Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

νεύμα

  • 1 νεύμα

    [нэвма] ουσ. о. знак

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νεύμα

  • 2 кивать

    кивать, кивнуть 1) κάνω νεύμα, γνεύω 2) (здороваться) χαιρετώ
    * * *
    = кивнуть
    1) κάνω νεύμα, γνεύω
    2) ( здороваться) χαιρετώ

    Русско-греческий словарь > кивать

  • 3 знак

    α.
    1. σημάδι, σημείο•

    опознавательные -и τα διακριτικά (γνωρίσματα) αεροσκάφους.

    || μαρτυρία, τεκμήριο, ένδειξη•

    в знак дружбы σε ένδειξη φιλίας•

    молчание знак знак согласия η σιωπή είναι κατάφαση.

    2. ίχνος, αχνάρι, πατημασιά• αποτύπωμα•

    у него остались -и после раны του έμειναν σημάδια από την πληγή.

    || στίγμα, βούλα, κουκίδα.
    3. οιωνός, προμήνυμα•

    добрый знак καλό σημάδι•

    дурной знак κακό σημάδι.

    4. σινιάλο, σήμα•

    условный знак συμβατικό σήμα•

    дать знак δίνω σήμα.

    5. συμβολικό σημάδι•

    иероглифические -и ιερογλυφικά σημάδια•

    стенографические -и στενογραφικά σημάδια•

    математические -и μαθηματικά σημάδια•

    алфавитные -и τα φθογγόσημα.

    || μάρκα, στάμπα•

    фабричный знак το σήμα της φάμπρικας.

    6. βλ. значок.
    7. νεύμα, γνέμα, γνέψιμο•

    сделать (подать) знак головой, κάνω νεύμα με το κεφάλι.

    εκφρ.
    - и отличия – τα εύσημα•
    знак почтовой оплаты – ταχυδρομικό ένσημο•
    - и различия – διάσημα, γαλόνια•
    в знак памяти – για ενθύμιο•
    под -ом – με το σύνθημα.ή με το χαρακτηριστικό γνώρισμα.

    Большой русско-греческий словарь > знак

  • 4 манить

    маню, манишь κ. παλ. манишь ρ.δ.μ.
    1. νεύω, κάνω νεύμα, γνέφω, κάνω νόημα•

    манить пальцем κάνω νεύμα με το δάχτυλο.

    2. μτφ. ελκύω, έλκω, προσελκύω, τραβώ•

    хорошая погода -ит на прогулку ο καλός καιρός τραβάει για περίπατο.

    || βαυκαλίζω, παρηγορώ•

    манить кого надеждой, обещаниями βαυκαλίζω κάποιον με την ελπίδα, με υποσχέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > манить

  • 5 кивок

    кивок
    м τό νεῦμα, τό γνέψιμο.

    Русско-новогреческий словарь > кивок

  • 6 манить

    манить
    несов
    1. (звать) γνέφω, καλώ μέ νεύμα, φωνάζω νά ἔρθει·
    2. (привлекать) προσελκύω, τραβώ:
    \манить взор προσελκύω τά βλεμματα.

    Русско-новогреческий словарь > манить

  • 7 моргать

    морг||ать
    несов
    1. ἀνοιγοκλεί(ν)ω τά μάτια, σκαρδαμύσσω·
    2. (делать знаки) κλεί(ν)ω τό μάτι, κάμνω νεῦμα μέ τόμάτι.

    Русско-новогреческий словарь > моргать

  • 8 дать

    дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, дано
    ρ.σ.μ.
    1. δίνω• εγχειρίζω•

    дать деньги δίνω χρήματα•

    дать книгу δίνω βιβλίο.

    || παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•

    помещение δίνω χώρο.

    || παραχωρώ•

    дать место δίνω τη θέση.

    || πληρώνω•

    сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;

    2. απονέμω•

    дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.

    || μτφ. καθορίζω•

    дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).

    || επιφέρω, καταφέρω•

    он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.

    || χτυπώ, δέρνω, πλήττω•

    дать по рукам χτυπώ στα χέρια.

