Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

οὐδενί

  • 1 обстоятельство

    1. (условие, определяющее положение чего-л. или кого-л.) η συνθήκη
    ни при каких - ах σε καμία περίπτωση, επ' ουδενί λόγω
    2. грам. о (επιρρηματικός) προσδιορισμός

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обстоятельство

  • 2 вид

    вид I
    м
    1. (внешность) ἡ δψη [-ις], ἡ ἐμφάνιση, τό ἐξωτερικό[ν]/ τό ὕφος, ἡ ἐκφραση (выражение лица):
    общий \вид ἡ γενική ἄποψη, ἡ γενική θέα· здоровый \вид ὑγιής στήν δψη, πού φαίνεται ὑγιής· независимый (серьезный) \вид τό ἀνεξάρτητο (σοβαρό) ὑφος· иметь хороший \вид (о человеке) δείχνω (или φαίνομαι) καλά· у него́ веселый \вид ἐχει χαιρούμενη δψη· иметь жалкий \вид ἔχω ἀξιολύπητο ὕφος· на \вид, по \виду, с \виду φαίνεται, ἐξ ὀψεως· ему на \вид двадцать лет φαίνεται σάν είκοσι χρονών
    2. (состояние) ἡ κατάσταση; в нетрезвом \виде μεθυσμένος, πιωμένος, σέ κατάσταση μέθης·
    3. (зрелище, картина) ἡ ἄποψη, ἡ θέα, τό τοπεῖο[ν]:
    из окна открывался чудесный \вид» ἀπό τό παράθυρο φαίνονταν ὑπέροχη θέα· \виды Кавказа τά τοπία του Καυκάσου·
    4. \виды мн. (предположения, намерения) οἱ βλέψεις, οἱ προβλεψεις, οἱ προθέσεις:
    \виды на урожай οἱ προβλέψεις γιά τή σοδειά· \виды на будущее οἱ βλεψεις γιά τό μέλλον иметь \виды на кого-л., на что-л. ἔχω βλέψεις πάνω σέ κάποιον, ἐποφθαλμιώ κάτι· ◊ делать \вид καμώνομαι δτι..., προσποιοῦμαι, κάνω πώς...· не показать \виду δέν δείχνω δτι, δέν ἐκδηλώνομαι· иметь в \виду ἔχω ὑπ'δψη· для \вида γιά τά μάτια (τοῦ κόσμου), γιά τόν τύπο· под \видом μέ τήν πρόφαση, ὑπό τό πρόσχημα· ни под каким \видом ἐπ'ούδενί λόγω, μέ κανένα τρόπο, σέ καμμιά περίπτωση· поставить кому-л. на \вид κάνω παρατήρηση, κατακρίνω· он видал \виды είδε πολλά στή ζωή του· исчезнуть из \виду ἐξαφανίζομαι· терять из \виду χάνω ἀπ° τά μάτια μου, χάνω τά ίχνη· быть на \виду́ εἶμαι ἐκτεθειμένος, φαίνομαι· при \виде кого-л., чего-л. μόλις είδα (κάποιον, κάτι)· в \виде чего-л. μέ τή μορφή· в \виде эксперимента γιά πειραματισμό· в \виде доказательства σάν (или γιά) ἀπόδειξη.
    вид II
    м
    1. филос, биол. τό είδος·
    2. грам. ἡ μορφή:
    \виды глаголов οἱ μορφές των ρημάτων совершенный \вид ἡ τετελεσμένη μορφή· несовершенный \вид ἡ μή τετελεσμένη μορφή.

