Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ξύλα

  • 21 напилить

    напилить
    сов πριονίζω (σέ μεγάλη ποσότητα):
    \напилить дров πριονίζω ξύλα.

    Русско-новогреческий словарь > напилить

  • 22 нарубить

    нарубить
    сов λιανίζω, κόβω, σχίζω:
    \нарубить дров κόβω ξύλα

    Русско-новогреческий словарь > нарубить

  • 23 отопленне

    отоп||ленне
    с ἡ θέρμανση:
    печио́е \отопленнеление ἡ θέρμανση μέ σόμπα, ἡ θέρμανση μέ θερμάστρα· паровое \отопленнеление ἡ θέρμανση μέ ἀτμό, τό καλοριφέρ· центральное \отопленнеление ἡ κεντρική θέρμανση· дрова для \отопленнеления ξύλα γιά θέρμανση, τά καυσόξυλα.

    Русско-новогреческий словарь > отопленне

  • 24 переколоть

    переколоть
    сов
    1. см. перека́лывать -Ιο2· СМ· пеРекалывать 1· \переколоть дрова́ κόβω ξύλα· · всю посу́ду σπάζω ὅλα τά πιάτα·
    3. (исколоть) разг κατατρυτπδ:
    \переколоть все руки булавками κατατρυπῶ τά δάχτυλα μου μέ τις καρφίτσες.

    Русско-новогреческий словарь > переколоть

  • 25 токарь

    токарь
    м ὁ τορναδόρος, ὁ τορνευτής:
    \токарь по дереву τορναδόρος σέ ξύλα· \токарь по металлу τορναδόρος σέ μέταλλα

    Русско-новогреческий словарь > токарь

  • 26 укладывать

    укладывать
    несов
    1. βάζω, τοποθετώ, θέτω:
    \укладывать в постель βάζω στό κρεββάτι· \укладывать спать βάζω νά κοιμηθεἴ
    2. (упаковывать) συσκευάζω, ἀμπαλλάρω, πακεττάρω·
    3. (в определенном порядке) τοποθετώ, τακτοποιώ, στοιβάζω:
    \укладывать дрова στοιβάζω τά ξύλα· \укладывать волосы χτενίζω τά μαλλιά.

    Русско-новогреческий словарь > укладывать

  • 27 швырять

    швырять
    несов ρίχνω, πετώ:
    \швырять дрова πετώ τα ξύλα· \швырять камнями ρίχνω πέτρες-◊ \швырять деньги (деньгами) σπαταλώ τά χρήματα.

    Русско-новогреческий словарь > швырять

  • 28 дрова

    [ντραβά] ουσ. πληθ. ξύλα

    Русско-греческий новый словарь > дрова

  • 29 дрова

    [ντραβά] ουσ πληθ ξύλα

    Русско-эллинский словарь > дрова

  • 30 водоплавный

    επ.
    1. που επιπλέει, επιπλέων•

    -ые дрова τα ξύλα που επιπλέουν.

    2. βλ. водоплавающий.

    Большой русско-греческий словарь > водоплавный

  • 31 доколоть

    -колю, -колишь ρ.σ.μ.
    1. αποσχίζω, τελειώνω το σχίσιμο•

    доколоть дрова αποσχίζω τα ξύλα (καυσόξυλα).

    2. κατατρυπώ, κατασου-βλίζω• χτυπώ μέχρι θανάτου•

    -ли раннего штыками κατατρύπησαν τον τραυματία με τις λόγ-Χες.

    Большой русско-греческий словарь > доколоть

  • 32 дреколье

    ουδ.
    αθρσ. κ. дреколья, -ев πλθ. κοντάρια, ξύλα, παλούκια, μαγκούρες.

    Большой русско-греческий словарь > дреколье

  • 33 загатить

    -гачу, -гатишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    επιστρώνω με ξύλα βαλτώδες μέρος για πέρασμα.

    Большой русско-греческий словарь > загатить

  • 34 загачивать

    ρ.δ.
    βλ. загатить.
    επιστρώνομαι με ξύλα.

    Большой русско-греческий словарь > загачивать

  • 35 зашить

    -шью, -шьшь, προστκ. зашей
    ρ.σ.μ.
    ράβω•

    зашить пальто ράβω πανωφόρι•

    зашить рану ράβω την πληγή.

    || κλείνω πυκνά (με ξύλα κ.τ.τ.). || κλείνω μέσα ράβοντας•

    зашить в мешок ράβω μέσα στο σακί.

    δεν τα βγάζω πέρα, δεν ξέρω τι να κάνω, πελαγώνω.

    Большой русско-греческий словарь > зашить

  • 36 колосник

    α.
    1. σχάρα, σκάρα.
    2. ξύλα αραδιασμένα.
    3. καδρόνια στήριξης σκηνικών

    Большой русско-греческий словарь > колосник

  • 37 колоть

    коли, колешь, μτχ. ενστ. колющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот, -а, -о
    ρ.δ. μ.
    1. κεντρίζω, νύσσω, σουβλίζω, μπήγω τι αιχμηρό, τρυπώ•

    колоть штыком τρυπώ με τη λόγχη•

    - ет (απρόσ.) в боку μου περνά πόνος σουβλερός στο πλευρό.

    || μαχαιρώνω, φονεύω, σκοτώνω• σφάζω•

    колоть барана σφάζω το πρόβατο.

