-
1 νομογραφία
νομο-γρᾰφία, ἡ,A legislation, Call. Aet.Oxy.2080.93 (of Rhadamanthys), Str.6.1.8; drafting of laws, SIG563.17 (Teos, iii B.C., pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νομογραφία
См. также в других словарях:
καλαμογραφία — και καλαμογραφίη, ἡ (Α) το γράψιμο που γινόταν με τον κάλαμο, με τη γραφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + γραφία (< γράφος*), πρβλ. βιβλιο γραφία, νομο γραφία] … Dictionary of Greek
κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek