-
21 отщемлять
-
22 передрать
-деру, -дершь, παρλθ. χρ. передрал-ла, -ло ρ.σ.μ.1. κατασχίζω• κατασπαράζω (όλα, πολλά).(απλ.) φθείρω, χαλνώ•передрать много брюк χαλνώ πολλά παντελόνια.
2. μαστιγώνω.μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώ1-νομαι. -
23 плевать
плюю, плюшьρ.δ.1. φτύνω, πτύω•плевать на пол воспрещается απαγορεύεται να φτύνετε στο πάτωμα•
плевать на лицо φτύνω στο πρόσωπο.
2. μτφ. περιφρονώ, μουτζώνω, δίνω μού-τζες. || αδιαφορώ, τελείως, δε με μέλει καθόλου, καρφί δε μου καίγεται..εκφρ. плевать в потолок το πιάνω ζάπλα, τεμπελιάζω(βαριέμαι και να γυρίσω να φτύσω)•не шши в колодец: пригодиться воды напиться παρμ. μη βρωμίζεις το γιατάκι σου (φωλιά σου), γιατί θα σου ξαναχρειαστεί.
1. βλ. ρ. ενεργ. φ.βγάζω σάλια κατά την ομιλία.2. αλληλοφτύ-νομαι.3. μτφ. φτύνω από το θυμό•не нравится ему, всё плются δεν του αρέσει και όλο φτύνει (κάνει φτου, φτού).
-
24 приписать
ρ.σ.1. γράφω συμπληρωματικά, επισημειώνω γράφω υστερόγραφο. || γράφω επιπρόσθετα.2. εγγράφω, καταχωρώ συμπερι λαβαίνω, συγκαταλέγω, συνυπολογίζω.3. αποδίδω, ανάγω, επιρρίπτω τα φορτώνω, τα ρίχνω (τα βάρη).εγγράφομαι, συμπερ ιλαβαί-νομαι, συγκαταλέγομαι, συνυπολογίζομαι. -
25 прокалить
-лю -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прокаленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.πυρακτώνω. || υπερθερμαίνω.υπερθερμαίνομαι, παραζεσταίνομαι. || πυρακτώνο-νομαι. -
26 разогреть
-ею, -еешъρ.σ.μ.1. ζεσταίνω, θερμαίνω, θάλπω•солнце -ло землю ο ήλιος ζέστανε τη γη•
разогреть железо ζεσταίνω το σίδερο.
2. αναθερμαίνω, ξαναζεσταίνω, αναθάλπω. || μτφ. ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω.1. θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι.2. αναθερμαίνομαι, ξαναθερμαί-νομαι.3. μτφ. ενθαρρύνομαι, εγκαρδιώνομαι. -
27 расплющить
-щу, -щишьρ.σ.μ.1. πλατύνω με πίεση ή χτυπήματα• πλακουτσώνω•расплющить голов— ку заклпки πλατύνω το κεφάλι του πριτσι-νιού.
2. συνθλίβω, σπάζω•расплющить орех σπάζω το καρύδι.
|| συμπιέζω, πατικώνω.πλατύ-νομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
28 расседлать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расдланныйй, βρ: -лан, -а, -оξεσελώνω ξεσαμαρώνω.ξεσελώνομαι• ξεσαμαρώ νομαι. -
29 счёт
-а (-у), προθ. о счте, на счету а.1. μέτρημα, αρίθμηση, λογάριασμα•счёт до десяти μέτρημα ως τα δέκα•
обучение -у и письму μάθηση (διδαχή) αρίθμησης και γραφής.
|| λογαριασμός•личный счёт ονομαστικός λογαριασμός•
открыть счёт ανοίγω λογαριασμό•
текущий счёт τρέχων λογαριασμός•
сбыться со -а χάνω (μπερδεύω) το λογαριασμό.
2. έγγραφος λογαριασμός•счёт за газ и электричество έγγραφος λογαριασμός για το γκαζ και το ηλεκτρικό ρεύμα.
3. υπολογισμός.4. πλθ. -ы μτφ. διαφορές, ζητήματα κ.τ.τ. личные -ы προσωπικές διαφορές,5. αποτέλεσμα, σκορ•выиграть со -ом 3:1 κερδίζω (νικώ) με σκορ 3:1.
