Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πίεση

  • 101 бремя

    -мени ουδ.
    βάρος, φορτίο, άχθος•

    -непосильное βάρος ασήκωτο.

    || μτφ. θλίψη,πίεση•

    бремя лет το βάρος των χρόνων.

    || μτφ. καταπίεση•

    под -ем κάτω από την καταπίεση.

    Большой русско-греческий словарь > бремя

  • 102 брызнуть

    -ну, -нешь
    ρ.σ.
    1. βλ. брызгать.
    2. χύνομαι, τρέχω, ρέω με πίεση, (ξε)πετάγομαι•

    -ла кровь πετάχτηκε αίμα.

    Большой русско-греческий словарь > брызнуть

  • 103 вжатие

    ουδ.
    πίεση προς τα μέσα.

    Большой русско-греческий словарь > вжатие

  • 104 воздушный

    επ., βρ: -шен, -шна, -шно.
    1. αέρινος, αέριος, του αέρα•

    -ое давление πίεση του αέρα.

    || εναέριος•

    воздушный бой αερομαχία.

    2. αεροπλοϊκός, αεροπορικός•

    -ая линия αεροπορική γραμμή•

    -ое сообщение η αεροπορική συγκοινωνία•

    -ое нападение αεροπορική επίθεση•

    воздушный флот η αεροπορία•

    -ая оборона αντιαεροπορική άμυνα.

    3. κινούμενος με αέρα•

    воздушный молоток αερόσφυρα, -ύρα•

    воздушный тормоз αεροπέδη.

    4. ελαφρός•

    -ая походка πολύ ελαφρό βάδισμα.

    εκφρ.
    - ые замки – αερόπυργοι (αεροβασίες, φαντασιοπληξίες, φαντασιοκοπήματα, καπνοί φαντασίας)•
    воздушный поцелуй – φιλί από απόσταση, με το χέρι•
    - ая тревога – αεροπορικός συναγερμός•
    воздушный насос – αεραντλία•
    воздушный шар – α) αερόστατο. β) μπαλλόνι, φούσκα (παιδικό παιγνίδι).

    Большой русско-греческий словарь > воздушный

  • 105 выветреть

    -еет ρ.σ.
    1. (απλ.) στεγνώνω στον αέρα, εξαερίζομαι•

    белье -ло τα ρούχα στέγνωσαν στον αέρα.

    2. (γεωλ.) διαβιβρώσκομαι, φθείρομαι από τον αέρα, τη ατμοσφαιρική πίεση.

    Большой русско-греческий словарь > выветреть

  • 106 выдавить

    -влю, -вишь, ρ.σ.μ.
    1. εκθλίβω, αποθλίβω, εκπιέζω, στίβω, ξεζουμίζω•

    выдавить лимон στίβω το λεμόνι,

    μτφ. πνίγω, με δυσκολία συγκρατώ• καταπίνω•

    выдавить слезы καταπίνω τα δάκρυα•

    выдавить смех, улыбку μέ δυσκολία συγκρατώ το γέλιο, το χαμόγελο•

    из него ни слова не -ишь απ’ αυτόν δε βγάζεις ούτε λέξη.

    2. πιέζοντας κατασπάζω, συντρίβω, γκρεμίζω.
    3. еивыдавить τυπώνω ανάγλυφα.
    1. εκθλίβομαι, εκπιέζομαι, στίβομαι, ξεζουμίζομαι.
    2. κατασπάζομαι, συντρίβομαι, γκρεμίζομαι από την πίεση.
    3. εκτυπώνομαι ανάγλυφα.

    Большой русско-греческий словарь > выдавить

  • 107 высокий

    επ., βρ: -сок, -сока, -соко/ καιо/ко, -соки/ καιо/ки; выше; высший κ. высочайший.
    1. (υ)ψηλός, υψιτενής•

    высокий дом ψηλό σπίτι•

    высокий рост μεγάλο ανάστημα•

    -ая гора ψηλό βουνό•

    высокий потолок ψηλή οροφή•

    -ое дерево ψηλό δέντρο.

    2. μεγάλος•

    высокий урожай μεγάλη σοδειά•

    -ое напряжение υψηλή τάση (ηλεκ. ρεύματος)•

    -ая производительность труда υψηλή παραγωγικότητα της δουλειάς•

    -ое давление μεγάλη πίεση•

    -ая температура υψηλή θερμοκρασία.

