-
1 of
[əv]1) (belonging to: a friend of mine.) του,της,των2) (away from (a place etc); after (a given time): within five miles of London; within a year of his death.) από3) (written etc by: the plays of Shakespeare.) του,της,των4) (belonging to or forming a group: He is one of my friends.) από5) (showing: a picture of my father.) του,της,των6) (made from; consisting of: a dress of silk; a collection of pictures.) από7) (used to show an amount, measurement of something: a gallon of petrol; five bags of coal.) (για να δείξει ποσότητα ή περιεχόμενο)8) (about: an account of his work.) για9) (containing: a box of chocolates.) με10) (used to show a cause: She died of hunger.) λόγω,από11) (used to show a loss or removal: She was robbed of her jewels.) από12) (used to show the connection between an action and its object: the smoking of a cigarette.) του,της,των13) (used to show character, qualities etc: a man of courage.) που έχει14) ((American) (of time) a certain number of minutes before (the hour): It's ten minutes of three.) παρά -
2 Desert
v. trans.Quit: P. and V. λείπειν, καταλείπειν, ἀπολείπειν, ἐκλείπειν, προλείπειν, ἀμείβειν (Plat. but rare P.), V. ἐξαμείβειν, ἐκλιμπάνειν.Leave in the lurch: P. and V. λείπειν, καταλείπειν, προλείπειν, προδιδόναι, ἐρημοῦν, ἀποστατεῖν (gen.) (Plat.), Ar. and P. προιέναι (or mid.).Leave empty: P. and V. κενοῦν, ἐρημοῦν.Desert one's post: P. τάξιν λείπειν, V. τάξιν ἐρημοῦν.V. intrans. Run away: Ar. and P. αὐτομολεῖν, ἀποδιδράσκειν, P. ἀπαυτομολεῖν.Desert to, go over to ( an enemy): P. μεθίστασθαι παρὰ (acc.) (Thuc. 1, 107).——————adj.P. and V. ἐρῆμος.——————subs.P. and V. ἐρημία, ἡ.——————subs.What one deserves: use P. and V. ἀξία, ἡ.Meet one's deserts: P. and V. ἄξια πάσχειν, V. τυγχάνειν ἀξίων or τῶν ἐπαξίων κυρεῖν, Ar. τῆς αξίας τυγχάνειν.Beyond one's deserts: P. παρὰ τὴν ἀξίαν, P. and V. ὑπὲρ τὴν ἀξίαν.According to one's deserts: P. and V. κατʼ ἀξίαν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Desert
-
3 Miss
v. trans.Fail in attaining: P. and V. σφάλλεσθαι (gen.), ἀποσφάλλεσθαι (gen.), ἁμαρτάνειν (gen.), P. διαμαρτάνειν (gen.), V. ἀμπλακεῖν ( 2nd aor.) (gen.).Fail in hitting: P. and V. ἁμαρτάνειν (gen.), P. διαμαρτάνειν (gen.), ἀποτυγχάνειν (gen.), V. ἀμπλακεῖν (gen.) ( 2nd aor.).Miss one's opportunities: P. ἀπολείπεσθαι τῶν καιρῶν; see let slip.Miss one's way: P. διαμαρτάνειν τῆς ὁδοῦ (Thuc. 1, 106), or use P. and V. πλανᾶσθαι (absol.).Have we entirely missed the way? Ar. τῆς ὁδοῦ τὸ παράπαν ἡμαρτήκαμεν; (Pl. 961).Feel the loss of: P. and V. ποθεῖν (rare P.).A man when he dies is missed from the house, the loss of women is but slight: V. ἀνὴρ μὲν ἐκ δόμων θανὼν ποθεινὸς, τὰ δὲ γυναικῶν ἀσθενῆ (Eur., I.T. 1005).Miss being killed: P. ἐκφεύγειν τὸ ἀποθανεῖν; see Escape.I just missed being killed: P. παρὰ μικρὸν ἦλθον ἀποθανεῖν (Isoc. 388E).Miss out: see Omit.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Miss
