Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πάσης

  • 1 всенаправленный

    πάσης διεύθυν-σης/κατεύθυνσης, παγκατευθυντικός.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > всенаправленный

  • 2 ожидание

    ожида́||ние
    с ἡ ἀναμονή, ἡ προσμονή / ἡ προσδοκία, ἡ ἐλπίς (надежда):
    сверх всякого \ожиданиения ἀνώτερο πάσης προσδοκίας· обмануть \ожиданиения διαψεύδω τις προσδοκίες· в \ожиданиении περιμένοντας, ἐν ἀναμονή· в \ожиданиении скорого ответа ἐν ἀναμονή ταχείας ἀπαντήσεως· ◊ зал \ожиданиения ἡ αίθουσα ἀναμονής.

    Русско-новогреческий словарь > ожидание

  • 3 подозрение

    подозрение
    с ἡ ὑποψία, ἡ ὑπόνοια:
    возбуждать в ко́м-л, \подозрение γεννώ ὑποψίες, βάζω σέ ὑποψίες· вне \подозрениеий ἀνώτερος πάσης ὑπονοίας.

    Русско-новогреческий словарь > подозрение

  • 4 вне

    επίρ.
    έξω, εκτός•

    вне города έξω από την πόλη.

    πρόθ.
    χωρίς, εκτός, άνευ•

    вне очереди χωρίς σειρά•

    вне плана εκτός, πλάνου.

    εκφρ.
    вне всяких правил – έξω από κάθε κανόνα•
    - времени и пространства – εκτός χρόνου και χώρου•
    вне закона – εκτός νόμου•
    вне себя – εκτός εαυτού (έξω φρενών)•
    вне всякого сомнения – χωρίς καμιά αμφιβολία, αναμφίβολα, εκτός πάσης αμφιβολίας.

    Большой русско-греческий словарь > вне

  • 5 начало

    α.
    1. αρχή•

    начало пути αρχή του δρόμου•

    начало и конец αρχή και τέλος•

    брать начало αρχίζω.

    2. έναρξη, ξεκίνημα•

    начало учебного года αρχή της εκπαιδευτικής χρονιάς•

    в начале поприща στην αρχή της σταδιοδρομίας•

    начало спектакля έναρξη θεάματος.

    3. βάση, θεμελιώδης αρχή•

    социалистическое начало η αρχή του σοσιαλισμού•

    коммунистическое начало η αρχή του κομμουνισμού•

    начало равенства αρχή της ισότητας•

    на коллективных -ах σε κολλεχτιβίστικες αρχές.

    4. πλθ. -а τα πρώτα στοχεία, οι βάσεις, θεμελιώδεις αρχές•

    -а химии θεμελιώδεις αρχές της χημείας.

    5. αιτία•

    праздность -всех зол αργία μήτηρ πάσης κακίας.

    6. παλ. κανόνας, επιστημονικός νόμος, αρχή•

    первое - Ньютона η πρώτη αρχή του Νεύτωνα.

    εκφρ.
    в симом -е – στην αρχή-αρχή, αρχικά•
    с самого -а – στην αρχή, ευθύς εξ αρχής•
    с -а пятого, – αμέσως μετά τις τέσσερις η ώρα•
    доброе начало – половина делаπαρμ. η αρχή είναι το ήμισυ παντός•
    под -ом – υπο τις διαταγές•
    по -у – από την αρχή, εξ αρχής.

    Большой русско-греческий словарь > начало

  • 6 порок

    α.
    ελάττωμα, μειονέκτημα κακό•

    безработица-один из -ов капитализма η ανεργία είναι μια πληγή του καπιταλισμού•

    праздность всех -ов наших мать παρμ. αργία μήτηρ πάσης κακίας•

    он избавился от всех своих -ов αυτός απέβαλε όλα τα ελαττώματα του.

    || βλάψιμο•

    у него порок сердца αυτός έχει βλάψιμο στην καρδιά.