εκφρ.-ом – α) αριθμώντας, με αριθμό, β) τον αριθμό•дома -ом было четыре – σπίτια ήταν τέσσερα τον αριθμό•без -у – αναρίθμητος, αμέτρητος•в конечном (ή в последнем) -е – τελικά, σε τελευταία ανάλυση•в счёт чего – (λογστ.) από το λογαριασμό του•за счёт чего – σε βάρος του•на чей счёт – ως προς κάποιον, για λογαγαριασμό κάποιου, σχετικά με τον•на чей ή какой счёт – κ. за чей ή какой счёт σε βάρος•на этот счёт – λόγω αυτού, απ αφορμή αυτό•по -у первый, второй – κλπ. πρώτος, δεύτερος κατ αριθμητική σειρά•знать счёт деньгам – να τα λογαριάζεις τα χρήματα (να μη τα ξοδεύεις άσκοπα)•покончить -ы с кем-чем – ξεμπλέκω τους λογαριασμούς με κάποιον• κάτι•не (идти) в счёт – δεν παίρνω υπόψη• (быть) на -у α) είμαι στα υπ όψη. β) λογίζομαι, συμπερ ιλαβαί-νομαι στο λογαριασμό, γ) θεωρούμαι•иметь на -у – έχω στην αριθμητική δύναμη (γραμμένους)•принять на свой счёт – παίρνω επάνω μου, σε βάρος μου•сбросить (скинуть, снять) со -а ή со -ов – ξεγράφω (σβήνω) από το λογαριασμό.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νομαί — νομή pasturage fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιγί(γ)νομαι — Α [ἐπιγί(γ)νομαι] 1. γίνομαι, έρχομαι επί πλέον, προστίθεμαι («τῶν ἐνεόντων κακῶν καὶ τῶν προσεπιγιγνομένων», Ιπποκρ.) 2. γίνομαι κι εγώ διαφορετικός … Dictionary of Greek
καταισχύνομαι — καταισχύ̱νομαι , καταισχύνω dishonour aor subj mid 1st sg (epic) καταισχύ̱νομαι , καταισχύνω dishonour pres ind mp 1st sg καταισχύ̱νομαι , καταισχύνω dishonour aor subj mid 1st sg (epic) καταισχύ̱νομαι , καταισχύνω dishonour pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξύνομαι — παροξύ̱νομαι , παροξύνω urge aor subj mid 1st sg (epic) παροξύ̱νομαι , παροξύνω urge pres ind mp 1st sg παροξύ̱νομαι , παροξύνω urge aor subj mid 1st sg (epic) παροξύ̱νομαι , παροξύνω urge pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταμύνομαι — ἀνταμύ̱νομαι , ἀνταμύνομαι defend oneself against another aor subj mp 1st sg (epic) ἀνταμύ̱νομαι , ἀνταμύνομαι defend oneself against another pres ind mp 1st sg ἀνταμύ̱νομαι , ἀνταμύνομαι defend oneself against another aor subj mid 1st sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπελαύνομαι — ἀπελαύ̱νομαι , ἀπελαύνω drive away aor subj mid 1st sg (epic) ἀπελαύ̱νομαι , ἀπελαύνω drive away pres ind mp 1st sg ἀπελαύ̱νομαι , ἀπελαύνω drive away aor subj mid 1st sg (epic) ἀπελαύ̱νομαι , ἀπελαύνω drive away pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπευθύνομαι — ἀπευθύ̱νομαι , ἀπευθύνω make straight aor subj mid 1st sg (epic) ἀπευθύ̱νομαι , ἀπευθύνω make straight pres ind mp 1st sg ἀπευθύ̱νομαι , ἀπευθύνω make straight aor subj mid 1st sg (epic) ἀπευθύ̱νομαι , ἀπευθύνω make straight pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπλύνομαι — ἀποπλύ̱νομαι , ἀποπλύνω wash well aor subj mid 1st sg (epic) ἀποπλύ̱νομαι , ἀποπλύνω wash well pres ind mp 1st sg ἀποπλύ̱νομαι , ἀποπλύνω wash well aor subj mid 1st sg (epic) ἀποπλύ̱νομαι , ἀποπλύνω wash well pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναβρύνομαι — ἐναβρύ̱νομαι , ἐναβρύνομαι pride oneself on aor subj mp 1st sg (epic) ἐναβρύ̱νομαι , ἐναβρύνομαι pride oneself on pres ind mp 1st sg ἐναβρύ̱νομαι , ἐναβρύνομαι pride oneself on aor subj mid 1st sg (epic) ἐναβρύ̱νομαι , ἐναβρύνομαι pride oneself… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελαύνομαι — ἐξελαύ̱νομαι , ἐξελαύνω drive out aor subj mid 1st sg (epic) ἐξελαύ̱νομαι , ἐξελαύνω drive out pres ind mp 1st sg ἐξελαύ̱νομαι , ἐξελαύνω drive out aor subj mid 1st sg (epic) ἐξελαύ̱νομαι , ἐξελαύνω drive out pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαισχύνομαι — ἐπαισχύ̱νομαι , ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor subj mp 1st sg (epic) ἐπαισχύ̱νομαι , ἐπαισχύνομαι to be ashamed at pres ind mp 1st sg ἐπαισχύ̱νομαι , ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor subj mid 1st sg (epic) ἐπαισχύ̱νομαι , ἐπαισχύνομαι to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)