-
1 νηπιακός
[нипиакос] εκ. младенческий, детский,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νηπιακός
-
2 младенческий
младен||ческийприл νηπιακός, βρεφικός. -
3 младенческий
[μλαντιέντσισκιϊ] εκ. νηπιακός, βρεφικός -
4 младенческий
[μλαντιέντσισκιϊ] επ νηπιακός, βρεφικός -
5 младенческий
επ.βρεφικός, νηπιακός•младенческий возраст νηπιακή ηλικία.
|| μτφ. νηπιώδης, ο ευρισκόμενος ακόμα στα σπάργανα, στο αρχικό στάδιο ανάπτυξης. -
6 ранний
-яя, -ее, επ.1. πρώιμος•-ял весна πρώιμη άνοιξη•
ранний сев πρώιμη σπορά•
ранний плод πρώιμος καρπός.
|| πρόωρος•-яя смерть πρόωρος θάνατος•
-ее развитие ребнка πρόωρη ανάπτυξη του παιδιού.
2. (σε συνδυασμό με ουσ. αποκτά επιρρηματική σημ.)• (ε)νωρις•я встал -им утром εγώ σηκώθηκα νωρίς το πρωί•
в ранний час πολύ πρωί.
|| πρώτος, αρχικός•-ие произведения писателя τα πρώτα έργα του συγγραφέα (πρωτόλεια)•
с -его детства από πολύ μικρή ηλικία, από τα μικράτα• εξ απαλών ονύχων.
|| μτφ. νηπιακός, νηπιώδης•-ее средневековье ο νηπιώδης μεσαίωνας.
См. также в других словарях:
νηπιακός — ή, ό [νήπιο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νήπιο 2. φρ. «νηπιακή ηλικία» α) (ιατρ. φυσιολ.) η περίοδος τής ζωής τού παιδιού ανάμεσα στη βρεφική και παιδική ηλικία, δηλαδή από το τέλος τού πρώτου έτους έως το έκτο έτος β) (εκπ.) η περίοδος… … Dictionary of Greek
νηπιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νήπιο: Νηπιακή ηλικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… … Dictionary of Greek