-
4 Passage
subs.Crossing: P. διάβασις, ἡ. Ar. and P. δίοδος, ἡ; by sea: P. διάπλους, ὁ, V. πορθμός, ὁ.If anyone should dispute their passage: P. εἴ τις... κωλυτὴς γίγνοιτο τῆς διαβάσεως (Thuc. 3, 23).So that there was no passage by the side of the tower: P. ὥστε πάροδον μὴ εἶναι παρὰ πύργον.Wherever there is a passage: P, ἧ ἂν εὐοδῇ (Dem. 1274).Underground passage: see Underground.Defile: see pass.Way out: P. and V. ἔξοδος, ἡ.by sea: P. διάπλους, ὁ.Permission to pass: Ar. and P. δίοδος, ἡ.The people of Agrigentum allowed no passage through their territory: P. Ἀκραγαντῖνοι οὐκ ἐδίδοσαν διὰ τῆς ἑαυτῶν ὁδόν (Thuc.).Passage in a book: use P. λόγος, ὁ.Passage in a play: Ar. and P. ῥῆσις, ἡ.In many passages: P. πολλαχοῦ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Passage
-
5 Sacrifice
subs.Victim: P. and V. θῦμα, τό. σφάγιον, τό (generally pl.), Ar. and P. ἱερεῖον, τό, Ar. and V. σφαγεῖον, τό, V. θύος, τό, θυτήριον, τό, πρόσφαγμα, τό χρηστήριον, τό; see Victim.For account of sacrifice see Eur., Electra, 800 to 838.Burnt offering: V. ἔμπυρα, τά.Make sacrifice: P. and V. θύειν, P. ἱερὰ ποιεῖν, ἱεροποιεῖν, V. ῥέζειν, θυηπολεῖν (also Plat. but rare P.).Make rich sacrifice: V. πολυθύτους τεύχειν σφαγάς (Soph., Tr. 756).Sacrifices at crossing (a river, etc.): P. διαβατήρια, τά (Thuc. 5, 54).Obtain favourable omens in a sacrifice, v.: Ar. and P. καλλιερεῖσθαι.The flame of sacrifice: V. θυηφάγος φλόξ ἡ (Æsch., Ag. 597).The altar of sacrifice: V. δεξίμηλος ἐσχάρα ἡ (Eur., And. 1138).On the altar of sacrifice: Ar. βουθύτοις ἐπʼ ἐσχάραις (Av. 1232).The town is filled with sacrifices by my seers to rout the enemy and the city: V. θυηπολεῖται δʼ ἄστυ μάντεων ὕπο τροπαῖα τʼ ἐχθρῶν καὶ πόλει σωτήρια (Eur., Heracl. 401).On days of sacrifice: V. βουθύτοις ἐν ἤμασι (Æsch., Choe. 261).Magistrates who look after sacrifices: P. ἱεροποιοί, οἱ.The reek of sacrifice: Ar. ἱερόθυτος καπνός, ὁ; see Reek.met., loss: P. ἀποβολή, ἡ.You alone of the Greeks ought to make this sacrifice for us: P. ὀφείλετε μόνοι τῶν Ἑλλήνων τοῦτον τὸν ἔρανον (Isoc. 307E).——————v. trans.Have sacrificed: P. and V. θύεσθαι (mid.).Sacrifice after: V. ἐπισφάζειν.Sacrifice before: P. and V. προθύειν, V. προσφάζειν.Sacrifice over: V. ἐπισφάζειν (τινά τινι).Sacrifice with another: P. and V. συνθύειν (absol. or dat.).absol., do sacrifice: see under sacrifice, subs.;Sacrifice bulls: V. ταυροκτονεῖν.Sacrifice sheep: Ar. and V. μηλοσφαγεῖν.Lose: Ar. and P. ἀποβάλλειν.I did not sacrifice the rights of the many to the favour of the few rich: P. οὐ τὰς παρὰ τῶν πλουσίων χάριτας μᾶλλον ἢ τὰ τῶν πολλῶν δίκαια εἱλόμην (Dem. 263).Sacrificing the welfare of your country to the delight and gratification of hearing scandal: P. τῆς ἐπὶ ταῖς λοιδορίαις ἡδονῆς καὶ χάριτος τὸ τῆς πόλεως συμφέρον ἀνταλλασσόμενοι (Dem. 273).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sacrifice