    Русско-новогреческий словарь > вид

  • 3 за

    за
    предлог с вин. и твор. под.
    1. (сзади, позади, вне) πίσω, πέρα, ἀπό, ὀπισθεν / πέραν (по ту сторону):
    уехать за город φεύγω γιά τήν ἐξοχή· жить за городом μένω στά προάστεια· стать за дерево στέκομαι πίσω ἀπό τό δέντρο·
    2. (около, возле, вокруг) σέ, είς, κοντά, γύρω ἀπό:
    садиться за стол κάθομαι στό τραπέζι· сидеть за работой κάθομαι καί δουλεύω, εἶμαι στρωμένος στή δουλειά·
    3. (на расстоянии) σέ ἀπόσταση:
    за сто километров от Ленинграда σέ ἀπόσταση ἐκατό χιλιομέτρων ἀπό τό Λένινγκραντ·
    4. (раньше на какое-л. время) πρίν, πρό:
    за три дня до праздников τρεις μέρες πρίν ἀπό τίς γιορτές·
    5. (в течение) στή διάρκεια σέ:
    заработок за год ὁ ἐτήσιος μισθός· многое сделано нами за неделю μέσα σέ μιά ἐβδομάδα κάναμε πολλή δουλειά·
    6. (следом) πίσω ἀπό, μετά ἀπό:
    вслед за кем-л. μετά κάποιον, πίσω ἀπό κάποιον идите за мной ἀκολουθείστε με, ἐλἄτε μαζύ μου· друг за другом ὁ ἔνας πίσω ἀπό τόν ἀλλον гнаться за вором κυνηγῶ τόν κλέφτη·
    7. (при прикосновении):
    брать за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·
    8. (при указании цели действия) γιά, ὑπέρ:
    бороться за мир ἀγωνίζομαι γιά τήν είρήνη·
    9. (вместо) γιά:
    работать за двоих ἐργάζομαι γιά δυό·
    10. (при указании стоимости, цены):
    купить за двадцать пять рублей ἀγοράζω των είκοσι πέντε ρουβλιών за наличные деньги τοις μετρητοίς·
    11. (при указании лица, предмета, который нужно достать, привести):
    идти́ за водой πηγαίνω γιά νερό· посылать за доктором στέλνω νά φέρω γιατρό, φωνάζω τό γιατρό·
    12. (вследствие) λόγω, ἐνεκα, ἐξ αἰτίας:
    за недостатком времени ἀπό Ελλειψη χρόνου·
    13. (по причине) λόγω, ἐξ αίτιας, ἐνεκα:
    награждать за что-л. βραβεύω γιά κάτι· ◊ приниматься за работу ἀρχίζω τή δουλειά· ей за 50 лет εἶναι πάνω ἀπό 50 χρονών за подписью кого́-л. μέ τήν ὑπογραφή ὁποιουδήποτἐ за Здоровье кого́-л. στήν ὑγεία κάποιου· за ваше здоровье στήν ὑγειά σας· за исключением ἐκτος, ἐξαιρέσει· за и против ὑπέρ καί κατά· ни за что (на свете) γιά τίποτα στον κόσμο, ἐπ' ούδενί τρόπω· за <^ет кого-л. а) γιά λογαριασμό κάποιου, °) σέ βάρος κάποιου (в ущерб кому-л.)· шаг за шагом βήμα προς βήμα· за мой счет μέ δικά μου Ιξοδα.

    Русско-новогреческий словарь > за

  • 4 никакой

    никак||о́й
    мест. κανένας, κανείς, οὐδείς:
    \никакой книги не купил δέν ἀγόρασα κανένα βιβλίο· \никакойие преследования, \никакойие угрозы его не сломили ὁϋτε οἱ διώξεις, ὁὔτε οἱ ἀπειλές μπόρεσαν νά τόν λυγίσουν \никакоййм образом ἐπ' ούδενί λόγω, κατ' οὐδένα τρόπο· не иметь \никакойого представления δέν ἔχω καμιά ἰδέα· \никакойого сомнения δέν ὑπάρχει καμμιά ἀμφιβολία.

    Русско-новогреческий словарь > никакой

  • 5 никой

    нико||й
    мест.:
    \никойим образом ἐπ' ούδενί λόγω, κατ' οὐδένα τρόπο.

    Русско-новогреческий словарь > никой

  • 6 случай

    случай
    м
    1. (событие, происшествие) τό συμβάν, τό περιστατικό[ν], τό γεγονός, ἡ περίπτωση:
    несчастный \случай τό δυστύχημα, τό ἀτύχημα· забавный \случай τό διασκεδαστικό συμβάν, τό ἀστείο περιστατικό· редкий \случай τό σπάνιο γεγονός, ἡ σπάνια περίπτωση· частный \случай τό συχνό φαινόμενο·
    2. (возможность) ἡ εὐκαιρία, ἡ περίσταση [-ις]:
    пользоваться \случайем χρησιμοποιώ τήν εὐκαιρία, δράττομαι τής εὐκαιρίας· если представится удобный \случай ἄν παρουσιαστεί εὐκαιρία, εὐκαιρίας δοθείσης·
    3. (обстоятельства) ἡ περίπτωση:
    в некоторых \случайях σέ μερικές περιπτώσεις· во всех \случайях σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, σέ ὁποιαδήποτε περίπτωση· в подобном \случайе σέ τέτοια περίπτωση, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· в противном \случайе στήν ἀντίθετη περίπτωση, ἐν ἐναντία περιπτώσει· во всяком \случайе πάντως, ἐν πάση περιπτώσει· в таком \случайе ἄμα εἶναι ἔτσι, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· ни в ко́ем \случайе σέ καμμιά περίπτωση, ἐπ' ούδενί λογω· в \случайе если.., на \случай если... σέ περίπτωση πού..., ἐν περιπτώσει· в \случайе крайней необходимости σέ περίπτωση ἐσχατης ἀνάγκης, ἐν περιπτώσει ἀπολύτου ἀνάγκης· в крайнем \случайе στό κάτω κάτω τής γραφής· в лучшем (худшем) \случайе στήν καλλίτερη (χειρότερη) περίπτωση· по \случайю чего́-л. μέ τήν (или ἐπί τή) εὐκαιρία· по \случайю годовщины μέ τήν εὐκαι-ρία τής ἐπετείου· купить по \случайю ἀγοράζω σέ τιμή εὐκαιρίας· по счастливому \случайю ἀπό εὐτυχή σύμπτωση· от \случайя к \случайю πότε-πότε, στή χάση καί στή φέξη, ἀπό καιροῦ είς καιρόν на всякий \случай γιά κάθε (или διά πᾶν) ἐνδεχόμενο.

