Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

νομαί

  • 21 отщемлять

    ρ.δ.
    βλ. отщемить.
    μαγγώ-νομαι, πιάνομαι σφιχτά.

    Большой русско-греческий словарь > отщемлять

  • 22 передрать

    -деру, -дершь, παρλθ. χρ. передрал
    -ла, -ло ρ.σ.μ.
    1. κατασχίζω• κατασπαράζω (όλα, πολλά).
    (απλ.) φθείρω, χαλνώ•

    передрать много брюк χαλνώ πολλά παντελόνια.

    2. μαστιγώνω.
    μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώ1-νομαι.

    Большой русско-греческий словарь > передрать

  • 23 плевать

    плюю, плюшь
    ρ.δ.
    1. φτύνω, πτύω•

    плевать на пол воспрещается απαγορεύεται να φτύνετε στο πάτωμα•

    плевать на лицо φτύνω στο πρόσωπο.

    2. μτφ. περιφρονώ, μουτζώνω, δίνω μού-τζες. || αδιαφορώ, τελείως, δε με μέλει καθόλου, καρφί δε μου καίγεται.
    .εκφρ. плевать в потолок το πιάνω ζάπλα, τεμπελιάζω(βαριέμαι και να γυρίσω να φτύσω)•

    не шши в колодец: пригодиться воды напиться παρμ. μη βρωμίζεις το γιατάκι σου (φωλιά σου), γιατί θα σου ξαναχρειαστεί.

    1. βλ. ρ. ενεργ. φ.
    βγάζω σάλια κατά την ομιλία.
    2. αλληλοφτύ-νομαι.
    3. μτφ. φτύνω από το θυμό•

    не нравится ему, всё плются δεν του αρέσει και όλο φτύνει (κάνει φτου, φτού).

    Большой русско-греческий словарь > плевать

  • 24 приписать

    ρ.σ.
    1. γράφω συμπληρωματικά, επισημειώνω γράφω υστερόγραφο. || γράφω επιπρόσθετα.
    2. εγγράφω, καταχωρώ συμπερι λαβαίνω, συγκαταλέγω, συνυπολογίζω.
    3. αποδίδω, ανάγω, επιρρίπτω τα φορτώνω, τα ρίχνω (τα βάρη).
    εγγράφομαι, συμπερ ιλαβαί-νομαι, συγκαταλέγομαι, συνυπολογίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > приписать

  • 25 прокалить

    -лю -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прокаленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    πυρακτώνω. || υπερθερμαίνω.
    υπερθερμαίνομαι, παραζεσταίνομαι. || πυρακτώνο-νομαι.

    Большой русско-греческий словарь > прокалить

  • 26 разогреть

    -ею, -еешъ
    ρ.σ.μ.
    1. ζεσταίνω, θερμαίνω, θάλπω•

    солнце -ло землю ο ήλιος ζέστανε τη γη•

    разогреть железо ζεσταίνω το σίδερο.

    2. αναθερμαίνω, ξαναζεσταίνω, αναθάλπω. || μτφ. ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω.
    1. θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι.
    2. αναθερμαίνομαι, ξαναθερμαί-νομαι.
    3. μτφ. ενθαρρύνομαι, εγκαρδιώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разогреть

  • 27 расплющить

    -щу, -щишь
    ρ.σ.μ.
    1. πλατύνω με πίεση ή χτυπήματα• πλακουτσώνω•

    расплющить голов— ку заклпки πλατύνω το κεφάλι του πριτσι-νιού.

    2. συνθλίβω, σπάζω•

    расплющить орех σπάζω το καρύδι.

    || συμπιέζω, πατικώνω.
    πλατύ-νομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > расплющить

  • 28 расседлать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расдланныйй, βρ: -лан, -а, -о
    ξεσελώνω ξεσαμαρώνω.
    ξεσελώνομαι• ξεσαμαρώ νομαι.

    Большой русско-греческий словарь > расседлать

  • 29 счёт

    -а (-у), προθ. о счте, на счету а.
    1. μέτρημα, αρίθμηση, λογάριασμα•

    счёт до десяти μέτρημα ως τα δέκα•

    обучение -у и письму μάθηση (διδαχή) αρίθμησης και γραφής.

    || λογαριασμός•

    личный счёт ονομαστικός λογαριασμός•

    открыть счёт ανοίγω λογαριασμό•

    текущий счёт τρέχων λογαριασμός•

    сбыться со -а χάνω (μπερδεύω) το λογαριασμό.

    2. έγγραφος λογαριασμός•

    счёт за газ и электричество έγγραφος λογαριασμός για το γκαζ και το ηλεκτρικό ρεύμα.

    3. υπολογισμός.
    4. πλθ.μτφ. διαφορές, ζητήματα κ.τ.τ. личные -ы προσωπικές διαφορές,
    5. αποτέλεσμα, σκορ•

    выиграть со -ом 3:1 κερδίζω (νικώ) με σκορ 3:1.

