-
1 οδοιπορικά
ὁδοιπορικόςof: neut nom /voc /acc plὁδοιπορικά̱, ὁδοιπορικόςof: fem nom /voc /acc dualὁδοιπορικά̱, ὁδοιπορικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ὁδοιπορικά
ὁδοιπορικόςof: neut nom /voc /acc plὁδοιπορικά̱, ὁδοιπορικόςof: fem nom /voc /acc dualὁδοιπορικά̱, ὁδοιπορικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 οδοιπορικά
τα1) путевые расходы; 2) командировочные (деньги) -
4 издержки
мн. τα έξοδα (πλ.)- διανομήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > издержки
-
5 расход
1. (потребление) η κατανάλωση 2. (количество вещества, проходящее через определённое сечение за единицу времени) о βαθμός, η αναλογία (εκ)ροής, η παροχή 3. (диапазон отклонения штурвала, педалей и т.п.) η διαδρομή, η μετατόπιση, η απόκλιση 4. (финансовый) τα έξοδ/α, η δαπάνηсудно свободно от - ов по погрузке и выгрузке πλοίο ελεύθερο από - της φορτοεκφόρτωσηςобщие - ы γενικά -, η συνολική δαπάνη- ы по поставке на условиях СИФ - προμήθειας με όρους SIF (κόστος, ασφάλειαпостоянные - ы καθημερινά/μόνιμα -- ы связанные с изменением аккредитива - σχετικά με την αλλαγή της πιστωτικής επιστολής- ы связанные с открытием аккредитива - για άνοιγμα της πιστωτικής επιστολήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расход
-
6 дорожный
дорожн||ыйприл 1 (относящийся к дороге) ὁδικός:\дорожный столб τό χιλιόμετρο, ὁ χιλιομετροδείκτης· \дорожный указатель ὁ ὀδοδείκτης· \дорожныйое строительство ἡ ὁδοποιία·2. (необходимый для путешествия) ταξιδιωτικός, ὁδοιπορικός, τοῦ ταξιδιού:\дорожныйые вещи εἰδη ταξιδιού· \дорожный костюм τό ταξιδιωτικό κοστούμι· \дорожныйые расходы τά ὁδοιπορικά Εξοδα· \дорожныйая фляга τό παγούρι. -
7 издержки
издержкимн. (ед. издержка ж) τά ἐξοδα, οἱ δαπάνες:судебные \издержки τά δικαστικά ἔξοδα· доро́жные \издержки τά Οδοιπορικά ἔξοδα· \издержки производства τά Εξοδα τής παραγωγή?· -
8 подъемные
подъемн||ыесущ. мн. τά ὁδοιπορικά, τά ἐξοδα. -
9 путевой
путев||ойприл1. ταξιδιωτικός, ὁδοιπορικός, ὁδικός:\путевоййе впечатления ταξιδιωτικές ἐντυπώσεις· \путевойые расходы τά ὁδοιπορικά ἔξοδα· 2.:\путевой сторож ὁ φύλακας γραμμής σιδηροδρόμου, ὁ ἐπόπτης γραμμών. -
10 расход
расходм1. τό ἔξοδο[ν], ἡ δαπάνη:текущие \расходы τά καθημερινά ἔξοδα· карманные \расходы τό χαρτζιλίκι· день-Έ на мелкие \расходы χρήματα προορισμένα γιά τά μικρά ἔξοδα· дорожные \расходы τά ὁδοιπορικά ἔξοδα· транспортные \расходы τά μεταφορικά· накладные \расходы τά γενικά ἔξοδα· военные \расходы ὁΐ στρατιωτικές δαπάνες· непредвиденные \расходы τά ἀπρόοπτα ἔξοδα· нести́ \расходы ὑποβάλλομαι σέ ἔξοδα· покрывать \расходы καλύπτω τά ἔξοδα·2. (потребление) ἡ κατανάλωση [-ις], τό ξόδε-μα:\расход электроэнергии ἡ κατανάλωση ἡλεκτρικής ἐνεργείας· \расход боеприпасов ἡ κατανάλωση πυρομαχικών3. бухг. τό ἔξοδο[ν]:приход и \расход ἔσοδα καί ἐξοδα, τό δοῦναι καί λαβείν ◊ пустить н \расход τουφεκίζω, ἐκτελώ. -