-
6 Before
prep.Of place: P. and V. πρό (gen.), πρόσθεν (gen.), ἐπίπροσθεν (gen.), Ar. and P. ἔμπροσθεν (gen.), V. πάρος (gen.), πάροιθε (gen.), πάροιθεν (gen.), πρόσθε (gen.).Of time: P. and V. πρό (gen.), P. ἔμπροσθεν (gen.), V. πρόσθεν (gen.) (also Xen. but rare P.), πρόσθε (gen.), πάρος (gen.), πάροιθεν (gen.), πάροιθε (gen.).Of preference or superiority: P. and V. πρό (gen.), ἐπίπροσθεν (gen.), V. πάρος (gen.), πρόσθε (gen.), πάροιθεν (gen.), πάροιθε (gen.), P. ἔμπροσθεν (gen.).In the presence of: P. and V. ἐναντίον (gen.), V. ἀντίον (gen.).Appear before (a judge, etc.): P. and V. εἰσέρχεσθαι εἰς or πρός (acc.).(Speak, plead) before: P. and V. ἐν (dat.).Leochares is the cause of my speaking before you: P. αἴτιος μέν ἐστι Λεωχαρὴς τοῦ... ἐμὲ λέγειν ἐν ὑμῖν (Dem. 1080).The citizens will become beller with this as an example before them: P. τούτῳ παραδείγματι χρώμενοι βελτίους ἔσονται οἱ πολῖται (Lys. 140).The day before: P. τῇ προτεραίᾳ (gen. or absol.).On the day before the trial: P..τῇ προτεραίᾳ τῆς δίκης (Plat., Phaedo, 58A).——————adv.Of place: P. and V. πρόσθεν, ἐπίπροσθεν, P. ἔμπροσθεν.Of time: P. and V. πρόσθεν, πρίν, τὸ πρίν, πρὸ τοῦ, πρότερον, P. ἔμπροσθεν, Ar. and V. πάρος, V. πάροιθεν τὸν πρὸ τοῦ χρόνον.Already: P. and V. ἤδη.——————conj.The day before he set sail: P. τῇ προτεραίᾳ ἢ ἀνήγετο (Lys. 153).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Before
-
7 Blow
subs.P. and V. πληγή, ἡ, V. πλῆγμα, τό.Wound: P. and V. τραῦμα, τό.Blow of the sword: V. φασγάνου τομαί, αἱ.Blow of fortune: P. and V. συμφορά, ἡ. P. ἀτύχημα, τό, δυστύχημα, τό, πταῖσμα, τό, V. πληγή, ἡ.At one blow,: V. ἐν μιᾷ πληγῇ.Come to blows ( with): P. and V. συμβάλλειν (dat.), διὰ μάχης ἰέναι (dat.), μάχην συνάπτειν (dat.), εἰς χεῖρας ἔρχεσθαι (absol.), P. συμμιγνύναι (dat.).Thrasybulus strikes Phrynichus and fells him with a blow: P. ὁ μὲν Θρασύβουλος τύπτει τὸν Φρύνιχον καὶ καταβάλλει πατάξας (Lys. 136).The capture of Plemmyrium was a crushing blow to the Athenian force: P. ἐν τοῖς πρῶτον ἐκάκωσε τὸ στράτευμα τὸ τῶν Ἀθηναίων ἡ τοῦ Πλημμυρίου λῆψις (Thuc. 7, 24).We must bear the blows of fortune: P. φέρειν χρὴ τὰ δαιμόνια.Blow of fortune: P. παρὰ τῆς τύχης ἐναντίωμα τό (Dem. 328).They are gone without a blow: V. φροῦδοι δʼ ἄπληκτοι (Eur., Rhes. 814).Take without striking a blow: P. αὐτοβοεὶ αἱρεῖν (acc.).