-
1 Law
subs.Divine law: P. and V. ὁσία, ἡ.Human law: P. and V. νόμος, ὁ.Ordinance: P. and V. νόμιμον, τό, or pl., θεσμός, ὁ (rare P.).Equality is man's law: V. τὸ γὰρ ἴσον νόμιμον ἀνθρώποις ἔφυ (Eur., Phoen. 538).Since it is a law of nature for the weaker to be kept down by the stronger: P. ἀεὶ καθεστῶτος τὸν ἥσσω ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου κατείργεσθαι (Thuc. 1, 76).Make laws: of a people making their own laws, P. and V. νόμον τίθεσθαι; of a legislator: P. and V. νόμον τιθέναι. P. νομοθετεῖν, V. θεσμοποεῖν.Break the law, v.: P. παρανομεῖν.Enjoy good laws: P. εὐνομεῖσθαι.Enjoyment of good laws, subs.: Ar. and P. εὐνομία, ἡ.Lay down the law, domineer, v.; P. and V. δεσπόζειν, τυραννεύειν.Bring to law: P. εἰς δικαστήριον ἄγειν, V. πρὸς τὴν δίκην ἄγειν.Go to law: Ar. and P. δικάζεσθαι.Go to law against: P. ἀντιδικεῖν πρός (acc.), ἀγωνίζεσθαι πρός (acc.), Ar. and P. δικάζεσθαι (dat.).The laws of health: P. τὸ ὑγιεινόν.The laws of nature: P. τὰ τῆς φύσεως.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Law
-
2 Lay
v. trans.P. and V. τιθέναι.Lay a wager: Ar. περιδίδοσθαι (absol.).Be laid ( of foundations): P. ὑποκεῖσθαι.When the foundation of a race is not fairly laid: V. ὅταν δὲ κρηπὶς μὴ καταβληθῇ γένους ὀρθῶς (Eur., H.F. 1261).The foundations are laid: P. οἱ θεμέλιοι... ὑπόκεινται (Thuc. 1, 93).Lay a ( plot): P. κατασκευάζειν, συσκευάζειν, P. and V. πλέκειν, V. ἐμπλέκειν, ῥάπτειν; see Contrive.Lay bare: P. and V. γυμνοῦν.met.; see Disclose.Lay before: P. and V. προτιθέναι (τί τινι).Be laid down: P. and V. κεῖσθαι.Lay down the law: met.; see Domineer (Domineer over).Determine: P. and V. ὁρίζειν.Lay down ( a principle): P. τιθέναι (or mid.), ὑπολαμβάνειν, ὑποτίθεσθαι, ὁρίζεσθαι.Be laid down: P. ὑπάρχειν, ὑποκεῖσθαι, κεῖσθαι.This being laid down: V. ὑπόντος τοῦδε (Eur., El. 1036).Lay hands on: Ar. χεῖρας ἐπιβάλλειν (dat.), P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), ἐφάπτεσθαι (gen.), λαμβάνεσθαι (gen.), ἀντιλαμβάνεσθαι (gen.); see under Hand.Lay hold of: see lay hands on.Be laid on, imposed: P. and V. προσκεῖσθαι, P. ἐπικεῖσθαι.Enjoin: P. and V. προστάσσειν (τί τινι), ἐπιτάσσειν (τί τινι), ἐπιστέλλειν (τί τινι), ἐπισκήπτειν (τί τινι).Lay ( blame) on: P. and V. (αἰτίαν), ἀναφέρειν (dat., or εἰς, acc.), προστιθέναι (dat.), Ar. and P. ἐπαναφέρειν (εἰς, acc.), ἀνατιθέναι (dat.); see Attribute.Lay open: see Disclose.Lay oneself open to: see Incur.Prepare: P. and V. παρασκευάζειν.Straighten the limbs: V. ἐκτείνειν.By no wife's hand were they laid out in their winding sheets: V. οὐ δάμαρτος ἐν χεροῖν πέπλοις συνεστάλησαν (Eur., Tro. 377).Be laid out for burial: P. and V. προκεῖσθαι.Lay oneself out to: P. and V. σπουδάζειν (infin.).Lay siege to: see Besiege.Lay to: see Impute.V. intrans. Come to anchor: P. and V. ὁρμίζεσθαι.Lay to rest: P. and V. κοιμίζειν, V. κοιμᾶν.Lay under contribution: P. ἀργυρολογεῖν (acc.).Be laid up: P. ἀποκεῖσθαι (met.).Be ill: P. and V. κάμνειν, νοσεῖν.——————subs.Poem: P. ποίημα, τό, ποίησις, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lay
