Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

παράπτωμα

См. также в других словарях:

  • παράπτωμα — false step neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράπτωμα — το, ΝΑ [παραπίπτω] 1. σφάλμα, πταίσμα 2. παράβαση, αμάρτημα αρχ. 1. ήττα, καταστροφή 2. (ειδικά) λάθος κατά την πληρωμή χρηματικού ποσού …   Dictionary of Greek

  • παράπτωμα — το, ατος σφάλμα, πταίσμα, παρανομία: Πειθαρχικά παραπτώματα των υπαλλήλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραπτωμάτων — παράπτωμα false step neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπτώμασι — παράπτωμα false step neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπτώμασιν — παράπτωμα false step neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπτώματα — παράπτωμα false step neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπτώματι — παράπτωμα false step neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπτώματος — παράπτωμα false step neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πταίσμα — Είναι όρος τόσο του αστικού όσο και του ποινικού δικαίου, ενώ γενικά εννοιολογικά αποτελεί στοιχείο κάθε παράβασης κανόνος ή όρου δικαιοπραξίας. Κατά το δίκαιο των ενοχών, κάθε αθέτηση νομίμων υποχρεώσεων, και ιδιαίτερα των υποχρεώσεων του… …   Dictionary of Greek

  • αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»