-
21 просушивать
просушиватьнесов, просушить сов στεγνώνω, ξεραίνω, ξηραίνω. -
22 сушить
суш||и́тьнесов ξεραίνω, ξηραίνω, στεγνώνω (μετ.):\сушитьи́ть белье στεγνώνω τά ἀσπρό-ρουχα· \сушитьи́ть сено ξεραίνω τό χορτάρι. -
23 высушить
-ушу, -ушишь, ρ.σ.μ.1. στεγνώνω, ξηραίνω•высушить белье στεγνώνω τα ρούχα.
2. παλ. πίνω ως τον πάτο,3. βασανίζω, κατατυραννώ.στεγνώνω, ξηραίνομαι•белье -лось τα ρούχα στέγνωσαν.
-
24 вялить
-
25 завялить
-
26 насушить
-ушу, -ушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насушенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.στεγνώνω, ξηραίνω. -
27 обвялить
ρ.σ.μ. στεγνώνω, ξηραίνω στον ήλιο. -
28 обсушить
-ушу, -ушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обсушенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ. στεγνώνω, ξηραίνω.στεγνώνω, ξηραίνομαι. -
29 опалить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опа-ленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.1. περικαίω, περιφλογίζω, καψαλίζω.2. (για ήλιο, καύσωνα, άνεμο) στεγνώνω, ξηραίνω.1. περικαίομαι, περιφλογίζομαι(για δέρμα, ενδυμασία).2. (εξ)οργίζομαι, θυμώνω, ανάβω. -
30 пересушить
-ушу, -ушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересушенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.1. ξαναξηραίνω.2. παραξηραίνω παραστεγνώνω.3. ξηραίνω, στεγνώνω (όλα, πολλά)•пересушить всё бельё στεγνώνω όλα τα ρούχα.
1. παραξη-ραίνομαι, στεγνώνω.2. ξηραίνομαι, στεγνώνω•всё бель -лось όλα τα ρούχα στέγνωσαν.
-
31 подсушить
-
32 привяливать
ρ.δ. στεγνώνω, ξηραίνω λίγο (στον ήλιο). -
33 присушить
ρ.σ.μ.1. ξηραίνω λίγο• στεγνώνω λίγο.2. (διαλκ.) μαγεύω, κάνω μάγια. || μτφ. μαραίνω από αγάπη -
34 солнце
-а α.ο ήλιος•вращение земли вокруг солнца περιστροφή της γης γύρω από τον ήλιο•
восход солнца ανατολή του ήλιου•
заход -а δύση του ήλιου•
затмение -а έκλειψη του ήλιου•
сушить на солнце ξηραίνω στον ήλιο•
греться на солнце ζεσταίνομαι στον ήλιο, λιάζομαι.
εκφρ.до -а – πριν την ανατολή του ήλιου,πριν να βγε ι (ανατε ίλει) ο ήλιος•идти по -у – πηγαίνω (παροσανατολίζομαι) με τον ήλιο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ξηραίνω — parch pres subj act 1st sg ξηραίνω parch pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηραίνω — → δες ξεραίνω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξηραίνω — και ξεραίνω (ΑΜ ξηραίνω) [ξηρός] καθιστώ κάτι ξηρό αφαιρώντας το νερό, την υγρασία, αποξηραίνω, στεγνώνω νεοελλ. 1. αναισθητοποιώ 2. σκοτώνω 3. μέσ. ξεραίνομαι α) πεθαίνω β) μτφ. i) κοιμάμαι βαθιά ii) μένω κατάπληκτος, αποσβολωμένος 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek
ξηραίνω — βλ. ξεραίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξηρασμένα — ξηραίνω parch perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐξηρασμένᾱ , ξηραίνω parch perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐξηρασμένᾱ , ξηραίνω parch perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐξηρᾱσμένα , ξηραίνω parch perf part mp neut nom/voc/acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηρασμένον — ξηραίνω parch perf part mp masc acc sg ξηραίνω parch perf part mp neut nom/voc/acc sg ἐξηρᾱσμένον , ξηραίνω parch perf part mp masc acc sg ἐξηρᾱσμένον , ξηραίνω parch perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηρασμένων — ξηραίνω parch perf part mp fem gen pl ξηραίνω parch perf part mp masc/neut gen pl ἐξηρᾱσμένων , ξηραίνω parch perf part mp fem gen pl ἐξηρᾱσμένων , ξηραίνω parch perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξήρανται — ξηραίνω parch perf ind mp 3rd pl (epic ionic) ξηραίνω parch perf ind mp 3rd sg ἐξήρᾱνται , ξηραίνω parch perf ind mp 3rd pl (epic ionic) ἐξήρᾱνται , ξηραίνω parch perf ind mp 3rd sg ἐξαράομαι utter curses perf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξήραντο — ξηραίνω parch plup ind mp 3rd pl (epic ionic) ξηραίνω parch plup ind mp 3rd sg ἐξήρᾱντο , ξηραίνω parch plup ind mp 3rd pl (epic ionic) ἐξήρᾱντο , ξηραίνω parch plup ind mp 3rd sg ἐξή̱ραντο , ἐξαίρω lift up aor ind mid 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηραίνεσθε — ξηραίνω parch pres imperat mp 2nd pl ξηραίνω parch pres ind mp 2nd pl ξηραίνω parch imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηραίνῃ — ξηραίνω parch pres subj mp 2nd sg ξηραίνω parch pres ind mp 2nd sg ξηραίνω parch pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)