-
3 Pass
v. trans.Passing ( the children) on through a succession of hands: V. διαδοχαῖς ἀμείβουσαι χερῶν (τέκνα) (Eur., Hec. 1159).Sail past: P. παραπλεῖν, παρακομίζεσθαι.Having passed the appointed time: V. παρεὶς τὸ μόρσιμον.Their line had now all but passed the end of the Athenian wall: P. ἤδη ὅσον οὐ παρεληλύθει τὴν τῶν Ἀθηναίων τοῦ τείχους τελευτὴν ἡ ἐκείνων τείχισις (Thuc. 7, 6).Go through: P. and V. διέρχεσθαι.Cross: P. and V. ὑπερβαίνειν, διαβάλλειν, διαπερᾶν, ὑπερβάλλειν, Ar. and P. διαβαίνειν, περαιοῦσθαι, διέρχεσθαι, P. διαπεραιοῦσθαι (absol.), διαπορεύεσθαι, Ar. and V. περᾶν, V. ἐκπερᾶν.Pass ( time): P. and V. διάγειν (Eur., Med. 1355) (with acc. or absol.), τρίβειν, Ar. and P. διατρίβειν (with acc. or absol.), κατατρίβειν, V. ἐκτρίβειν, διαφέρειν, διεκπερᾶν, Ar. and V. ἄγειν.Pass time in a place: Ar. and P. ἐνδιατρίβειν (absol.).Pass a short time with a person: P. σμικρὸν χρόνον συνδιατρίβειν (dat.) (Plat., Lys. 204C).Pass the night: P. and V. αὐλίζεσθαι, V. νυχεύειν (Eur., Rhes.).Pass ( a law), of the lawgiver: P. and V. τιθέναι (νόμον); of the people: P. and V. τίθεσθαι (νόμον).Pass sentence on: see Condemn.Never would they have lived thus to pass sentence on another man: V. οὐκ ἄν ποτε δίκην κατʼ ἄλλου φωτὸς ὧδʼ ἐψήφισαν (Soph., Aj. 648).V. intrans. P. and V. ἔρχεσθαι, ἰέναι, χωρεῖν, Ar. and V. βαίνειν, στείχειν, περᾶν, V. ἕρπειν, μολεῖν ( 2nd aor. of βλώσκειν).A goddess shall be struck by mortal hand unless she pass from my sight: V. βεβλήσεταί τις θεῶν βροτησίᾳ χερὶ εἰ μὴ ʼξαμείψει χωρὶς ὀμμάτων ἐμῶν (Eur., Or. 271).Let pass: P. and V. ἐᾶν; see admit, let slip.Go through: P. and V. διέρχεσθαι.Elapse: P. and V. παρέρχεσθαι, διέρχεσθαι.Expire: P. and V. ἐξέρχεσθαι, ἐξήκειν; see also under past.Be enacted: P. and V. κεῖσθαι.Pass along: P. ἐπιπαριέναι (acc.).This decree caused the danger that lowered over the city to pass away like a cloud: P. τοῦτο τὸ ψήφισμα τὸν τότε τῇ πόλει περιστάντα κίνδυνον παρελθεῖν ἐποίησεν ὥσπερ νέφος (Dem. 291).met., disappear: P. and V. ἀφανίζεσθαι, διαρρεῖν, ἀπορρεῖν, φθίνειν (Plat.), Ar. and V. ἔρρειν (also Plat. but rare P.).Have passed away, be gone: P. and V. οἴχεσθαι, ἀποίχεσθαι, V. ἐξοίχεσθαι, Ar. and V. διοίχεσθαι (also Plat. but rare P.).Pass by: see pass, v. trans.Pass into: see Enter.Change into: P. μεταβαίνειν εἰς (acc.), μεταβάλλειν (εἰς acc., or ἐπί acc.); see Change.Pass off: P. and V. ἐκβαίνειν, P. ἀποβαίνειν.Pass away: see pass away.Pass on: P. προέρχεσθαι, P. and V. προβαίνειν.Pass out of: V. ἐκπερᾶν (acc. or gen.).Slight: see Slight.Pass through: P. and V. διέρχεσθαι (acc.), V. διέρπειν (acc.), διαστείχειν (acc.), Ar. and V. διεκπερᾶν (acc.), διαπερᾶν (acc.) (rare P.).Travel through: Ar. and V. διαπερᾶν (acc.) (rare P.), P. διαπορεύεσθαι (acc.).Pass through, into: V. διεκπερᾶν εἰς (acc.).Pierce: see Pierce.Of time (pass through life, etc.): P. and V. διέρχεσθαι (acc.), V. διαπερᾶν (also Xen. but rare P.).Come to pass: P. and V. συμβαίνειν, συμπίπτειν, παραπίπτειν, γίγνεσθαι, τυγχάνειν, συντυγχάνειν; see Happen.