-
1 дрова
дров, -ам πλθ. καυσόξυλα, ξύλα•сырые дрова χλωρά ξύλα•
сухие дрова ξηρά ξύλα•
вязанка дров μια αγκαλιά ξύλα•
мешать дрова (в печке) συνδαυλίζω τα ξύλα (στη θερμάστρα).
-
2 дровяной
επ.των ξύλων•дровяной склад ξυλαποθήκη.
|| ξύλινος, με ξύλα•-ое отопление θέρμανση με ξύλα.
|| χρήσιμος μόνο για ξύλα. -
3 флортимберс
мор. τα ξύλα έδραςτα ξύλα δαπέδουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > флортимберс
-
4 колоть
I колоть Ι (раскалывать) κόβω, σχίζω \колоть дрова σχίζω ξύλα \колоть орехи σπάζω τα καρύδια II колоть II 1) (иголкой ) τσιμπώ 2) безл.: у меня колет в боку νοιώθω σουβλιές στο πλευρό* * *I( раскалывать) κόβω, σχίζωколо́ть дрова́ — σχίζω ξύλα
IIколо́ть оре́хи — σπάζω τα καρύδια
1) ( иголкой) τσιμπώ2) безл.у меня́ ко́лет в боку́ — νοιώθω σουβλιές στο πλευρό
-
5 воз
возм1. τό κάρρο[ν], τό ἀμάξι·2. (содержимое воза) τό ἀγώγι, τό φορτίο[ν]:\воз дров ἕνα ἀγώγι ξύλα, ἕνα κάρρο ξύλα· ◊ что с возу упало, то пропало посл. δτι ἔγινε ἐγινε. -
6 дрова
дровамн. τά ξύλα, τό καυσόξυλα:сырые \дрова τά ὑγρά ξύλα· мешать \дрова (в печке) ἀνασκαλἰζω τή φωτιά· ◊ кто в лес, кто по \дрова погов. ὁ καθένας τό χαβᾶ του. -
7 древесина
η ξυλείαпропитывать - у διαποτίζω/εμποτίζω την -балансовая - см. балансыделовая - εμπορεύσιμη -, βιομηχανική -- για ξύλα-камернойсушки - από ξήρανση σε φούρνο/κλίβανο«άψητη»-товарная - εμπορεύσιμη -, βιομηχανική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > древесина
-
8 дрова
τα καυσόξυλα, τα ξύλα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дрова
-
9 завал
1. горн. το φράγμα, ο σωρός (από πέτρες, χιόνι, ξύλα κ.λπ.), το σώριασμα 2. (бортов судна) το κεκλιμένο προς τα έσω (κλίση πλευρών/γραμμών σκάφους) 3. (вер-шины импульса) η πτώση (της οροφής του παλμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завал
-
10 печь
I. 1. тех. η κάμιν/ος, ο κλίβανος, η εστίαвращающаяся - περιστροφική -, ο περιστροφικός/περιστρεφόμενος κλίβανοςкирпичеобжигательная - см. - для обжига кирпича колпаковая - τύπου κώδωναмусоросжигательная - αποτέφρωσης/καύσης των απορριμμάτωνрегенеративная - αναγέννησης, αναζωογόνησης- τήξης2. (для выпечки хлеба, приготовления горячей пищи) о φούρνος хлебопекарная - αρτοποιίας 3 (для отопления помещений) η θερμάστρα, η εστία, разг. η σόμπα II.(приготовлять пищу сухим нагреванием на жару) ψήνω пешеход ο πεζός, ο/η πεζοπόροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > печь
-
11 подтоварник
1. (тонкие бревна, употребляемые для подстилки под товары) τα υπόστυλα, η ξυλεία στοιβασίας, τα λεπτά ξύλα που τοποθετούνται κάτω από τα εμπορεύματα 2. (поделочный лесоматериал, употребляемый на мелкие постройки) η οικοδομική ξυλεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подтоварник
-
12 проколоть
I.(делать в чём-л. сквозное отверстие) (δια)τρυπώ.II. (напр. дрова) κόβω (π.χ. τα ξύλα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проколоть
-
13 валежник
валежникм τά τσάκνα, τά ξερόκλαδα, τά πεσμένα ξύλα, τά φρύγανα. -
14 гадать
гадатьнесов1. μαντεύω, προλέγω τήν τύχη/ ρίχνω χαρτιά (тк. на картах)·2. (предполагать) είκάζω, ὑποδεμάτι:\гадать дров ἕνα φορτίο ξύλα, τό ζαλίκι, ἡ ζαλίγκα. -
15 дровяной
дровянойприл ξ ύλινος, ξυλένιος:\дровяной склад ἡ ξυλαποθήκη, τό ξυλάδικο· \дровяной сарай τό ὑπόστεγο γιά τά ξύλα. -
16 закупать
закупатьнесов, закупить сов προμηθεύομαι, ψωνίζω/ ἀγοράζω χοντρικά (оптом):\закупать провизию ψωνίζω τρόφιμα· \закупать дрова ἀγοράζω ξύλα (χοντρικά). -
17 колотый
колот||ый1. прич. от колоть·2. прил κομματιασμένος, κομματιαστός, σπασμένος, σχιστός:\колотый сахар ἡ σχιστή ζάχαρη· \колотыйые дрова τά σχιστά ξύλα· ◊ \колотыйая рана πληγή μέ μυτερό ὅπλο. -
18 колоть
колоть Iнесов1. (иголкой и т. п.) τσιμπώ, κεντώ, κεντρίζω·2. безл:в боку́ колет μέ σουβλίζει τό πλευρό·3. перен (язвить, попрекать) πειράζω, τσιγκλάω.колоть IIнесов (раскалывать) σχίζω, σπάζω, θρυμματίζω:\колоть дрова σχίζω ξύλα \колоть сахар σπάζω τή ζάχαρη· \колоть орехи σπάζω τά καρύδια.колоть IIIсов и несов (раскалываться) σπάζω (άμετ.) (о сахаре)/ σχίζομαι (о дровах). -
19 наваливать
наваливатьнесов, навалить сов σωριάζω, συσσωρεύω (в кучу, беспорядочно)! φορτώνω (какой-л. груз):\наваливать дрова́ в сарай σωριάζω τά ξύλα στήν ἀποθήκη·2. (обязанности и т. п.) разг ἐπιβαρύνω, φορτώνω·3. безл:навалило много сиегу σώριασε πολύ χιόνι· навалило много народу разг μαζεύτηκε πολύς κόσμος. -
20 наколоть
наколотьсов см. накалывать· \наколоть сахару σπάζω ζάχαρη· \наколоть дров κόβω (или σχίζω) ξύλα.
См. также в других словарях:
ξῦλα — σῦλα , σύλη the right of seizing the ship neut nom/voc/acc pl σῦλα , σῦλα neut nom/voc/acc pl σῦλα , σῦλον the right of seizing the ship neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύλα — ξύλον Abh. Berl. Akad. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξερά Ξύλα — Ημιορεινός οικισμός (3 κάτ,, υψόμ. 400), στην επαρχία Μιραμπέλλου, του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νεάπολης … Dictionary of Greek
ξύλ' — ξύλα , ξύλον Abh. Berl. Akad. neut nom/voc/acc pl σύ̱λᾱͅ , σύλη the right of seizing the ship fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
άξυλος — η, ο (Α ἄξυλος, ον) αυτός που δεν έχει ξύλα (για τόπο) ή που έμεινε χωρίς καύσιμα ξύλα (για άνθρωπο) αρχ. 1. (για δάσος) εκείνος που έχει άφθονα ξύλα, που δεν έχει υλοτομηθεί («ἄξυλος ὕλη» πυκνό δάσος απ όπου δεν έχουν κοπεί ξύλα Όμηρος) 2.… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του … Dictionary of Greek
γκολφ — Άθλημα ανοιχτού χώρου. Κατά τη διάρκειά του, κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την μπάλα με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου.Κάθε παίκτης χτυπάει την μπάλα με κατάλληλα ρόπαλα… … Dictionary of Greek
παρκέ — Μικρά, πλανισμένα κομμάτια ξύλου που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή δαπέδων. Με την ίδια ονομασία χαρακτηρίζεται και το δάπεδο που γίνεται από τέτοια ξύλα. Το π. διακρίνεται για την ανθεκτικότητά του και τις μονωτικές του ιδιότητες σε ήχο και … Dictionary of Greek
ενθετική — Είδος διακόσμησης με τη χρήση κομματιών ή ελασμάτων από διάφορες ύλες, όπως μέταλλα, ξύλα, μάρμαρα, μάργαρο, ελεφαντόδοντο, ημιπολύτιμοι λίθοι, τα οποία προσαρμόζονται με ποικίλες τεχνικές σε ειδικά προετοιμασμένες κοιλότητες ή εγκοπές μιας… … Dictionary of Greek