, ον (Μ) αυτός που τρέφεται στην εστία, στον οίκο, ο οικόσιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εστία + τροφος (< τρέφω)] …   Dictionary of Greek

  • θρεπτός — θρεπτός, ή, όν (Α) [τρέφω] 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ θρεπτός και ἡ θρεπτή ο δούλος που έχει ανατραφεί στο σπίτι τού κυρίου του 2. υιοθετημένο βρέφος 3. οικόσιτος μαθητής …   Dictionary of Greek

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • οικετικός — οἰκετικός, ή, όν (ΑΜ) [οικέτης] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον οικέτη ή στα μέλη τής οικογένειας («τὰς οἰκετικὰς χρείας ἐκτελεῑν», Ιώσ.) 2. αυτός που ανατράφηκε στο σπίτι, οικόσιτος, σπιτικός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκετικόν (με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»