-
1 утончить
(сделать более тонким) λε-πταίνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > утончить
-
2 выступать
выступатьнесов1. (выходить вперед) βγαίνω, προχωρώ ἐμπρός, ἐξέρχομαι:·\выступать из берегов πλημμυρίζω, ςεχειλω·2. (отправляться) ἀναχωρώ, ξεκινώ/ ἐκστρατεύω (в поход)·3. (публично) ἀγορεύω, δημηγορώ/ ἐκτελώ (исполнять):\выступать с речью βγάζω λόγο, ἐκφωνώ λόγο· \выступать на сцене βγαίνω (или ἀνεβαίνω) στή σκηνή, παρουσιάζομαι ἀπό σκηνής· \выступать в роли кого-л. παίζω τό ρόλο κάποιου, ὑποδύομαι· \выступать с предложением κάνω πρόταση·4. (проступать) Ερχομαι, φαίνομαι (о слезах)/ ἀναφαίνομαι, βγαίνω (о сыпи)/ καλύπτω, σκεπάζω (о плесени)·5. (выдаваться) (προ)εξέχω, προεκβάλλω, προέχω·6. (идти с важным видом) κορδώ-νομαι. -
3 глупеть
глуп||етьнесов γίνομαι κουτός, μωραί-νομαι, ἀποβλακώνομαι. -
4 гоголь
гогол||ьм:ходить \гогольем разг κορδώ-νομαι, φουσκώνω σάν τό γάλλο, -
5 драть
дратьнесов разг1. (рвать) (ξε)σκί-ζω:\драть обувь σκίζω τά παπούτσια·2. (отделять, снимать) ξεφλουδίζω, γδέρνω:\драть лыко ξεφλουδίζω· \драть крупу́ ξεφλουδίζω μπληγοῦρι· \драть шкуру с овцы γδέρνω τό πρόβατο·3. (сечь, пороть):\драть розгами δέρνω (или χτυπῶ) μέ τή βέργα· \драть за волосы τραβώ τά μαλλιά· \драть за уши στρίβω (или τραβώ) τά αὐτιά·4. (дорого брать) γδέρνω:\драть втридорога γδέρνω (τόν πελάτη)·5. (раздражать, царапать):бритва дерет τό ξυράφι γδέρνει· вино дерет горло τό κρασί ἐρεθίζει τό λαρύγγι· ◊ \драть го́рло (громко кричать) разг ξεφωνίζω, ξελαρυγγίζο-μαι· \драть нос (важничать) разг κορδώ-νομαι, σηκώνω τή μύτη μου· мороз дерет по коже ἀνατριχιάζω, μέ πιάνει ἀνατριχίλα. -
6 задаваться
задавать||ся1. (чем.-л.) βάζω στό μυαλό, βάζω στό νοῦ μου:\задаватьсяся целью βάζω (γιά) σκοπό μου· \задаватьсяся мыслью βάζω σκοπό·2. (важничать) разг ἀλαζονεύομαι, κάνω τόν καμπόσο, κορδώ-νομαι. -
7 задолжать
задолжатьсов χρεώνομαι, καταχρεώ-νομαι, εἶμαι πνιγμένος στά χρέη", \задолжать кому-л. что-л. δανείζομαι ἀπό κάποιον. -
8 закаляться
закалять||ся1. (о стали и т. ἡ.) ἀτσαλώ-νομαι·2. перен σκληραγωγούμαι. -
9 откупориваться
откупоривать||сяἐκπωματίζομαι, ξεστουπώ-νομαι. -
10 перемазаться
перемазать||сяκαταλερώ-νομαι, πασσαλείβομαι. -
11 помертветь
помертве||тьсов (от ужаса, горя и т· п.) παραλύω, μουδιάζω, ἀποναρκώ-νομαι, ὠχριῶ:я \помертветьл от страха μοῦ πάγωσε τό αίμα ἀπό τόν φόβο. -
12 постель
