-
1 подсохнуть
ξηραίνω/ξηραίνομαι, στε-γνώνω/στεγνώνομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подсохнуть
-
2 сушить
сушу, сушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сушенный, βρ: -шен -а, -оρ.δ.μ.1. ξηραίνω, στεγνώνω•сушить бель στεγνώνω τα ρούχα•
-сено ξηραίνω το χόρτο•
сушить на солнце ξηραίνω στον ήλιο (λιάζω)•
сушить фрукты ξηραίνω φρούτα.
|| αποξηραίνω (βαλτώδη εδάφη).2. μτφ. εξασθενίζω, αδυνατίζω, εξαντλώ• βασανίζω3. μτφ. κάνω αδιάφορο, απροσήγορο, άχαρο, τυπικό.εκφρ.сушить всла – δεν κωπηλατώ (κρατώ τα κουπιά πάνω από το νερό).ξηραίνομαι, στεγνώνω κλπ. ρ, ενεργ. φ. -
3 сушить
-
4 засушивать
засушиватьнесов, засушить сов ἀποξηραίνω, ξηραίνω:\засушивать цветок ἀποξηραίνω τό ἀνθος, ξηραίνω τό λουλούδι. -
5 вывялить
ρ.σ.μ. ξηραίνω, αποξηραίνω στον ήλιο, στεγνώνω•вывялить рыбу ξηραίνω ψάρια στον ήλιο.
ξηραίνομαι, στεγνώνω στον ήλιο. -
6 засушить
-ушу, -ушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засушенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.1. ξηραίνω• στεγνώνω•засушить цветы ξηραίνω τα λουλούδια.
2. παρατηγανίζω, παρακαβουρδίζω.3. μτφ. κάνω τι αμυδρό, άτονο, στερώ της ζωντάνιας.ξηραίνομαι, στεγνώνω. -
7 иссушить
-ушу, -ушиь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. иссушённый, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.αποξηραίνω, ξηραίνω, στεγνώνω•иссушить болото αποξηραίνω βάλτο•
иссушить грибы ξηραίνω μανιτάρια.
|| μτφ. στειρεύω, καθιστώ άγονο. || μτφ. κατισχναίνω, αποσκελετώ, παξιμαδιάζω• αδυνατίζω.(απο) ξηραίνομαι, στεγνώνω. -
8 навялить
ρ.σ.μ. ξηραίνω στον ήλιο•навялить много рыбы ξηραίνω στον ήλιο πολλά ψάρια.
-
9 посушить
ρ.σ.μ.1. ξηραίνω, στεγνώνω ψήνω•посушить промокшее пальто στεγνώνω το βρεγμένο πανωφόρι•
посушить сухарей ψήνω φρυγανιές.
2. ξηραίνω, στεγνώνω ψήνω λίγο (για όλα, πολλά).ξηραίνομαι, στεγνώνω• ψήνομαι λίγο ή για όλα, πολλά. -
10 просушить
ρ.σ.μ.1. ξηραίνω, στεγνώνω.2. ξηραίνω, στεγνώνω (για ένα χρον. διάστημα).ξηραίνομαι, στεγνώνω. -
11 выдерживать
1. (подвергаться действию давления, движения и т.п.) δέχομαι 2. (стойко переносить) αντέχω 3. (подвер-гать испытанию, проверке) αντέχω, πετυχαίνω 4. (древесину) ξηραίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выдерживать
-
12 засушивать
αποξηραίνω, ξηραίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > засушивать
-
13 обсушивать
στεγνώνω, (απο)ξηραίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обсушивать
-
14 подсушивание
η ξήρανση (συμπληρωματική ή λίγο παραπάνω από την κανονική)-ть στεγνώνω, ξηραίνω (συμπληρωματικά ή λίγο παραπάνω)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подсушивание
-
15 просушивание
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просушивание
-
16 сушить
ξεραίνω, ξηραίνω, στεγνώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сушить
-
17 высушивать
высушиватьнесов, высушить сов ἀποξηραίνω, ξηραίνω, ξεραίνω, στεγνώνω. -
18 насушить
насушитьсов ξηραίνω, ξεραίνω (ώρισ-μένη ποσότητα). -
19 обсушивать
обсушиватьнесов, обсушить сов στεγνώνω, (άπο)ξηραίνω:\обсушивать пла́тье στεγνώνω τό φόρεμα. -
20 подсушивать
подсушиватьнесов, подсушить сов στεγνώνω λίγο (μετ.), ξηραίνω λίγο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ξηραίνω — parch pres subj act 1st sg ξηραίνω parch pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηραίνω — → δες ξεραίνω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξηραίνω — και ξεραίνω (ΑΜ ξηραίνω) [ξηρός] καθιστώ κάτι ξηρό αφαιρώντας το νερό, την υγρασία, αποξηραίνω, στεγνώνω νεοελλ. 1. αναισθητοποιώ 2. σκοτώνω 3. μέσ. ξεραίνομαι α) πεθαίνω β) μτφ. i) κοιμάμαι βαθιά ii) μένω κατάπληκτος, αποσβολωμένος 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek
ξηραίνω — βλ. ξεραίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξηρασμένα — ξηραίνω parch perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐξηρασμένᾱ , ξηραίνω parch perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐξηρασμένᾱ , ξηραίνω parch perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐξηρᾱσμένα , ξηραίνω parch perf part mp neut nom/voc/acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηρασμένον — ξηραίνω parch perf part mp masc acc sg ξηραίνω parch perf part mp neut nom/voc/acc sg ἐξηρᾱσμένον , ξηραίνω parch perf part mp masc acc sg ἐξηρᾱσμένον , ξηραίνω parch perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηρασμένων — ξηραίνω parch perf part mp fem gen pl ξηραίνω parch perf part mp masc/neut gen pl ἐξηρᾱσμένων , ξηραίνω parch perf part mp fem gen pl ἐξηρᾱσμένων , ξηραίνω parch perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξήρανται — ξηραίνω parch perf ind mp 3rd pl (epic ionic) ξηραίνω parch perf ind mp 3rd sg ἐξήρᾱνται , ξηραίνω parch perf ind mp 3rd pl (epic ionic) ἐξήρᾱνται , ξηραίνω parch perf ind mp 3rd sg ἐξαράομαι utter curses perf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξήραντο — ξηραίνω parch plup ind mp 3rd pl (epic ionic) ξηραίνω parch plup ind mp 3rd sg ἐξήρᾱντο , ξηραίνω parch plup ind mp 3rd pl (epic ionic) ἐξήρᾱντο , ξηραίνω parch plup ind mp 3rd sg ἐξή̱ραντο , ἐξαίρω lift up aor ind mid 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηραίνεσθε — ξηραίνω parch pres imperat mp 2nd pl ξηραίνω parch pres ind mp 2nd pl ξηραίνω parch imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηραίνῃ — ξηραίνω parch pres subj mp 2nd sg ξηραίνω parch pres ind mp 2nd sg ξηραίνω parch pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)