    Русско-новогреческий словарь > случай

  • 7 мера

    θ.
    1. μέτρο, μονάδα μέτρησης•

    -ы длины μέτρα μήκους•

    -ы веса μέτρα βάρους,τα σταθμά•

    -ы объёма μέτρα όγκου•

    -ы вместительности μέτρα χωρητικότητας•

    кубическая мера κυβικό μέτρο.

    || η μετρική ταινία. || ρωσικό μέτρο χωρητικότητας ενός πουτιού.
    2. μτφ. όριο•

    следует во всём соблюдать -у παν μέτρον άριστον•

    всему есть мера για κάθε τι υπάρχει όριο•

    знать -у όεν υπερβαίνω τα όρια.

    || (συνεκδ.) τα μέσα, μέτρα•

    -ы наказания μέσα τιμωρίας•

    принимать -ы παίρνω τα μέτρα•

    -ы предосторожности προφυλακτικά μέτρα•

    -ы социальной защиты μέτρα κοινωνικής πρόνοιας•

    решительные -ы αποφασιστικά (δραστικά) μέτρα•

    высшая мера наказания η εσχάτη των ποινών.

    εκφρ.
    без -ы – χωρίς μέτρο (υπερβολικά)•
    в -у – στο μέτρο (μέτρια)•
    ни в коей ή ни в какой -е – επ ουδενί λόγω, σε καμιά περίπτωση, με κανένα τρόπο•
    по -е – όσο, καθόσο, αντίστοιχα, ανάλογα•
    по -е того как... – οσάκις, ότε, οπότε...• сверх -ы; через -у; не в -у υπέρμετρα, υπέρ το δέον•
    чувство -ы – το αίσθημα του μέτρου.

    Большой русско-греческий словарь > мера

  • 8 никой

    αντων. αρνητική: -им образом με κανένα τρόπο, επ ουδενί λόγω σε καμιά καμιά περ ίτΐτωση.

    Большой русско-греческий словарь > никой

  • 9 нипочём

    επίρ.
    1. για τίποτε• πάμφτηνα•

    он продал нипочём αυτός πούλησε πάμφτηνα.

    2. ως κατηγ. δεν είναι τίποτε, είναι εύκολο ή παιγνίδι•

    всякий труд для них был нипочём οποιαδήποτε δουλειά γι αυτούς ήταν παιγνίδι•

    ему нипочём со-лгить αυτός ψεύδεται χωρίς να ντρέπεται•

    ему всё нипочём αυτός όλα τα θεωρεί για τίποτε.

    3. σε καμιά περίπτωση, επ ουδενί λόγω•

    нипочём не допустим σε καμιά περίπτωση δε θα επιτρέψομε.

    Большой русско-греческий словарь > нипочём

  • 10 обстоятельство

    ουδ.
    1. περίπτωση•

    отягчающие (вину) -а επιβαρυντικές περιπτώσεις (περιστατικά)•

    смягчающие -а ελαφρυντικές περιπτώσεις (περιστα,τικά).

    2. πλθ. -а συνθήκες, περιστάσεις•

    это зависит от -ств αυτό εξαρτάται από τις περιστάσεις•

    при нынешних -ах στις τωρινές συνθήκες•

    при данных -ах στις δοσμένες περιστάσεις•

    по семейным ή по домашним -ам για οικογενειακούς λόγους•

    по независящим -ам για λόγους ανώτερης βίας ή παρά τη θέληση μου•

    ни при каких -ах σε καμιά περίπτωση, επ ουδενί λόγω.

    || σύμπτωση, συγκυρία, συντυχία•

    счастливое обстоятельство ευτυχής σύμπτωση.

