-
21 напилить
напилитьсов πριονίζω (σέ μεγάλη ποσότητα):\напилить дров πριονίζω ξύλα. -
22 нарубить
нарубитьсов λιανίζω, κόβω, σχίζω:\нарубить дров κόβω ξύλα -
23 отопленне
отоп||леннес ἡ θέρμανση:печио́е \отопленнеление ἡ θέρμανση μέ σόμπα, ἡ θέρμανση μέ θερμάστρα· паровое \отопленнеление ἡ θέρμανση μέ ἀτμό, τό καλοριφέρ· центральное \отопленнеление ἡ κεντρική θέρμανση· дрова для \отопленнеления ξύλα γιά θέρμανση, τά καυσόξυλα. -
24 переколоть
переколотьсов1. см. перека́лывать -Ιο2· СМ· пеРекалывать 1· \переколоть дрова́ κόβω ξύλα· · всю посу́ду σπάζω ὅλα τά πιάτα·3. (исколоть) разг κατατρυτπδ:\переколоть все руки булавками κατατρυπῶ τά δάχτυλα μου μέ τις καρφίτσες. -
25 токарь
токарьм ὁ τορναδόρος, ὁ τορνευτής:\токарь по дереву τορναδόρος σέ ξύλα· \токарь по металлу τορναδόρος σέ μέταλλα -
26 укладывать
укладыватьнесов1. βάζω, τοποθετώ, θέτω:\укладывать в постель βάζω στό κρεββάτι· \укладывать спать βάζω νά κοιμηθεἴ2. (упаковывать) συσκευάζω, ἀμπαλλάρω, πακεττάρω·3. (в определенном порядке) τοποθετώ, τακτοποιώ, στοιβάζω:\укладывать дрова στοιβάζω τά ξύλα· \укладывать волосы χτενίζω τά μαλλιά. -
27 швырять
швырятьнесов ρίχνω, πετώ:\швырять дрова πετώ τα ξύλα· \швырять камнями ρίχνω πέτρες-◊ \швырять деньги (деньгами) σπαταλώ τά χρήματα. -
28 дрова
[ντραβά] ουσ. πληθ. ξύλα -
29 дрова
[ντραβά] ουσ πληθ ξύλα -
30 водоплавный
επ.1. που επιπλέει, επιπλέων•-ые дрова τα ξύλα που επιπλέουν.
2. βλ. водоплавающий. -
31 доколоть
-колю, -колишь ρ.σ.μ.1. αποσχίζω, τελειώνω το σχίσιμο•доколоть дрова αποσχίζω τα ξύλα (καυσόξυλα).
2. κατατρυπώ, κατασου-βλίζω• χτυπώ μέχρι θανάτου•-ли раннего штыками κατατρύπησαν τον τραυματία με τις λόγ-Χες.
-
32 дреколье
-я ουδ.αθρσ. κ. дреколья, -ев πλθ. κοντάρια, ξύλα, παλούκια, μαγκούρες. -
33 загатить
-гачу, -гатишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загаченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.επιστρώνω με ξύλα βαλτώδες μέρος για πέρασμα. -
34 загачивать
-
35 зашить
-шью, -шьшь, προστκ. зашейρ.σ.μ.ράβω•зашить пальто ράβω πανωφόρι•
зашить рану ράβω την πληγή.
|| κλείνω πυκνά (με ξύλα κ.τ.τ.). || κλείνω μέσα ράβοντας•зашить в мешок ράβω μέσα στο σακί.
δεν τα βγάζω πέρα, δεν ξέρω τι να κάνω, πελαγώνω. -
36 колосник
-и α.1. σχάρα, σκάρα.2. ξύλα αραδιασμένα.3. καδρόνια στήριξης σκηνικών -
37 колоть
колоть 1коли, колешь, μτχ. ενστ. колющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот, -а, -оρ.δ. μ.1. κεντρίζω, νύσσω, σουβλίζω, μπήγω τι αιχμηρό, τρυπώ•колоть штыком τρυπώ με τη λόγχη•
- ет (απρόσ.) в боку μου περνά πόνος σουβλερός στο πλευρό.
|| μαχαιρώνω, φονεύω, σκοτώνω• σφάζω•колоть барана σφάζω το πρόβατο.