    3. πολύ καλός, εξαιρετικός• άριστος•

    -ая оценка υψηλή εκτίμηση•

    товар -го качества εμπόρευμα εξαιρετικής ποιότητας.

    4. πολύ μεγάλος•

    -ая честь μεγάλη τιμή•

    высокий пост μεγάλο πόστο•

    -ое звание υψηλός τίτλος•

    -ая награда μεγάλο βραβείο•

    высокий гость ο μεγάλος φιλοξενούμενος (επισκέπτης).

    5. πανηγυρικός•

    высокий стиль υψηλό ύφος.

    6. (για ήχους) λεπτός,οξύς.
    εκφρ.
    высокий лоб – φαρδύ (ψηλό) μέτωπο•
    - ая грудь – ψηλό (ορθό) στήθος•
    быть -го’мнения – έχω καλή γνώμη (για κάποιον).

    Большой русско-греческий словарь > высокий

  • 108 выштамповать

    -пую, -пуешь
    ρ.σ.μ.
    εντυπώνω, τυπώνω με πίεση, εκτυπώνω ανάγλυφα.

    Большой русско-греческий словарь > выштамповать

  • 109 домогательство

    ουδ.
    εκβιασμός, -ση, επίμονη επιδίωξη, επιζήτηση πίεση•

    отвергнуть чьи-л. -а αποκρούω αποφασιστικά τους εκβιασμούς κάποιου•

    поддерживать -а кого-н. υποστηρίζω τις πιέσεις κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > домогательство

  • 110 затискивание

    ουδ.
    1. βασάνισμα, καταπίεση.
    2. σπρώξιμο, πίεση.

    Большой русско-греческий словарь > затискивание

  • 111 компрессия

    θ. (τεχ.) πίεση αέρα.

    Большой русско-греческий словарь > компрессия

  • 112 кровяной

    επ.
    1. του αίματος•

    -ое давление πίεση του αίματος•

    -ые шарики αιμοσφαίρια.

    || από αίμα•

    -ое пятно κηλίδα αίματος.

    2. κόκκινος, ερυθρός•

    кровяной рубин κόκκινο ρουμπίνι.

    Большой русско-греческий словарь > кровяной

  • 113 нагнести

    -ету, -етшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагнетнный, βρ: -тн, -тена, -тено
    ρ.σ.μ. βλ. нагнетать.
    εκφρ.
    нагнести давление – αυξαίνω την πίεση.

    Большой русско-греческий словарь > нагнести

  • 114 нагнетание

    ουδ. (συμ)πίεση. || μτφ. όξυνση.

    Большой русско-греческий словарь > нагнетание

  • 115 нажатие

    ουδ.
    1. πίεση, πάτημα• ζούπισμα.
    2. θλίψη• στίψιμο.

    Большой русско-греческий словарь > нажатие

  • 116 нажать

    -жму, -жмёшь
    ρ.σ.
    1. πιέζω, πατώ, ζουπώ•

    нажать кнопку πατώ το κουμπί.

    2. θλίβω, πατώ• στίβω.
    3. (στρατ.) περισφίγγω• πιέζω.
    4. μτφ. εξασκώ πίεση.
    5. μτφ. επιλαμβάνομαι δραστήρια, στρώνομαι για τα γερά. нажать на работу στρώνομαι στη δουλειά•

    нажать на учбу στρώνομαι στη μελέτη.

    || επιταχύνω το ρυθμό, σφίγγομαι, βάνομαι.
    εκφρ.
    нажать на все кнопки (пружины, педали) – ενεργώ παντοιοτρόπως, μεταχειρίζομαι όλα τα μέσα, κινώ γη και ουρανό.
    -жну, -жнёшь
    ρ.σ.μ.
    θερίζω.

    Большой русско-греческий словарь > нажать

  • 117 налегание

    ουδ.
    στήριγμα, ακούμπισμα•

    налегание плечом ακούμπισμα στον ώμο.

    || πίεση.

    Большой русско-греческий словарь > налегание

  • 118 налечь

    -лягу, -ляжешь, -лягут, παρλθ. χρ. налг, -легла, -ло, προστκ. наляг.
    ρ.σ.
    1. στηρίζομαι ακουμπώ•

    налечь на подоконник ακουμπώ οτο κατώφλι του παράθυρου•

    налечь на стол грудью ακουμπώ στο τραπέζι με το στήθος.

    || πιέζω με το βάρος, πατώ επικάθομαι. || μτφ. κατέχομαι, κυριεύομαι, με πιάνει.
    2. πατώ, τραβώ, καταπιάνομαι στα γερά, στρώνομαι•

    на всла τραβώ γερό κουπί.

    || μτφ. εξασκώ επίδραση, πίεση.
    3. μτφ. επιδίδομαι σφόδρα ή ρίχνομαι με τα μούτρα•

    налечь на работу ρίχνομαι με τα μούτρα στη δουλειά.