——————v. trans.Extend by blowing: P. and V. φυσᾶν (also used of musical instruments).Of the wind: P. and V. φέρειν.Blow the nose: P. and V. ἀπομύσσεσθαι (Xen.; Eur., Cycl., also Ar.).——————v. intrans.Of the wind: P. and V. πνεῖν, ἐκπνεῖν.If the wind should blow from the gulf: P. εἰ ἐκπνεύσειεν ἐκ τοῦ κολποῦ τὸ πνεῦμα (Thuc. 2, 84).When the trumpet blew: P. ἐπεὶ ἐσάλπιξε (Xen.).Blow about: P. and V. φέρειν, διαφέρειν.V. intrans. V. ᾄσσεσθαι.Blow away: P. διαφυσᾶν.Blow out, extend by blowing: P. and V. φυσᾶν.Blow up, throw up by blowing: P. ἀναφυσᾶν.Shatter: P. and V. ῥηγνύναι.V. intrans. P. and V. ῥήγνυσθαι.Blow upon: V. ἐμπνεῖν (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Blow
См. также в других словарях:
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
πάρα — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
παρα-αμινοσαλικυλικός — ή, ό φρ. «παρα αμινοσαλικυλικό οξύ» (φαρμ.) οργανική αρωματική ένωση, χημειοθεραπευτικό φάρμακο που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το ισονιαζίθιο ή με τη στρεπτομυκίνη στη θεραπεία τής φυματίωσης … Dictionary of Greek
παρα-αμινοϊππουρικός — ή, ό φρ. «παρα αμινοϊππουρικό οξύ» ιατρ. αμινικό παράγωγο τού ιππουρικού οξέος που χρησιμοποιείται στη λειτουργική έρευνα τών νεφρών για τη μέτρηση τής ποσότητας τού πλάσματος τού αίματος που διέρχεται από τους νεφρούς σε ένα λεπτό … Dictionary of Greek
Παρά, Πέτρος — (Parat). Γάλλος φιλέλληνας. Όταν άρχισε η Επανάσταση, ήρθε στην Ελλάδα και πολέμησε στο σώμα των φιλελλήνων. Διακρίθηκε για την ανδρεία του στη μάχη του Χαϊδαρίου (Αύγουστος 1826) και στην πολιορκία της Ακρόπολης, όπου και σκοτώθηκε (27… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
απροσδιοριστίας, αρχή της- — Θεμελιώδης αρχή της κβαντικής μηχανικής, που τη διατύπωσε ο Χάιζενμπεργκ το 1927, σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατον να προσδιορίσουμε με αυθαίρετη ακρίβεια, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, τη θέση και την ταχύτητα των σωματίων και προκειμένου… … Dictionary of Greek
Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… … Dictionary of Greek
Χουάν της Αυστρίας, δον- — (Don Juan de Austria, Ρατισμπόνα 1545 – Ναμούρ 1578). Διάσημος Ισπανός πρίγκιπας και στρατιωτικός, νόθος γιος του αυτοκράτορα Καρόλου E’ (Καρόλου A’ της Ισπανίας) και ετεροθαλής αδελφός του βασιλιά Φιλίππου B’ της Ισπανίας. Μεγάλωσε κρυφά, ως… … Dictionary of Greek
τεσσαράκοντα παρά μίαν — Όρος με τον οποίο είναι γνωστή μια καθαρά εβραϊκή τιμωρία για την οποία γράφει και το Δευτερονόμιο (κε, 2). Ο Ιώσηπος τη χαρακτηρίζει τιμωρίαν αισχίστην. Επειδή η τιμωρία αυτή ήταν μαστίγωση (40 μαστιγώσεις) και ο εκτελεστής της, σε περίπτωση που … Dictionary of Greek