постел||ьж τό κρεββάτι, ἡ κλίνη, ἡ στρωμνή:лежать в \постельи (о больном) εἶμαι κλινήρης, εἶμαι κρεββατωμένος· слечь в \постель πέφτω στό κρεββάτι, κατακλι-νομαι· убрать \постель στρώνω τό κρεββάτι. -
13 ум
умм ὁ νοῦς, ἡ διάνοια, τό μυαλά/ ἡ εὐφυΐα, ἡ ἐξυπνάδα (сообразительность):глубокий \ум ἡ βαθύνοια· острый \ум ὁ ὁξύς νοῦς, ἡ ὀξύνοια· проницательный \ум ὁ διεισδυτικός νοῦς· светлый \ум ἡ φωτεινή διάνοια· живой \ум τό ζωντανό μυαλό· склад \ума ἡ νοοτροπία· человек большого \ума ὁ μεγάλος νοῦς, ἀνθρωπος μέ μεγάλη διάνοια· лу́чшие \умы человечества οἱ μεγαλύτερες διάνοιες τής ἀνθρωπότητας· ◊ взяться за \ум разг συνετίζομαι, συνέρχομαι, γίνομαι λογικός· \ум за разум заходит δέν ξέρω τϊ λεω· жить своим \умо́м ἔχω δική μου γνώμη· быть в здравом \уме́ и твердой памяти ἔχω σώας τάς φρένας· быть не в своем \уме разг δέν εἶμαι στά συγκαλά μου, τά ἔχω χαμένα· у него другое на \уме ἀλλο ἔχει στό μυαλά του· он себе на \уме́ разг αὐτός εἶναι τετραπέρατος· считать в \уме́ λογαριάζω μέ τό νοῦ μου· держать в \уме (не записывая) κρατώ στόν νοῦ· в \уме́ ли ты? εἰσαι στά καλά σου;· сойти с \ума τρελλαίνομαι· это не твоего́ \ума дело разг δέν εἶναι δική σου δουλιά αὐτό· прийти́ на \ум μοῦ ἔρχεται στό νοῦ νά· мне не пришло на \ум δέν μοῦ ἡλθε στό νοῦ· это у меня́ из \ума не идет разг δέν μοῦ βγαίνει ἀπό τό μυαλά· быть без \ума от... ξετρελλαί-νομαι μέ κάτι...· сводить с \ума (ξε)τρελ-λαίνω, ξεμυαλίζω· \ума не приложу́ δέν τό χωρεί ὁ νους μου, δέν μπορώ νά καταλάβω· (он) задним \умом крепок κάνει τόν ἔξυπνο κατόπιν ἐορτής· учить \уму́-ра́зу-му βάζω μυαλά σέ κάποιον что у трезвого на \умέ, то у пья́ного на языке́ по-гов. ἀπό τρελλό καί ἀπό μεθυσμένο μαθαίνεις τήν ἀλήθεια· сколько голов, столько \умо́в погов. δσα μυαλά τόσες γνώμες. -
14 брататься
ρ.δ.1. (παλ.) γίνομαι (πιάνομαι) αδερφοποιτός, σταυράδερφος.2. συναδελφώ -νομαι. -
15 жмурить
ρ.δ.μ. μισοκλείνω, χαμηλώνω τα βλέφαρα, οκαρδαμύσσω•жмурить глаза μισοκλείνω τα μάτια.
μισοκλεΐ νομαι, συνοφρυώνομαι. -
16 замызгать
-
17 линовать
-ную, -нуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. линованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ. μ. χαρακώνω, ριγώνω, διαγραμμίζω.χαραν.ώ-νομαι, ριγώνομαι, διαγραμμίζομαι. -
18 наставить
-влю, -вишь ρ.σ.δ.1. (κυρίως με ποσοτική σημ.) βάζω, θέτω, τοποθετώ.2. μωλωπίζω, μελανιάζω, πρήζω.3. αβγατίζω, μακραίνω, επιμηκύνω.4. κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω•-дуло револьвера на кого στρέφω την κάννη του ρεβόλβερ σε κάποιον.