    2. μτφ. θίγω, πειράζω, πληγώνω. || με πικραίνει, με τρώει (σκέψη, ιδέα, αίσθημα κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    колоть глаза кому – μέμφομαι, κατηγορώ κάποιον ντροπιάζω• προσβάλλω το αίσθημα κάποιου•
    правда глаза -етπαρμ. η αλήθεια είναι πικρή ή είναι μαλώτρα• (темно) хоть глаз коли τρισκόταδο, έρεβος.
    κεντρώ, -ίζω, σουβλίζω•

    ёж -ется ο σκαντζόχοίρος κεντρίζει (με τ αγκάθια).

    колю, колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот,• -а, -о
    ρ.δ.μ.
    σχίζω• κόβω• σπάζω, θραύω• κομματιάζω•

    колоть дрова σχίζω ξύλα•

    колоть орехи σπάζω καρύδια•

    колоть лёд σπάζω τον πάγο.

    σπάζω, σχίζομαι εύκολα, είμαι εύθραυστος.

    Большой русско-греческий словарь > колоть

  • 38 метровка

    θ.
    1. το πτυσσόμενο μέτρο.
    2. ξύλα, σανίδες ενός μέτρου.
    3. μέτρηση, -μα•

    произвести -у трубы μετρώ το μήκος του σωλήνα.

    Большой русско-греческий словарь > метровка

  • 39 наготовить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. ετοιμάζω, εφοδιάζομαι•

    наготовить дрова ни зиму εφοδιάζομαι ξύλα για το χειμώνα.

    2. (με ποσοτική σημασία) μαγειρεύω, ετοιμάζω, φτιάχνω•

    наготовить на всех гостей ετοιμάζω για όλους τους φιλοξενούμενους•

    наготовить всякой всячины ετοιμάζω λογιών-λογιών φαγητά.

    εφοδιάζω, προμηθεύω•

    на всех не наготовить όλους δεν μπορώ να τους εφοδιάσω ή να τους προκάνω (προφτάσω)•

    на этого мальчика не -ишься обуви αυτό το παιδάκι δεν το προκάνομε από παπούτσια.

    Большой русско-греческий словарь > наготовить

  • 40 напилить

    -или, -йлишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напиленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ. πριονίζω•

    напилить дров на зиму κόβω ξύλα με το πριόνι για το χειμώνα.

    Большой русско-греческий словарь > напилить

См. также в других словарях:

  • ξῦλα — σῦλα , σύλη the right of seizing the ship neut nom/voc/acc pl σῦλα , σῦλα neut nom/voc/acc pl σῦλα , σῦλον the right of seizing the ship neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύλα — ξύλον Abh. Berl. Akad. neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξερά Ξύλα — Ημιορεινός οικισμός (3 κάτ,, υψόμ. 400), στην επαρχία Μιραμπέλλου, του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νεάπολης …   Dictionary of Greek

  • ξύλ' — ξύλα , ξύλον Abh. Berl. Akad. neut nom/voc/acc pl σύ̱λᾱͅ , σύλη the right of seizing the ship fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • άξυλος — η, ο (Α ἄξυλος, ον) αυτός που δεν έχει ξύλα (για τόπο) ή που έμεινε χωρίς καύσιμα ξύλα (για άνθρωπο) αρχ. 1. (για δάσος) εκείνος που έχει άφθονα ξύλα, που δεν έχει υλοτομηθεί («ἄξυλος ὕλη» πυκνό δάσος απ όπου δεν έχουν κοπεί ξύλα Όμηρος) 2.… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του …   Dictionary of Greek

  • γκολφ — Άθλημα ανοιχτού χώρου. Κατά τη διάρκειά του, κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την μπάλα με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου.Κάθε παίκτης χτυπάει την μπάλα με κατάλληλα ρόπαλα… …   Dictionary of Greek

  • παρκέ — Μικρά, πλανισμένα κομμάτια ξύλου που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή δαπέδων. Με την ίδια ονομασία χαρακτηρίζεται και το δάπεδο που γίνεται από τέτοια ξύλα. Το π. διακρίνεται για την ανθεκτικότητά του και τις μονωτικές του ιδιότητες σε ήχο και …   Dictionary of Greek

  • ενθετική — Είδος διακόσμησης με τη χρήση κομματιών ή ελασμάτων από διάφορες ύλες, όπως μέταλλα, ξύλα, μάρμαρα, μάργαρο, ελεφαντόδοντο, ημιπολύτιμοι λίθοι, τα οποία προσαρμόζονται με ποικίλες τεχνικές σε ειδικά προετοιμασμένες κοιλότητες ή εγκοπές μιας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»