-
1 ναυτικος
I3мореходный, морской(στρατός Her.; λεώς Aesch.; στόλος Soph.)
ναυτικὰ ἐρείπια Aesch. — обломки кораблей;ναυτικέ δύναμις Plat. — морское могущество;ναυτικέ ἀναρχία Eur. — отсутствие дисциплины среди матросовIIὅ мореход, мореплаватель, моряк Thuc., Polyb. -
2 ναυτικός
-
3 ναυτικός
3 морской -
4 ναυτικός
[нафтикос] επ / ουσ α морской. -
5 βοσκω
1) пасти(βούς ἐν Περκώτῃ Hom.)
; med.-pass. пастись(ἀγέλη βοῦν βοσκομένη Hom.)
2) кормить, питать(κήτη Hom.)
β. τέν ἀδηφάγον νόσον Soph. — быть снедаемым изнурительной болезнью3) содержать(ἐπικούρους Her.; ναυτικὸς πολύ Thuc.; ἄνδρας οὐδὲν δρῶντας Arph.)
4) поддерживать(ἥ πάντα βόσκουσα φλὸξ ἡλίου Soph.; ἐλπίδες βόσκουσι φυγάδας Eur.)
5) med.-pass. кормиться, питаться(ποταμὸν πάρα Hom.)
6) med.-pass. поедать(ποίην HH.; τοὺς μύρμηκας Arst.)
7) med.-pass. упиваться, наслаждаться(περί τι и ἐπί τινι Anth.)
ἐλπίσιν βόσκεσθαι Eur. — обольщаться надеждами;ἰυγμοῖσι βόσκεσθαι Aesch. — беспрерывно вздыхать -
6 δυσμεταχειριστος
21) трудно управляемый, неудобный(δίκτυα Xen.)
2) с трудом поднимаемый, грузный(βαρὺς τῷ σώματι καὴ δ. Plut.)
3) неуязвимый, недоступный, неодолимый(στρατὸς ναυτικός Her.)
4) с которым трудно справиться, строптивый(παῖς Plat.)
-
7 κορμος
ὅ1) ствол(ἐλαίης Hom.; δρυός Eur.)
2) бревно(κορμοὴ ξύλων Her.)
3) шест, багорκ. ναυτικός Eur. — весло
-
8 λαος
I.ион.-атт. λεώς ὅ тж. pl.(λαὸν ἀγείρειν Hom.)
2) пешие бойцы, пехота(ἵπποι καὴ λ. Hom.)
3) сухопутная армия(νῆές τε καὴ λ. Hom.)
4) люди, населениеλαοὴ ἀγροιῶται Hom. — поселяне;
ναυτικὸς λεώς Aesch. — моряки, гребцы;ὅ γεωργικὸς λεώς Arph. — земледельцы;ἐγχώριοι λαοί Aesch. — местное население;μέροπες λαοί Aesch. — человеческий род5) ( в театре) публика, зрители(αἱ στίχες τῶν λαῶν Arph.)
6) собрание, толпа(ἀκούετε, λεῴ! Arph.; ὅ πολὺς λεώς Plat.)
7) народ, племя(Δωριεύς Pind.; Λυδῶν τε καὴ Φρυγῶν Aesch.; ξύμπας Ἀχαιῶν λ. Soph.)
Κάδμου λ. Soph. = ΘηβαῖοιII.gen. к λᾶας См. λαας -
9 παλεω
-
10 προσδηλεομαι
сверх того (вместе с тем) губитьδειμαίνω μέ ὅ ναυτικὸς στρατὸς κακωθεὴς τὸν πεζὸν προσδηλήσηται Her. — боюсь, как бы поражение (персидского) флота не было бы причиной гибели и сухопутной армии
-
11 στρατοπεδευω
(преимущ. med.)1) располагаться лагерем Xen., Thuc.2) стоять лагерем Xen.3) устраивать (себе) стоянку(ὅ ναυτικὸς στρατὸς περὴ πόλιν Θέρμην ἐστρατοπεδεύετο Her.)
-
12 στρατος
ὅ (эп. gen. στρατόφι)1) войско, армия Hom., Her.σ. νηΐτης Thuc. — десантное войско, морская пехота
2) вооруженные силыσ. ναυβάτης или ναυτικός Aesch. — морские силы, флот
3) флотχιλιόναυς σ. Eur. — флот в тысячу кораблей
4) толпа, народ, тж. население Soph.Αἰγέως σ. Aesch. — народ Эгея, т.е. население Аттики
См. также в других словарях:
ναυτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτικός — ή, ὁ (ΑΜ ναυτικός, ή, όν) [ναύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλοίο ή στη ναυτιλία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ναυτικός αυτός που εργάζεται σε πλοίο είτε ως απλός ναύτης είτε ως βαθμοφόρος 3. το θηλ. ως ουσ. η ναυτική γνώση και εμπειρία ή… … Dictionary of Greek
ναυτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ναύτη ή το ναυτικό: Ναυτικός λαός. – Ναυτικό δίκαιο. – Ναυτική τέχνη. ο αυτός που έχει ως επάγγελμά του να υπηρετεί σε πλοίο: Ο πατέρας μου είναι ναυτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Παληός, Αντώνιος — Ναυτικός, ιδιοκτήτης ιστιοφόρου και αργότερα εφοπλιστής. Ο Π. ήταν ο ιδρυτής της Ανώνυμης ελληνικής εταιρείας θαλασσίων επιχειρήσεων, γνωστής κυρίως ως Εταιρείας Παληού. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στα ναυτιλιακά χρονικά της Ελλάδας. Ο μεγάλος αυτός… … Dictionary of Greek
ναυτικωτάτων — ναυτικός of fem gen superl pl ναυτικός of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτικωτέρων — ναυτικός of fem gen comp pl ναυτικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτικώτατον — ναυτικός of masc acc superl sg ναυτικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σόρβολος, Αθανάσιος — Ναυτικός από την Κρήτη. Έζησε τον 15o αι. και μπήκε στην υπηρεσία των Βενετών. Έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο ο Καραβίτης εξαιτίας μιας τολμηρής πρωτοβουλίας του στη διάρκεια του πόλεμου της Βενετίας εναντίον του δούκα του Μιλάνου. Στην… … Dictionary of Greek
Ψαρός, Αντώνιος — Ναυτικός που καταγόταν από τη Μύκονο. Διετέλεσε πλοηγός του ρωσικού στόλου στις ελληνικές θάλασσες στον πρώτο ρωσοτουρκικό πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου οι Ρώσοι κατέλαβαν τις Κυκλάδες (1770 74). Στις αρχές του 1771 ο Ψ., μετά από αίτηση των… … Dictionary of Greek
ναυτικαῖς — ναυτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτικαῖσιν — ναυτικός of fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)