11 έξοδο(ν)
το (чаще πλ.)1) расходы, издержки;τα έξοδα ατομικά — личные расходы;
μικρά (καθημερινά) έξοδα — мелкие (текущие) расходы;
οδοιπορικά έξοδα — дорожные издержки, расходы; — подъёмные;
δικαστικά έξοδα — судебные издержки;
έξοδέξοδα παραγωγής — издержки производства;
γενικά έξοδα — накладные расходы;
απρόοπτα έξοδα — непредвиденные расходы;
βάζω σε περιττά έξοδα — вводить в излишние расходы;
μπαίνω στα έξοδα — входить в расход;
υποβάλλομαι σε έξοδα — нести расходы;
καλύπτω τα έξοδα — покрывать расходы;
του πλήρωσα όσα έξοδα εκαμε — я оплатил его расходы;
με έξοδα... — за счёт...;
με δικά μου (σου, του, της κ.λ.π.) έξοδα — или δι' εξόδων μου (σου, του, της κ.λ.π.) — за свой счёт;
έξοδα κοινά — на общий счёт;
2) бухг, расход;έσοδα και έξοδα — приход и расход
-
12 έξοδο(ν)
το (чаще πλ.)1) расходы, издержки;τα έξοδα ατομικά — личные расходы;
μικρά (καθημερινά) έξοδα — мелкие (текущие) расходы;
οδοιπορικά έξοδα — дорожные издержки, расходы; — подъёмные;
δικαστικά έξοδα — судебные издержки;
έξοδέξοδα παραγωγής — издержки производства;
γενικά έξοδα — накладные расходы;
απρόοπτα έξοδα — непредвиденные расходы;
βάζω σε περιττά έξοδα — вводить в излишние расходы;
μπαίνω στα έξοδα — входить в расход;
υποβάλλομαι σε έξοδα — нести расходы;
καλύπτω τα έξοδα — покрывать расходы;
του πλήρωσα όσα έξοδα εκαμε — я оплатил его расходы;
με έξοδα... — за счёт...;
με δικά μου (σου, του, της κ.λ.π.) έξοδα — или δι' εξόδων μου (σου, του, της κ.λ.π.) — за свой счёт;
έξοδα κοινά — на общий счёт;
2) бухг, расход;έσοδα και έξοδα — приход и расход
-
13 οδοιπορικάς
-
14 ὁδοιπορικάς
-
15 командировочный
επ.1. του απεσταλμένου.2. ουσ. απεσταλμένος,3. ουσ. πλ. -ые τα οδοιπορικά έξοδα.εκφρ.- ое удостоверение – βλ. командировка (3 σημ.). -
16 подъём
-а α.1. βλ. поднятие..2. άνοδος, αύξηση• ανάπτυξη•промышленный подъём βιομηχανική άνοδος•
подъём материального состояние народа άνοδος της υλικής ευημερίας του λαού•
подъём производства товаров αύξηση της παραγωγής εμπορευμάτων.
3. έξαρση, εξύψωση, μεταρσίωση, εμψύχωση, ενθουσιασμός, οιστρηλασία.4. ανήφορος•крутой подъём απότομος ανήφορος•
спуск и подъём κατήφορος και ανήφορος.
5. ο ταρσός του ποδιού. || το ύψωμα του υποδήματος στον ταρσό.6. εγερτήριο.7. ανύψωση του νερού (της στάθμης), φουσκωνεριά•подъём реки φουσκωποταμιά.
лёгок (лёгкий) на подъём καλόβουλος, καταδεχτικότατος αβάρετος πεταχτός•
тяжёл (тяжёлый) на подъём βαρετός, ασήκωτος, αργοκίνητο καράβι•
деньги на подъём τα οδοιπορικά (έξοδα).