εκφρ.наставить самовар – βάζω το σαμοβάρι (το γεμίζω νερό και το ανάβω)•наставить ухо (уши) – βάζω (στήνω) το αυτί, τεντώνω το αυτί, αυτιάζομαι, ακουρμαί-νομαι, αφουγκράζομαι•наставить рога кому – βάζω κέρατα σε κάποιον (απατώ).-влю, -вишьρ.σ.μ. παλ. συμβουλεύω, παραινώ, νουθετώ.εκφρ.наставить на ум ή на разум – παλ. λογικεύω, βάζω μυαλό, νουθετώ. -
19 оборотить
-рочу, -ротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обороченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. στρίβω, γυρίζω, στρέφω. || τρέπω, δίνω τροπή, κατεύθυνση.2. (για παραμύθια, μαγείες) μεταμορφώνω• μετατρέπω, μεταβάλλω.1. γυρίζω, στρίβω.2. βλ. обратиться (3 σημ.).3. (στα παραμύθια, μάγια κ.τ.τ.) μεταμορφώνο-νομαι, μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι.4. κυκλοφορώ, κάνω ένα γύρο. -
20 отучнеть
ρ.σ. χοντράίνω, παχαίνω, παχύ-νομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νομαί — νομή pasturage fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιγί(γ)νομαι — Α [ἐπιγί(γ)νομαι] 1. γίνομαι, έρχομαι επί πλέον, προστίθεμαι («τῶν ἐνεόντων κακῶν καὶ τῶν προσεπιγιγνομένων», Ιπποκρ.) 2. γίνομαι κι εγώ διαφορετικός … Dictionary of Greek
καταισχύνομαι — καταισχύ̱νομαι , καταισχύνω dishonour aor subj mid 1st sg (epic) καταισχύ̱νομαι , καταισχύνω dishonour pres ind mp 1st sg καταισχύ̱νομαι , καταισχύνω dishonour aor subj mid 1st sg (epic) καταισχύ̱νομαι , καταισχύνω dishonour pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξύνομαι — παροξύ̱νομαι , παροξύνω urge aor subj mid 1st sg (epic) παροξύ̱νομαι , παροξύνω urge pres ind mp 1st sg παροξύ̱νομαι , παροξύνω urge aor subj mid 1st sg (epic) παροξύ̱νομαι , παροξύνω urge pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταμύνομαι — ἀνταμύ̱νομαι , ἀνταμύνομαι defend oneself against another aor subj mp 1st sg (epic) ἀνταμύ̱νομαι , ἀνταμύνομαι defend oneself against another pres ind mp 1st sg ἀνταμύ̱νομαι , ἀνταμύνομαι defend oneself against another aor subj mid 1st sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπελαύνομαι — ἀπελαύ̱νομαι , ἀπελαύνω drive away aor subj mid 1st sg (epic) ἀπελαύ̱νομαι , ἀπελαύνω drive away pres ind mp 1st sg ἀπελαύ̱νομαι , ἀπελαύνω drive away aor subj mid 1st sg (epic) ἀπελαύ̱νομαι , ἀπελαύνω drive away pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπευθύνομαι — ἀπευθύ̱νομαι , ἀπευθύνω make straight aor subj mid 1st sg (epic) ἀπευθύ̱νομαι , ἀπευθύνω make straight pres ind mp 1st sg ἀπευθύ̱νομαι , ἀπευθύνω make straight aor subj mid 1st sg (epic) ἀπευθύ̱νομαι , ἀπευθύνω make straight pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπλύνομαι — ἀποπλύ̱νομαι , ἀποπλύνω wash well aor subj mid 1st sg (epic) ἀποπλύ̱νομαι , ἀποπλύνω wash well pres ind mp 1st sg ἀποπλύ̱νομαι , ἀποπλύνω wash well aor subj mid 1st sg (epic) ἀποπλύ̱νομαι , ἀποπλύνω wash well pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναβρύνομαι — ἐναβρύ̱νομαι , ἐναβρύνομαι pride oneself on aor subj mp 1st sg (epic) ἐναβρύ̱νομαι , ἐναβρύνομαι pride oneself on pres ind mp 1st sg ἐναβρύ̱νομαι , ἐναβρύνομαι pride oneself on aor subj mid 1st sg (epic) ἐναβρύ̱νομαι , ἐναβρύνομαι pride oneself… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελαύνομαι — ἐξελαύ̱νομαι , ἐξελαύνω drive out aor subj mid 1st sg (epic) ἐξελαύ̱νομαι , ἐξελαύνω drive out pres ind mp 1st sg ἐξελαύ̱νομαι , ἐξελαύνω drive out aor subj mid 1st sg (epic) ἐξελαύ̱νομαι , ἐξελαύνω drive out pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαισχύνομαι — ἐπαισχύ̱νομαι , ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor subj mp 1st sg (epic) ἐπαισχύ̱νομαι , ἐπαισχύνομαι to be ashamed at pres ind mp 1st sg ἐπαισχύ̱νομαι , ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor subj mid 1st sg (epic) ἐπαισχύ̱νομαι , ἐπαισχύνομαι to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)