    3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•

    дать обед δίνω γεύμα•

    дать концерт δίνω συναυλία•

    дать бал δίνω χορό.

    4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•

    дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.

    || φέρω, επιφέρω•

    дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.

    5. εμφανίζω, παρουσιάζω•

    дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•

    -течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•

    дать осечку παθαίνω αφλογιστία•

    дать осадок αφήνω κατακάθια.

    6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•

    дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•

    дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•

    дать позволение επιτρέπω•

    дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•

    дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•

    дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•

    дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•

    дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.

    || μεταδίνω, κάνω•

    сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•

    дать знак κάνω νεύμα.

    || χτυπώ, κρούω•

    дать звонок χτυπώ το κουδούνι.

    7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•

    дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•

    он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.

    8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.
    εκφρ.
    дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•
    дать вожжи ή поводокκ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•
    дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•
    дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•
    дать свет – ανάβω το φως•
    дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•
    не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•
    слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•
    ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•
    я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•
    дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•
    не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.
    1. πιάνομαι•

    не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.

    || υποκύπτω, υποχωρώ.
    2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•

    математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•

    история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.

    || δίνομαι, αποκτιέμαι•

    ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).

    Большой русско-греческий словарь > дать

  • 9 жест

    α.
    1. χειρονομία• νεύμα.
    2. αξιέπαινη πράξη•

    -благородный жест ευγενική χειρονομία•

    красивый жест ωραία χειρονομία.

    Большой русско-греческий словарь > жест

  • 10 здороваться

    ρ.δ. χαιρετώ, χαιρετίζω, χαιρετιέμαι•

    здороваться за руку χαιρετώ με χειραψία•

    кивком головы χαιρετώ με νεύμα του κεφαλιού.

    Большой русско-греческий словарь > здороваться

  • 11 кивание

    ουδ.
    χαιρετισμός με το κεφάλι. || νεύμα, γνέψιμο.Π κούνημα του κεφαλιού.

    Большой русско-греческий словарь > кивание

  • 12 махание

    ουδ.
    κίνηση στον αέρα. || νεύμα, γνέψιμο. || διάνυση απόστασης.

    Большой русско-греческий словарь > махание

  • 13 махать

    машу, машешь κ. -аю, -аешь, επιρ. μτχ. махая κ. (σπάνια) маша/
    ρ.δ.
    1. με οργν. σείω, κουνώ στον αέρα•

    птица -шет крыльями το πουλί φτερουγίζει στον αέρα.

    || γνεύω, νεύω, γνέφω, κάνω νεύμα με το χέρι.
    2. διανύω, διατρέχω.

    Большой русско-греческий словарь > махать

  • 14 мигание

    ουδ.
    1. σκαρδαμυγμός, ανοιγόκλειμα των βλεφάρων. || νεύμα με κίνηση των βλεφάρων.
    2. μτφ. βλ. мерцание.

    Большой русско-греческий словарь > мигание

  • 15 мигать

    ρ.δ.
    1. σκαρδαμύσσω, ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα•

    мигать глазами ανοιγοκλείνω τα μάτια.

    || κάνω νεύμα με το μάτι.
    2. μτφ. βλ. мерцать.

    Большой русско-греческий словарь > мигать

  • 16 мигнуть

    ρ.σ.
    βλ. мигать.
    εκφρ.
    не успеть (глазом) мигнуть – στη στιγμή, αμέσως, ακαριαία, εν ριπή οφθαλμού (стоит) только мигнуть αρκεί μόνο να του κλείσεις το μάτι ή να του κάνεις νεύμα με τό μάτι (αμέσως εκτελεί).

