-
1 οικοδεσποίναις
-
2 οἰκοδεσποίναις
См. также в других словарях:
οἰκοδεσποίναις — οἰκοδέσποινα mistress of a family fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 οικοδεσποίναις
2 οἰκοδεσποίναις
οἰκοδεσποίναις — οἰκοδέσποινα mistress of a family fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)