    3. (γραμμ.) προσδιορισμός•

    обстоятельство места τοπικός προσδιορισμός•

    обстоятельство времени χρονικός προσδιορισμός•

    обстоятельство образа действия τροπικός προσδιορισμός.

    εκφρ.
    смотря (гляди) по -ам – κατά τις περιστάσεις•
    стечение -ств – συγκυρία, εξέλιξη (συρροή) περιστάσεων.

    Большой русско-греческий словарь > обстоятельство

  • 11 Anyhow

    adv.
    By some means: P. and V. πως ( enclitic).
    Without order or arrangement: P. and V. εἰκῆ, P. χύδην, οὐδενὶ κόσμῳ.
    At least: P. and V. γε ( enclitic), γοῦν, γε μὴν, ἀλλ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Anyhow

  • 12 Chaotically

    adv.
    P. and V. εἰκῆ, φύρδην (Xen.), P. χύδην, οὐδένι κόσμῳ, V. τύρβα (Æsch., frag.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Chaotically

  • 13 Confusedly

    adv.
    P. τεταραγμένως.
    At random: P. and V. εἰκῆ, φύρδην (Xen.), P. χύδην.
    In disorder: P. ἀτάκτως, οὐδένι κόσμῳ, ταραχωδῶς.
    Of the mind: P. ταραχωδῶς.
    Helplessly: P. and V. πόρως.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Confusedly

  • 14 Disorder

    subs.
    P. and V. θόρυβος, ὁ. κοσμία, ἡ. P. ταραχή, ἡ, ἀταξία, ἡ, V. ταραγμός, ὁ, τραγμα, τό.
    Disease: P. and V. νόσος. ἡ. νόσημα. τό, P. πόνος. ὁ (Thuc. 2, 49).
    Throw into disorder. v.: P. and V. ταράσσειν, συνταράσσειν. Ar. and P. θορυβεῖν.
    In disorder: use P. οὐδένι κόσμῳ, ἀτάκτως.
    Without disorder: V. οὐκ κόσμως.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. ταράσσειν, συνταράσσειν, συγχεῖν, φρειν (Plat. also Ar.), κυκᾶν (Plat. also Ar.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Disorder

  • 15 Disregard

    v. trans.
    P. and V. μελεῖν (gen.), παραμελεῖν (gen.), καταμελεῖν (gen.), P. ὀλιγωρεῖν (gen.), παρορᾶν, ἐν οὐδένι λόγῳ ποιεῖσθαι (acc.), V. διʼ οὐδένος ποιεῖσθαι, κηδεῖν (gen.), ἐν σμικρῷ ποιεῖσθαι, ἐν εὐχερεῖ τθεσθαι, Ar. and V. φαύλως φέρειν.
    Slight: P. and V. τιμάζειν παρέρχεσθαι, V. τίζειν.
    ——————
    subs.
    P. ἀμέλεια, ἡ, ὀλιγωρία, ἡ, V. μελία, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Disregard

  • 16 Flout

    v. trans.
    Neglect: P. and V. μελεῖν (gen.), παραμελεῖν (gen.).
    Despise: P. and V. καταφρονεῖν (acc. or gen.), περφρονεῖν (acc. or gen.), P. ὀλιγωρεῖν (gen.), ὑπερορᾶν (acc. or gen.), Ar. and V. ποπτύειν (acc.).
    Disregard: P. ἐν οὐδένι λόγῳ ποιεῖσθαι, V. διʼ οὐδένος ποιεῖσθαι, ἐν σμικρῷ ποιεῖσθαι; see also Reject.
    Slight: P. and V. τιμάζειν, παρέρχεσθαι, V. τίζειν.
    Insult: P. and V. ὑβρίζειν; see Insult.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Flout

  • 17 Ignore

    v. trans.
    Disregard: P. and V. μελεῖν (gen.), παραμελεῖν (gen.), καταμελεῖν (absol.), P. ὀλιγωρεῖν (gen.), παρορᾶν, ἐν οὐδένι λόγῳ ποιεῖσθαι, V. διʼ οὐδένος ποιεῖσθαι, κηδεῖν (gen.); see Disregard.
    Slight: P. and V. τιμάζειν, παρέρχεσθαι, V. τίζειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ignore