    εκφρ.
    -ом – α) αριθμώντας, με αριθμό, β) τον αριθμό•
    дома -ом было четыре – σπίτια ήταν τέσσερα τον αριθμό•
    без -у – αναρίθμητος, αμέτρητος•
    в конечном (ή в последнем) -е – τελικά, σε τελευταία ανάλυση•
    в счёт чего – (λογστ.) από το λογαριασμό του•
    за счёт чего – σε βάρος του•
    на чей счёт – ως προς κάποιον, για λογαγαριασμό κάποιου, σχετικά με τον•
    на чей ή какой счётκ. за чей ή какой счёт σε βάρος•
    на этот счёт – λόγω αυτού, απ αφορμή αυτό•
    по -у первый, второйκλπ. πρώτος, δεύτερος κατ αριθμητική σειρά•
    знать счёт деньгам – να τα λογαριάζεις τα χρήματα (να μη τα ξοδεύεις άσκοπα)•
    покончить -ы с кем-чем – ξεμπλέκω τους λογαριασμούς με κάποιον• κάτι•
    не (идти) в счёт – δεν παίρνω υπόψη• (быть) на -у α) είμαι στα υπ όψη. β) λογίζομαι, συμπερ ιλαβαί-νομαι στο λογαριασμό, γ) θεωρούμαι•
    иметь на -у – έχω στην αριθμητική δύναμη (γραμμένους)•
    принять на свой счёт – παίρνω επάνω μου, σε βάρος μου•
    сбросить (скинуть, снять) со -а ή со -ов – ξεγράφω (σβήνω) από το λογαριασμό.

    Большой русско-греческий словарь > счёт

См. также в других словарях:

  • νομαί — νομή pasturage fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεπιγί(γ)νομαι — Α [ἐπιγί(γ)νομαι] 1. γίνομαι, έρχομαι επί πλέον, προστίθεμαι («τῶν ἐνεόντων κακῶν καὶ τῶν προσεπιγιγνομένων», Ιπποκρ.) 2. γίνομαι κι εγώ διαφορετικός …   Dictionary of Greek

  • καταισχύνομαι — καταισχύ̱νομαι , καταισχύνω dishonour aor subj mid 1st sg (epic) καταισχύ̱νομαι , καταισχύνω dishonour pres ind mp 1st sg καταισχύ̱νομαι , καταισχύνω dishonour aor subj mid 1st sg (epic) καταισχύ̱νομαι , καταισχύνω dishonour pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξύνομαι — παροξύ̱νομαι , παροξύνω urge aor subj mid 1st sg (epic) παροξύ̱νομαι , παροξύνω urge pres ind mp 1st sg παροξύ̱νομαι , παροξύνω urge aor subj mid 1st sg (epic) παροξύ̱νομαι , παροξύνω urge pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταμύνομαι — ἀνταμύ̱νομαι , ἀνταμύνομαι defend oneself against another aor subj mp 1st sg (epic) ἀνταμύ̱νομαι , ἀνταμύνομαι defend oneself against another pres ind mp 1st sg ἀνταμύ̱νομαι , ἀνταμύνομαι defend oneself against another aor subj mid 1st sg (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπελαύνομαι — ἀπελαύ̱νομαι , ἀπελαύνω drive away aor subj mid 1st sg (epic) ἀπελαύ̱νομαι , ἀπελαύνω drive away pres ind mp 1st sg ἀπελαύ̱νομαι , ἀπελαύνω drive away aor subj mid 1st sg (epic) ἀπελαύ̱νομαι , ἀπελαύνω drive away pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπευθύνομαι — ἀπευθύ̱νομαι , ἀπευθύνω make straight aor subj mid 1st sg (epic) ἀπευθύ̱νομαι , ἀπευθύνω make straight pres ind mp 1st sg ἀπευθύ̱νομαι , ἀπευθύνω make straight aor subj mid 1st sg (epic) ἀπευθύ̱νομαι , ἀπευθύνω make straight pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπλύνομαι — ἀποπλύ̱νομαι , ἀποπλύνω wash well aor subj mid 1st sg (epic) ἀποπλύ̱νομαι , ἀποπλύνω wash well pres ind mp 1st sg ἀποπλύ̱νομαι , ἀποπλύνω wash well aor subj mid 1st sg (epic) ἀποπλύ̱νομαι , ἀποπλύνω wash well pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναβρύνομαι — ἐναβρύ̱νομαι , ἐναβρύνομαι pride oneself on aor subj mp 1st sg (epic) ἐναβρύ̱νομαι , ἐναβρύνομαι pride oneself on pres ind mp 1st sg ἐναβρύ̱νομαι , ἐναβρύνομαι pride oneself on aor subj mid 1st sg (epic) ἐναβρύ̱νομαι , ἐναβρύνομαι pride oneself… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξελαύνομαι — ἐξελαύ̱νομαι , ἐξελαύνω drive out aor subj mid 1st sg (epic) ἐξελαύ̱νομαι , ἐξελαύνω drive out pres ind mp 1st sg ἐξελαύ̱νομαι , ἐξελαύνω drive out aor subj mid 1st sg (epic) ἐξελαύ̱νομαι , ἐξελαύνω drive out pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαισχύνομαι — ἐπαισχύ̱νομαι , ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor subj mp 1st sg (epic) ἐπαισχύ̱νομαι , ἐπαισχύνομαι to be ashamed at pres ind mp 1st sg ἐπαισχύ̱νομαι , ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor subj mid 1st sg (epic) ἐπαισχύ̱νομαι , ἐπαισχύνομαι to be… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»