    Большой русско-греческий словарь > порок

  • 7 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 8 сомнение

    ουδ.
    1. αμφιβολία•

    вызывать -я γεννώ αμφιβολίες•

    не оставлять -ий δεν αφήνω αμφιβολίες•

    нет никакого -я δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία.

    2. δισταγμός, ενδοιασμός.
    εκφρ.
    без -яκ. вне -я χωρίς αμφιβολία, αναμφίβολα,• без всякого -я κ. вне всякого -я χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, εκτός πάσης αμφιβολίας.

    Большой русско-греческий словарь > сомнение

  • 9 цена

    -ы, αιτ. цену, πλθ. цены θ.
    1. τιμή, τίμημα, αξία•

    цена товара η τιμή του εμπορεύματος•

    государственная цена κρατική τιμή•

    цена стабилизация цен σταθεροποίηση των τιμών•

    снижение цен πτώση των τιμών•

    тврдая цена σταθερή τιμή.

    2. εκτίμηση.
    3. -ою θυσιάζοντας, χάρη, προσφέροντας σαν αντίτιμο•

    спасти человека -ою своего счастья σώζω τον άνθρωπο θυσιάζοντας την ευτυχία μου.

    || -ой χάρη, αντί•

    добиться чего-н. -ой упорного труда πετυχαίνω κάτι χάρη στην επίμονη δουλειά•

    занять позицию -ой больших потерь καταλαβαίνω τοποθεσία αντί μεγάλων απωλειών.

    || μτφ. σημασία•

    жизнь потеряла для не всякую -у η ζωή γι αυτήν έχασε κάθε νόημα•

    какова его уверениям? τι σημασία (νόημα, αξία) έχουν οι διαβεβαιώσεις του;

    εκφρ.
    в -е – έχει αξία, εκτιμάται πολύ•
    этот товар нынче в -е – αυτό το εμπόρευμα τώρα έχει μεγάλη πέραση (ζήτηση)•
    любой (ή какой бы то ни было) -ой – αντί πάσης θυσίας, με κάθε θυσία•
    - ы нет – α) είναι ανεκτίμητος, β) μεγάλης σημασίας.

    Большой русско-греческий словарь > цена

  • 10 Any

    adj.
    P. and V. τις ( enclitic).
    At any rate: see However.
    At any time: P. and V. ποτέ ( enclitic).
    In any ease: P. and V. πάντῃ, πάντως
    A citizen of any country rather than his native land: P. πάσης πόλεως πολίτης... μᾶλλον ἢ τῆς πατρίδος (Lys. 143).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Any

См. также в других словарях:

  • πάσης — πά̱σης , πᾶς papa fem gen sg (attic epic ionic) πά̱σης , πᾶσις acquisition fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάσῃς — πάσσω sprinkle aor subj act 2nd sg πά̱σῃς , πᾶς papa fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Im Anfang war das Wort — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • In vino veritas — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Epsilon — Epsilon Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • Папа и Патриарх великого града Александрии, Ливии, Пентаполя, Эфиопии, всего Египта и всей Африки — Папа и Патриарх великого града Александрии, Ливии, Пентаполя, Эфиопии, всего Египта и всей Африки, Отец отцов, Пастырь пастырей, Архиерей архиереев, тринадцатый Апостол и Судья всей Вселенной (греч. Πάπας και Πατριάρχης της μεγάλης πόλεως… …   Википедия

  • Council of Constantinople (360) — Further information: Council of Rimini and Council of Seleucia In 359, the Roman Emperor Constantius II requested a church council, at Constantinople, of both the eastern and western bishops, to resolve the split at the Council of… …   Wikipedia

  • Шведская и Скандинавская митрополия — греч. Μητρόπολη Σουηδίας και πάσης Σκανδιναυΐας Константинопольская православная церковь …   Википедия

  • DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PROTEUS — Deus marinus, Neptuni et Phoenices fil. teste Tzetze hist. 44. Chil. 2. qui in Pharo Alexandriae habitavit, Toronenque ex Aegypto in Phlegram Pallenes profectus uxorem duxit, ex qua filios suscepit Tmylum ac Telegonum, de quibus Eurip. in Hecuba …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»