——————subs.Defile: P. and V. εἰσβολή, ἡ, ἄγκος, τό (Xen.), P. στενόπορα, τά, στενά, τά, πάροδος, ἡ, V. στενωπός, ἡ.Difficulty: P. and V. ἀπορία, ἡ; see also predicament.Having come to so sore a pass: V. εἰς τὰς μεγίστας συμφορὰς ἀφιγμένος (Eur., I.A. 453).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pass
-
4 закон
законм в разн. знач. ὁ νόμος:\закон природы ὁ φυσικός νόμος· \законы общественного развития οἱ νόμοι τής κοινωνικής ἀνάπτυξης· \закон тяготения физ. ὁ νόμος τῆς βαρύτητας [-ης]· чрезвычайный \закон ὁ ἐκτακτος νόμος· неписаный \закон ὁ ἄγραφος νόμος· свод \законов ὁ κῶδιξ (νόμων)· обнародовать \закон δημοσιεύω νόμο· нарушать \закон παραβαίνω τόν νόμο· именем \закона ἐν ὁνόματι τοῦ νόμου· по \закону, в силу \закона σύμφωνα μέ τό νόμο, κατά τόν νόμον вне \закона ἐκτός νόμου· ◊ сухо́й \закон ὁ νόμος ποτοαπαγόρευσης· бу́ква \закона τό γράμμα τοῦ νόμου. -
5 нарушать
нарушатьнесов1. διαταράσσω, ταράζω, ἐνοχλώ, ἀνησυχῶ:\нарушать покой διαταράσσω τήν ήσυχία· \нарушать сон κόβω τόν ὑπνο·2. (преступать) παραβαίνω, παραβιάζω, καταπατώ, ἀθετῶ:\нарушать закон καταπατώ τόν νόμον ·\нарушать клятву, присягу παραβαίνω (или πατῶ) τόν ὀρκο μου· \нарушать слово ἀθετΦ τόν λόγο μου· \нарушать договор καταπατώ τήν συμφωνία· \нарушать границу παραβιάζω τά σύνορα. -
6 по
попредлог Α. с дат. п.1. (при указании места действия \по на поверхности, по поверхности) πάνω σέ, ἐπί / κατά μήκος (вдоль чего-л.):книги разбросаны по всему́ столу́ τά βιβλία εἶναι σκορπισμένα πάνω σ' ὀλο τό τραπέζι· ударить кулаком по́ столу κτυπώ μέ τή γροθιά ἐπάνω στό τραπέζι· гла́дить по голове χαϊδεύω τό κεφάλι· лететь по иебу πετώ στον οὐρανό·2. (при указании места \по где-л., в пределах чего-л.) σέ, είς, ἀνά:гулять по городу κάνω βόλτα στήν πόλη· по всему́ свету σέ ὀλον τόν κόσμο, ἀνά τήν ὑφήλιον по горим по полям στά βουνά καί στά λειβάδια·3. (при обозначении области, сферы чего-л. при указании на признак) σέ:он врач по профессии εἶναι ἱατρός στό ἐπάγγελμα· по росту он меньше всех στό μπόϊ εἶναι πιό κοντός ἀπ· ὀλους· лу́чший по качеству καλλίτερος σέ ποιότητα· урок по физике τό μάθημα φυσικής· соревнование по плаванию οἱ ἀγώνες κολυμβήσεως, οἱ κολυμβητικοί ἀγώνες'4. (согласно, в соответствии) κατά, συμφὠνως, σύμφωνα, ὀπως; по общему мнению κατά τήν γνώμη ὀλων· по выбору κατ' ἐκλογήν по жела́иию κατά βούλησιν по закону κατά τόν νόμον по заслу́гам ὅπως τοῦ ἀξίζεν по последней моде σύμφωνα μέ τήν τελευταία μόδά поезда ходят по расписанию τά τραίνα κυκλοφορούν σύμφωνα μέ τό δρομολόγιο· по своей воле οίκειοθελῶς, αὐτοβούλως·5. (на основании чего-л., из чего-л.) ἀπό, ἐκ:по внешнему виду ἐξ ὀψεως· по опыту ἀπό πείρα, ἐκ πείρας·6. (при указании причины\по вследствие чего-л., из-за чего-л.) ἐξ αίτίας, λόγω:по болезни λογω ἀσθενείας· по твоей вине ἐξ αἰτίας σου· по ошибке κατά λαθος· по неосторожности ἐξ ἀμελείας, ἀπροσεξίας· отпуск по беременности ἀδεια λόγω ἐγγυμοσύνης· по слу́чаю чего́-л. ἐπί τή εὐκαιρία·7. (при указании родства, близости):родственник по отцу́ συγγενής ἐκ πατρός, συγγενής ἀπό πατέρα· товарищ по университету συμφοιτητής ἀπό τό πανεπιστήμιον грек по происхождению Έλληνας τήν καταγωγή ν8. (посредством чего-л.) μέ, διά, διά μέσου:по почте ταχυδρομικώς, μέ τό ταχυδρομείό объявить по радио ἀνακοινώνω ἀπό τό ραδιόφωνο· ехать по железной дороге πηγαίνω σιδηροδρομικώς, ταξιδεύω μέ τόν σιδηρόδρομο· по телефону ἀπό τηλεφώνου, τηλεφωνικώς· по телеграфу διά τηλεγράφον, τηλεγρα-φικῶς· по воздуху ἀεροπορικώς· идти́ по ветру (о судне) πηγαίνω μέ ὁὔριο ἄνεμο· по дороге (в пути) καθ' ὀδόν, οταν πηγαίναμε, στον δρόμο·9. (при обозначении времени, в которое регулярно происходит что-л., чаще не переводится):по вечерам τά βράδυα· по ночам τίς νύχτες· по праздникам τίς γιορτές· Б. с вин. п. (при указании предела в пространстве и во времени\по вплоть до) μέχρι[ς], Ιως, ὠς; по по́яс ὡς τήν μέση· по 5-е сентября μέχρι τίς πέντε Σεπτεμβρίου· по сей день μέχρι σήμερα, ὡς τώρα· В. с дат. и вин. п. (в разделительном значении) ἀνά:по́ два ἀνά δύο, δυό δυό· по одному́ ἀνά ίνας, ἔνας ἐνας· по кускам κατά τεμάχια, μέ τό κομμάτί по десять рублей штука δέκα ρούβλια τό κομμάτι· по пять рублей ἀπό πέντε ρούβλια· Г. с предл. п. (при обозначении времени \по после) μετά:по возвращении μετά τήν ἐπιστροφήν по окончании μετά τήν λήξιν, μετά τό πέρας· ◊ по временам ἀπό καιρό σέ καιρό· скучать по до́му νοσταλγώ τό σπίτι μου· τοῦκέ по родине ἡ νοσταλγία· по тебе видно, что... ἀπό σένα φαίνεται δτι...· по мне разг κατά τήν γνώμην μου, κατ' ἐμέ· по меньшей мере τουλάχιστον по ту сторону ἀπ' τήν ἀλλη μεριά, ἐκείθεν, πέρα ἀπό· по правую (левую) руку ἀπ' τό δεξί (ἀπό τό ἀριστερό) χέρι· мне это не по душе αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει. -
7 согласно
согласно1. нареч (единодушно, дружно) ὁμόφωνα, ὁμόθυμα, μον(ο)ισμένα, μέ σύμπνοια· жить \согласно ζῶ μον(ο)ιασμένα·2. предлог (соответственно) σύμφωνα, σομφώνως:\согласно закону σύμφωνα μέ τό νόμο, συμφώνως προς τόν νόμον. -
8 Amendment
subs.P. ἐπανόρθωμα, τό.Improvement: P. ἐπίδοσις, ἡ.Propose an amendment: P. παρεισφέρειν νόμον (Dem. 484).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Amendment
-
9 Formally
adj.According lo usage: P. and V. κατὰ νόμον.With preciseness: P. and V. ἀκριβῶς.Ceremoniously: P. and V. σεμνῶς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Formally
-
10 Infringe
v. trans.P. and V. παραβαίνειν. συγχεῖν, ὑπερβαίνειν, P. λύειν, διαλύειν, παρέρχεσθαι, ὑπερπηδᾶν, V. ὑπερτρέχειν, παρεξέρχεσθαι.Infringe the law: P. παρανομεῖν (absol.), or νόμον παρανομεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Infringe
-
11 Legislate
