-
1 παιδαγωγειον
τό2) училище, школа Plut. -
2 κορεω
I1) подметать, чистить(δῶμα Hom.; τὸ παιδαγωγεῖον Dem.)
2) шутл. вычищать, выметать, опустошать(τέν Ἑλλάδα Arph.)
3) Sappho, Anacr. = βινεῖνIIэп. fut. к κορέννυμι См. κορεννυμι
См. также в других словарях:
παιδαγωγεῖον — room in a school house in which the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγεῖα — παιδαγωγεῖον room in a school house in which the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγείο — το (Α παιδαγωγεῑον) [παιδαγωγός] σχολείο («ὅτι δημαγωγὸς αὐτοῑς ἐκ παιδαγωγείου παραπεπήδηκεν ὁ Πομπήιος», Πλούτ.) αρχ. αίθουσα αναμονής σε σχολείο, όπου οι παιδαγωγοί περίμεναν για να παραλάβουν τα παιδιά … Dictionary of Greek
Τζάννες, Νικήτας — (Κύθηρα 1801 – Πειραιάς 1864). Εθνικός ευεργέτης. Σε πολύ νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη (1815), όπου εργάστηκε για πολλά χρόνια και κατόρθωσε να εξελιχθεί σε έναν από τους σπουδαιότερους μεγαλέμπορους της εκεί ελληνικής κοινότητας. Το… … Dictionary of Greek
ԱՇԱԿԵՐՏԱՆՈՑ — (ի, աց.) NBH 1 0258 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 10c գ. σχολή, παιδευτήρειον, παιδαγωγεῖον schola որ եւ ԱՇԱԿԵՐՏԱՐԱՆ. Վարդապետարան. դպրոց. դպրատուն. ... *Վերակարգելով ʼի նմա եւս աշակերտանոցս. Յհ. կթ.: *Ոչ արժանի համարէր զյամելն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
παιδαγωγείου — παιδαγωγεί̱ου , παιδαγωγεῖον room in a school house in which the neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)