-
17 подъёмный
επ.ανυψωτικός, της άρσης, του σηκώματος, της χωρητικότητας•-ая сила судна η χωρητικότητα του σκάφους.
|| ανυψωνώ-νόμενος, δυνάμενος να ανυψωθεί.ουσ. πλθ. -ые οδοιπορικά έξοδα κίνητρα. -
18 прогонный
επ.οδοιπορικός•-ые деньги οδοιπορικά χρήματα (έξοδα).
ουσ. πλθ. -ые, -ыхβλ. прогоны. -
19 прогоны
-ов πλθ. (ενκ. прогон -а α.).1. πληρωμή κατά βέρστιο (18 – 19 αι.).2. οδοιπορικά έξοδα (αξιωματικών και δημόσιων υπαλλήλων στην τσαρική Ρωσία). -
20 путевой
επ.1. της σιδηροδρομικής γραμμής•путевой обходчик κινητός φύλακας σιδηροδρομικής γραμμής.
2. οδοιπορικός, ταξιδιωτικός•-ые записи, впечатления ταξιδιωτικές σημειώσεις, εντυπώσεις•
-ые расходы (издержки) οδοιπορικά έξοδα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὁδοιπορικά — ὁδοιπορικός of neut nom/voc/acc pl ὁδοιπορικά̱ , ὁδοιπορικός of fem nom/voc/acc dual ὁδοιπορικά̱ , ὁδοιπορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορικάς — ὁδοιπορικά̱ς , ὁδοιπορικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξοδο — το (Μ ἔξοδον) [έξοδος] το χρηματικό ποσό που ξοδεύει κανείς για κάποιο σκοπό, δαπάνη («έξοδα δίκης, διατροφής») νεοελλ. φρ. 1. «βάνω στα έξοδα» γίνομαι αιτία να ξοδέψει κάποιος χρήματα 2. «μπαίνω στα έξοδα» παρασύρομαι σε δαπάνες 3. «οδοιπορικά… … Dictionary of Greek
εκσκαφέας — Μηχάνημα που χρησιμοποιείται γενικά για την εκσκαφή σκληρών ή θρυμματισμένων βράχων και για την εύκολη και γρήγορη απομάκρυνση των υλικών που προκύπτουν από την εκσκαφή. Όταν η εκσκαφή γίνεται στον βυθό της θάλασσας, το μηχάνημα ονομάζεται… … Dictionary of Greek
καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… … Dictionary of Greek
οδοιπορικός — ή, ό (ΑΜ ὁδοιπορικός, ή, όν) [οδοιπόρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοιπορία και στον οδοιπόρο ή αυτός που είναι κατάλληλος για οδοιπορία νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το οδοιπορικό(ν) α) λεπτομερής περιγραφή οδοιπορίας ή ταξιδιού και… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Αλεξάνδρου, σκηνές — Ονομασία παράκτιας τοποθεσίας της Συρίας κοντά στο ακρωτήριο Ραλ Αλ Άμπιαντ (δηλαδή, Άσπρο Ακρωτήριο). Η ονομασία οφείλεται στο ομώνυμο φρούριο που υπήρχε εκεί, στον δρόμο που αποπερατώθηκε στα χρόνια του Καρακάλλα (188 217 μ.Χ.). Στα οδοιπορικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Κλεόπας — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Υπήρξε μαθητής του ευρύτερου κύκλου του Ιησού και από εκείνους που συμπορεύθηκαν μαζί του, κατά την Καινή Διαθήκη, μετά την Ανάστασή του, στο χωριό Εμμαούς. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Οκτωβρίου. II… … Dictionary of Greek
Μανιοσού — Έργο της ιαπωνικής λογοτεχνικής παράδοσης. Το έργο, το οποίο απαρτίζεται από είκοσι βιβλία, συγκεντρώνει 4.496 ωδές ποιητών του 7ου και του 8ου αι. μ.Χ. και αποτελεί την ευρύτερη και αρχαιότερη συλλογή ποιημάτων στην ιαπωνική γλώσσα. Ο άνθρωπος… … Dictionary of Greek