  • 18 Indifference

    subs.
    Heedlessness: P. and V. ῥᾳθυμία, ἡ, P. ἀμέλεια, ἡ, ῥαστῴνη, ἡ, V. μελία, ἡ.
    Calmness: Ar. and P. ἡσυχία. ἡ.
    Treat with indifference, v.: P. and V. μελεῖν (gen.), παραμελεῖν (gen.), P. ὀλιγωρεῖν (gen.), παρορᾶν, ἐν οὐδένι λόγῳ ποιεῖσθαι, V. διʼ οὐδένος ποιεῖσθαι, φαύλως φέρειν; see Disregard.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Indifference

  • 19 Levity

    subs.
    Inconstancy: P. τὸ ἀστάθμητον.
    Faithlessness: P. and V. πιστία, ἡ.
    Unreasonableness: P. ἀλογία, ἡ.
    Sport, jest: P. and V. παιδιά, ἡ.
    Nonsense: Ar. and P. λῆρος, ὁ, φλυαρία, ἡ.
    Treat with levity: P. ἐν οὐδένι λόγῳ ποιεῖσθαι, V. διʼ οὐδένος ποιεῖσθαι; see Disregard, Mock.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Levity

  • 20 Marriage gifts

    subs.
    V. ἕδνα, τά (Eur., And. 2 and 153), φερναί, αἱ (Eur., Med. 956).
    Dowry: see Dowry.
    Give in marriage, v.: P. and V. ἐκδιδόναι (or mid.), V. νυμφεύειν; see Betroth.
    Take in marriage (with man as subject); P. λαμβνειν (acc.) (Dem. 1311).
    Unite in marriage: see under Marry.
    They refused the landowners all rights, nor were any of the popular party any longer to give in marriage or contract alliances from among them or into their families: P. τοῖς γεωμόροις μετεδίδοσαν οὔτε ἄλλου οὐδένος, οὔτε ἐκδοῦναι οὐδʼ ἀγαγέσθαι παρʼ ἐκείνων — οὐδ εἰς ἐκείνους οὐδένι ἔτι τοῦ δήμου ἐξῆν (Thuc. 8, 21).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Marriage gifts

См. также в других словарях:

  • οὐδενί — οὐδείς not one dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὐκ ἐστὶν βίον εὑρεῖν ἄλυπον ἐν οὐδενί. — См. Лиха беда на кого не живет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κοὐδενί — οὐδενί , οὐδείς not one dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Eid des Hippokrates — Der Eid des Hippokrates, benannt nach dem griechischen Arzt Hippokrates von Kós (um 460 bis 370 v. Chr.), gilt als erste grundlegende Formulierung einer ärztlichen Ethik. Die Urheberschaft des Eides ist jedoch noch ungeklärt. Hippokrates.… …   Deutsch Wikipedia

  • Hippokratischer Eid — Hippokrates Der Eid des Hippokrates, benannt nach dem griechischen Arzt Hippokrates von Kós (um 460 bis 370 v. Chr.), gilt als erste grundlegende Formulierung einer ärztlichen Ethik. Hippokrates ist jedoch wohl nicht der Urheber des Eides. Der… …   Deutsch Wikipedia

  • Serment d'Hypocrate — Serment d Hippocrate Publication byzantine du XIIe siècle du serment Le serment d Hippocrate est un serment traditionnel prêté généralement par les médecins en Occident avant de commencer à exercer. Pr …   Wikipédia en Français

  • Клятва Гиппократа — Бюст Гиппократа, Питер Пауль Рубенс, 1638. Клятва Гиппократа  врачебная клятва, выражающая основополагающие морально этические принципы поведения врача, а также общеупотребительное название …   Википедия

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

  • лиха беда на кого не живет — Ср. Frei geht das Unglück durch die ganze Erde. Свободно гуляет несчастье по всей земле. Schiller. Wallensteins Tod. 4, 11. Ср. ...Die ewige Beglaubigung der Menschheit sind ja Tränen. Schiller. Don Carlos. 2, 2. Ср. Ach! an der Erde Brust Sind… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Лиха беда на кого не живет — Лиха бѣда на кого не живетъ. Ср. Frei geht das Unglück durch die ganze Erde. Свободно гуляетъ несчастье по всей землѣ. Schiller. Wallensteins Tod. 4, 11. Ср.            Die ewige Beglaubigung der Menschheit sind ja Thränen. Schiller. Don Carlos.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Polydamas de Skoutoussa — Polydamas de Skotoussa Polydamas de Skoutoussa est l un des plus fameux athlètes grecs de l Antiquité. Polydamas de Skotoussa est champion des Jeux olympiques de pancrace en 408 av. J. C.. Cet athlète jouit d’une grande renommée et ses exploits… …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»