2. μτφ. θίγω, πειράζω, πληγώνω. || με πικραίνει, με τρώει (σκέψη, ιδέα, αίσθημα κ.τ.τ.).εκφρ.колоть глаза кому – μέμφομαι, κατηγορώ κάποιον ντροπιάζω• προσβάλλω το αίσθημα κάποιου•правда глаза -ет – παρμ. η αλήθεια είναι πικρή ή είναι μαλώτρα• (темно) хоть глаз коли τρισκόταδο, έρεβος.κεντρώ, -ίζω, σουβλίζω•ёж -ется ο σκαντζόχοίρος κεντρίζει (με τ αγκάθια).
колоть 2колю, колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот,• -а, -оρ.δ.μ.σχίζω• κόβω• σπάζω, θραύω• κομματιάζω•колоть дрова σχίζω ξύλα•
колоть орехи σπάζω καρύδια•
колоть лёд σπάζω τον πάγο.
σπάζω, σχίζομαι εύκολα, είμαι εύθραυστος. -
38 метровка
-и θ.1. το πτυσσόμενο μέτρο.2. ξύλα, σανίδες ενός μέτρου.3. μέτρηση, -μα•произвести -у трубы μετρώ το μήκος του σωλήνα.
-
39 наготовить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. ετοιμάζω, εφοδιάζομαι•наготовить дрова ни зиму εφοδιάζομαι ξύλα για το χειμώνα.
2. (με ποσοτική σημασία) μαγειρεύω, ετοιμάζω, φτιάχνω•наготовить на всех гостей ετοιμάζω για όλους τους φιλοξενούμενους•
наготовить всякой всячины ετοιμάζω λογιών-λογιών φαγητά.
εφοδιάζω, προμηθεύω•на всех не наготовить όλους δεν μπορώ να τους εφοδιάσω ή να τους προκάνω (προφτάσω)•
на этого мальчика не -ишься обуви αυτό το παιδάκι δεν το προκάνομε από παπούτσια.
-
40 напилить
-или, -йлишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напиленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ. πριονίζω•напилить дров на зиму κόβω ξύλα με το πριόνι για το χειμώνα.
См. также в других словарях:
ξῦλα — σῦλα , σύλη the right of seizing the ship neut nom/voc/acc pl σῦλα , σῦλα neut nom/voc/acc pl σῦλα , σῦλον the right of seizing the ship neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύλα — ξύλον Abh. Berl. Akad. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξερά Ξύλα — Ημιορεινός οικισμός (3 κάτ,, υψόμ. 400), στην επαρχία Μιραμπέλλου, του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νεάπολης … Dictionary of Greek
ξύλ' — ξύλα , ξύλον Abh. Berl. Akad. neut nom/voc/acc pl σύ̱λᾱͅ , σύλη the right of seizing the ship fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
άξυλος — η, ο (Α ἄξυλος, ον) αυτός που δεν έχει ξύλα (για τόπο) ή που έμεινε χωρίς καύσιμα ξύλα (για άνθρωπο) αρχ. 1. (για δάσος) εκείνος που έχει άφθονα ξύλα, που δεν έχει υλοτομηθεί («ἄξυλος ὕλη» πυκνό δάσος απ όπου δεν έχουν κοπεί ξύλα Όμηρος) 2.… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του … Dictionary of Greek
γκολφ — Άθλημα ανοιχτού χώρου. Κατά τη διάρκειά του, κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την μπάλα με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου.Κάθε παίκτης χτυπάει την μπάλα με κατάλληλα ρόπαλα… … Dictionary of Greek
παρκέ — Μικρά, πλανισμένα κομμάτια ξύλου που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή δαπέδων. Με την ίδια ονομασία χαρακτηρίζεται και το δάπεδο που γίνεται από τέτοια ξύλα. Το π. διακρίνεται για την ανθεκτικότητά του και τις μονωτικές του ιδιότητες σε ήχο και … Dictionary of Greek
ενθετική — Είδος διακόσμησης με τη χρήση κομματιών ή ελασμάτων από διάφορες ύλες, όπως μέταλλα, ξύλα, μάρμαρα, μάργαρο, ελεφαντόδοντο, ημιπολύτιμοι λίθοι, τα οποία προσαρμόζονται με ποικίλες τεχνικές σε ειδικά προετοιμασμένες κοιλότητες ή εγκοπές μιας… … Dictionary of Greek