    Большой русско-греческий словарь > мигнуть

  • 17 моргать

    ρ.δ.
    1. βλ. мигать (1 σημ).
    2. κάνω ματιά, κάνω νεύμα με το μάτι, κλείνω το μάτι.
    3. βλ. мерцать

    Большой русско-греческий словарь > моргать

  • 18 перемахнуть

    ρ.σ. (απλ.)
    1. (υπερ)πηδώ (через) канаву πηδώ το χαντάκι•

    перемахнуть плетень πηδώ το φράχτη.

    || περνώ, διαβαίνω ορμητικά.
    2. μετακινούμαι, περνώ, φεύγω από ένα μέρος σε άλλο.
    3. μεταφέρω, διαβιβάζω.
    (απλ.) υπερβάλλω, τα παραλέω.
    αλληλογνεύομαι, κάνομε νεύμα ο ένας τον άλλον.

    Большой русско-греческий словарь > перемахнуть

  • 19 подманивать

    ρ.δ.
    βλ. подманить.
    κάνω νεύμα, γνέφω.

    Большой русско-греческий словарь > подманивать

  • 20 подманить

    -маню, -манишь, παα μτχ. παρλθ. χρ. подманенный, βρ: -нен, -а, -о κ. подманённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    γνέφω, νεύω, κάνω νεύμα ή νόημα.

    Большой русско-греческий словарь > подманить

См. также в других словарях:

  • νεῦμα — nod neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεύμα — το (ΑΜ νεῡμα) σημείο που δίνεται με κίνηση τού κεφαλιού, τών οφθαλμών ή τών χεριών, νόημα, γνέψιμο («καὶ ὁ χριστὸς ἔλεξε δαήμονι νεύματα πέμπων», Νόνν.) νεοελλ. (στη μουσική σημειογραφία) σημείο που τοποθετούσαν πάνω από τις συλλαβές οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • νεύμα — το, ατος σημείο, νόημα, γνέψιμο που δίνεται με διάφορες κινήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… …   Dictionary of Greek

  • νευμάτιον — νευμάτιον, τὸ (Α) [νεύμα] υποκορ. τού νεύμα …   Dictionary of Greek

  • neu-2 —     neu 2     English meaning: to make a push; to nod     Deutsche Übersetzung: “einen Ruck machen or Stoß geben”, especially (europ.) “nicken, winken”     Material: O.Ind. návatē, nüuti “wendet sich, bewegt sich”, nüvayati “wendet, kehrt”, as… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • Apostropha — St. Galler Neumen, geschrieben zwischen 922 und 926 n. Chr. Neumen (von griechisch νεύμα, deutsch „Wink“) werden graphische Zeichen, Figuren und Symbole genannt, die seit dem 9. Jahrhundert zur Notation der melodischen Gestalt und der… …   Deutsch Wikipedia

  • Musikalische Notation — Als Notation bezeichnet man in der Musik das grafische Festhalten von musikalischen Parametern wie Tonhöhe, dauer und lautstärke in einer dazu entwickelten Notenschrift. Sie dient einerseits dazu, bereits bekannte Musikstücke schriftlich zu… …   Deutsch Wikipedia

  • Musiknotation — Als Notation bezeichnet man in der Musik das grafische Festhalten von musikalischen Parametern wie Tonhöhe, dauer und lautstärke in einer dazu entwickelten Notenschrift. Sie dient einerseits dazu, bereits bekannte Musikstücke schriftlich zu… …   Deutsch Wikipedia

  • Neume — St. Galler Neumen, geschrieben zwischen 922 und 926 n. Chr. Neumen (gr. νεύμα neuma „Wink“) werden graphische Zeichen, Figuren und Symbole genannt, die seit dem 9. Jahrhundert zur Notation der melodischen Gestalt und der intendierten… …   Deutsch Wikipedia

  • Neumen — St. Galler Neumen, geschrieben zwischen 922 und 926 n. Chr. Neumen (von griechisch νεύμα, deutsch „Wink“) werden graphische Zeichen, Figuren und Symbole genannt, die seit dem 9. Jahrhundert zur Notation der melodischen Gestalt und der… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»