v. intrans.P. νομοθετεῖν, V. θεσμοποιεῖν, P. and V. νόμον τιθέναι (or mid., in the case of a sovereign people legislating for itself).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Legislate
-
12 Morally
subs.Justly: P. and V. ὀρθῶς, δικαίως.According to divine law: P. κατὰ τὸν θεῖον νόμον.By nature, in character: P. and V. φύσει.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Morally
-
13 Transgress
v. trans.P. and V. παραβαίνειν, ὑπερβαίνειν, συγχεῖν, P. λύειν, διαλύειν, παρέρχεσθαι, ὑπερπηδᾶν, V. ὑπερτρέχειν, παρεξέρχεσθαι.Transgress the law: P. παρανομεῖν (absol.), or νόμον παρανομεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Transgress
-
14 Violate
v. trans.P. and V. παραβαίνειν, ὑπερβαίνειν, συγχεῖν, P. λύειν, διαλύειν, παρέρχεσθαι, ὑπερπηδᾶν, V. ὑπερτρέχειν, παρεξέρχεσθαι.Violate the law: P παρανομεῖν, or νόμον παρανομεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Violate
-
15 yasalı
νόμιμος, έννομος, κατά νόμον
См. также в других словарях:
νομόν — νομός place of pasturage masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νόμον — Νόμος that which is in habitual practice masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόμον — νόμος that which is in habitual practice masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NOMUS — I. NOMUS Praefectura, sive conventus iuridicus apud Aegyptios. Aegyptum enim divisit Sesoosis, sive Sesostris in Nomos triginta sex, quorum 10. Thebaidi, 10. τῷ Delta, et reliqui 16. regionibus intermediis attributi. Singulis Nomis praefecti… … Hofmann J. Lexicon universale
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
NOMI — Graece Νόμοι, in Poesi, carmina dicuntur; versibus enim constabant Νόμοι κιθαρώδικοὶ et Νόμοι ἀυλητικοὶ. Hinc, qui eorum auctores fuêre, Poetas exstitisse certum est. Plut. de Music. Ὅτι δὲ οἱ Κιθαρωδικοὶ νόμοι οἱ πάλαι, ἐξ ἐπῶν συνίςαντο,… … Hofmann J. Lexicon universale
Minuscule 424 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 424 Text Acts, CE, and Paul Date 11th century Script Greek … Wikipedia
Variantes textuelles du Nouveau Testament — Les variantes textuelles sont les altérations d’un texte qui surviennent par propagation des erreurs (intentionnelles ou accidentelles) des copistes. Ces altérations peuvent être la suppression ou la répétition d’un mot, ce qui arrive lorsque… … Wikipédia en Français
ORTHIUM Carmen — memoratur A Gellio l. 16. c. 19. ubi de fidieine Arione: Atque ibi mox de more cinctus, amictus, ornatus. stansque in summae puppis foro, carmen, quod Orthium dicitur, voce sublatissimâ cantavit: In quae verba Iac. Oisclius ICtus: Carmen Orthium … Hofmann J. Lexicon universale
καν — I (Kan). Ποταμός (629 χλμ.) της Ρωσίας, παραπόταμος του Γενισέι. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές του Ανατολικού Σαγιάν (Κάνσκοε Μπελογκόριε) και κατά τη ροή του διασχίζει τη μεγάλη κοιλάδα της ομώνυμης δασοστέπας και την οροσειρά Γενισέι. Έχει… … Dictionary of Greek
νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek