-
1 проступок
η παρεκτροπή, το παράπτωμα, το πταίσμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проступок
-
2 грехопадение
грех||опадениес библ., ирон. τό ἀμάρτημα/ перен τό σφάλμα, τό παράπτωμα. -
3 ошибка
ошибк||аж τό λάθος, τό σφάλμα / ἡ πλάνη (заблуждение)/ τό λάθος, τό παράπτωμα (промах):грамматическая \ошибка τό γραμματικό λάθος· буквенная \ошибка полигр. τό τυπογραφικό παρόραμα· грубая \ошибка τό · χονδρό σφάλμα· по \ошибкае κατά λαθος, ἐσφαλμένως· посылать по \ошибкае στέλνω κατά λάθος. -
4 проступок
проступокм τό σφάλμα, τό παράπτωμα. -
5 проштрафиться
проштрафитьсясов разг κάμνω σφάλμα, πέφτω σέ παράπτωμα. -
6 проштрафиться
[πραστράφιτσα] ρ. κάνω σφάλμα, πέφτω σε παράπτωμα -
7 проштрафиться
[πραστράφιτσα] ρ κάνω σφάλμα, πέφτω σε παράπτωμα -
8 погрешить
-шу, -шишь ρ.σ.1. (γραπ. λόγος) αμαρταίνω σφάλλω πέφτω σε παράπτωμα αμαρταίνω για ένα χρον. διάστημα.2. κάνω αμαρτία (άδικα κατηγορώ, συκοφαντώ κ.τ.τ.). -
9 проступок
-пка α. παρεκτροπή, άπρεπεια, ανάρμοστη συμπεριφορά• παράπτωμα.
См. также в других словарях:
παράπτωμα — false step neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράπτωμα — το, ΝΑ [παραπίπτω] 1. σφάλμα, πταίσμα 2. παράβαση, αμάρτημα αρχ. 1. ήττα, καταστροφή 2. (ειδικά) λάθος κατά την πληρωμή χρηματικού ποσού … Dictionary of Greek
παράπτωμα — το, ατος σφάλμα, πταίσμα, παρανομία: Πειθαρχικά παραπτώματα των υπαλλήλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραπτωμάτων — παράπτωμα false step neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπτώμασι — παράπτωμα false step neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπτώμασιν — παράπτωμα false step neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπτώματα — παράπτωμα false step neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπτώματι — παράπτωμα false step neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπτώματος — παράπτωμα false step neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταίσμα — Είναι όρος τόσο του αστικού όσο και του ποινικού δικαίου, ενώ γενικά εννοιολογικά αποτελεί στοιχείο κάθε παράβασης κανόνος ή όρου δικαιοπραξίας. Κατά το δίκαιο των ενοχών, κάθε αθέτηση νομίμων υποχρεώσεων, και ιδιαίτερα των υποχρεώσεων του… … Dictionary of Greek
αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… … Dictionary of Greek