    4. επικάθομαι (για σκόνη, δροσιά κ.τ.τ.).
    ξαπλώνομαι, επεκτείνομαι, πέφτω•

    на овраг мгла -гла στη χαράδρα σκοτείνιασε.

    Большой русско-греческий словарь > налечь

  • 119 нарезать(ся)

    наре/ зать(ся) 1
    -жу, -жешь, ρ.σ.μ.
    1. (με ποσοτική σημ.) κόβω, τεμαχίζω•

    нарезать(ся) хлеба κόβω ψωμί•

    нарезать(ся) тарелку ветчины κόβω ένα πιάτο χοιρομέρι.

    2. αποκόπτω•

    нарезать(ся) прутьев κόβω βέργες•

    -букет цветов κόβω ένα μπουκέτο λουλούδια.

    3. (για έδαφος) χωρίζω, μοιράζω.
    4. σφάζω•

    свиней σφάζω χοίρους•

    нарезать(ся) кур σφάζω κότες.

    5. εγκόπτω, κάνω εγκοπές, αύλακες.
    6. χαράζω.
    7. κόβω (προξενώ πόνο με πίεση ή τριβή).
    наре/ заться
    1. κόβομαι, τεμαχίζομαι•

    сыр тонко -лся το κεφαλοτύρι κόπηκε σε λεπτές φέτες.

    2. (απλ.) παραπίνω, μεθώ, σουρώνω.
    нареза/ ть(ся) 2
    ρ.δ.
    βλ. нарезать(ся).

    Большой русско-греческий словарь > нарезать(ся)

  • 120 насесть

    -сяду, -сядешь, παρλθ. χρ. насел, -ла, -ло, προστκ. насядь
    ρ.σ.
    1. κάθομαι• επιβιβάζομαι μπαίνω•

    в вагон -ло много народу στο βαγόνι μπήκε πολύς κόσμος.

    2. (επι) κάθομαι, • пыль -ла ей на лицо σκόνη επικάθησε στο πρόσωπο της.
    3. βαρύνω, πιέζω με το βάρος. || μτφ. πειθαναγκάζω• εξασκώ πίεση, πιέζω• επίμονα παρακαλώ.
    θ. παλ. βλ. насест

    Большой русско-греческий словарь > насесть

См. также в других словарях:

  • πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με …   Dictionary of Greek

  • πίεση — η 1. η πράξη του πιέζω, κατάσταση: Πίεση ατμοσφαιρική, υδροστατική, αρτηριακή. 2. μτφ., εξαναγκασμός, ενόχληση, ζόρισμα: Ασκείται πίεση στους μάρτυρες να μην πουν την αλήθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιέσῃ — πιέσηι , πίεσις squeezing fem dat sg (epic) πιέζω Ep.. aor subj mid 2nd sg πιέζω Ep.. aor subj act 3rd sg πιέζω Ep.. fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστολική πίεση — Πίεση του αίματος που μετριέται μεταξύ των χτύπων της καρδιάς, στη διάρκεια της περιόδου ανάπαυσης του μυοκαρδίου …   Dictionary of Greek

  • αερίων, πίεση — Οι δυνάμεις που εξασκεί ένα αέριο στα τοιχώματα του δοχείου που το περιέχει. Η πίεση αυτή προκαλείται από τις κρούσεις των μορίων του αερίου πάνω στα τοιχώματα του δοχείου και γι’ αυτό δεν πρέπει να θεωρείται ως στατική αλλά ως δυναμική πίεση.… …   Dictionary of Greek

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • υδροστατική — (ή στατική των υγρών). Είναι η μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων των υγρών σε ήρεμη κατάσταση. Η γνώση των νόμων της υδροστατικής ανάγεται στην αρχαιότητα· ο Αρχιμήδης (287 212 π.Χ.) μελέτησε κατά τρόπο συστηματικό την υδροστατική. Ο Πασκάλ και ο… …   Dictionary of Greek

  • βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… …   Dictionary of Greek

  • αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… …   Dictionary of Greek

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»