-
1 νηπιακός
η, ό[ν] младенческий, детский;νηπιακή ηλικία — младенчество, младенческий возраст
-
2 νηπιακός
[нипиакос] εκ. младенческий, детский,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νηπιακός
-
3 νηπιακός
[нипиакос] επ младенческий, детский.
См. также в других словарях:
νηπιακός — ή, ό [νήπιο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νήπιο 2. φρ. «νηπιακή ηλικία» α) (ιατρ. φυσιολ.) η περίοδος τής ζωής τού παιδιού ανάμεσα στη βρεφική και παιδική ηλικία, δηλαδή από το τέλος τού πρώτου έτους έως το έκτο έτος β) (εκπ.) η περίοδος… … Dictionary of Greek
νηπιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νήπιο: Νηπιακή ηλικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… … Dictionary of Greek