-
1 fable
μύθος -
2 mythe
μύθος -
3 басня
-
4 миф
-
5 Fable
subs.P. and V. λόγος, ὁ, μῦθος, ὁ.Fiction: P. and V. μῦθος, ὁ.Old wives' fables: P. γραῶν ὕθλος, ὁ (Plat.).To have passed into the region of fable: P. ἐπὶ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκέναι (Thuc. 1, 21).Narrate in fabtes, v. trans.: P. μυθολογεῖν (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fable
-
6 Legend
subs.P. and V. λόγος, ὁ, μῦθος, ὁ, φήμη, ἡ, V. αἶνος, ὁ, P. μυθολόγημα, τό.Work of fiction: P. and V. μῦθος, ὁ.Tell legends, v.; P. μυθολογεῖν.Telling of legends: P. μυθολογία, ἡ.Writer of legends: P. μυθολόγος, ὁ, μυθοποιός, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Legend
-
7 Myth
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Myth
-
8 Report
v. trans.Announce: P. and V. ἀγγέλλειν, ἀπαγγέλλειν, ἐξαγγέλλειν, διαγγέλλειν, ἀναγγέλλειν, ἐκφέρειν, P. ἀναφέρειν.Relate: P. and V. λέγειν, φράζειν, ἐξηγεῖσθαι, ἐξειπεῖν, διέρχεσθαι, ἐπεξέρχεσθαι, Ar. and P. διηγεῖσθαι, διεξέρχεσθαι, V. ἐκφράζειν.Noise abroad: P. and V. ἐκφέρειν, διασπείρειν, V. θροεῖν, σπείρειν.Be reported, noised abroad: V. κλῄζεσθαι, ὑμνεῖσθαι, P. and V. θρυλεῖσθαι, διέρχεσθαι, P. διαθρυλεῖσθαι (Xen.).I think we should sail to Mitylene before our presence is reported: P. δοκεῖ μοι πλεῖν ἐπὶ Μυτιλήνην πρὶν ἐκπύστους γενέσθαι (Thuc. 3, 30).They apprehended all whom they met that their presence should not be reported: P. ὅσοις ἐπιτύχοιεν συνελάμβανον τοῦ μὴ ἐξάγγελτοι γενέσθαι (Thuc. 8, 14).——————subs.Rumour: P. and V. φήμη, ἡ, λόγος, ὁ, V. βάξις, ἡ, κληδών, ἡ, κλέος, τό, Ar. and V. μῦθος, ὁ, φάτις, ἡ.Account, narrative: P. and V. λόγος, ὁ, μῦθος, ὁ (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Report
-
9 Romance
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Romance
-
10 Tale
subs.P. and V. λόγος, ὁ, μῦθος, ὁ.Legend: P. and V. λόγος, ὁ, μῦθος, ὁ, φήμη, ἡ, V. αἶνος, ὁ.Account, number: P. and V. ἄριθμος, ὁ, πλῆθος, τό.Full tale: P. and V. πλήρωμα, τό.Tell tales: use Ar. and P. συκοφαντεῖν.Old wives' tales: P. γραῶν ὕθλος, ὁ (Plat., Theaet. 176B).If the vote condemns you, you will soon tell another tale: V. εἴ σε μάρψει ψῆφος ἄλλʼ ἐρεῖς τάχα (Æsch., Eum. 597).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tale
-
11 Word
subs.P. and V. λόγος, ὁ, ῥῆμα, τό, ἔπος, τό (rare P.), μῦθος, ὁ (rare P.).In grammar: Ar. and P. ὄνομα, τό.As opposed to, deed: P. and V. λόγος, ὁ, ἔπος, τό.Intelligence: P. and V. πύστις, ἡ (Thuc. but rare P.), V. πευθώ, ἡ.Rumour: P. and V. φήμη, ἡ, λόγος, ὁ, V. βᾶξις, ἡ, κληδών, ἡ, κλέος, τό, Ar. and V. μῦθος, ὁ, φάτις, ἡ.Word of command: P. παράγγελσις, ἡ, τὰ παραγγελλόμενα. P.round the word of command, v: P. and V. παραγγέλλειν.Send round word, P. περιαγγέλλειν.He has remained already fifteen months without sending word: V. ἤδη δέκα μῆνας πρὸς ἄλλοις πεντʼ ἀκήρυκτος μένει (Soph., Trach. 44).In a word: see adv., P. and V. ἁπλῶς, P. ὅλως.To sum up: P. συνελόντι, ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰπεῖν.Briefly: P. and V. συντόμως, συλλήβδην, ἐν βραχεῖ.In word, as opposed to in deed: P. and V. λόγῳ. V. λόγοις (Eur., El. 47), τοῖς ὀνόμασιν (Eur., I. A. 1115), τοῖς λόγοις (Eur., Or. 287).As an excuse: P. and V. πρόφασιν.In so mang words: P. and V. ἁπλῶς.Expressly: P. διαρρήδην, P. and V. ἄντικρυς.Not writing it in so many words, but wishing to make this plain: P. οὐ τούτοις τοῖς ῥήμασι γράψας ταῦτα δὲ βουλόμενος δεικνύναι (Dem. 239).By word of mouth: P. ἀπὸ στόματος, P. and V. ἀπὸ γλώσσης.By hearsay: P. ἀκοῇ.Word for word: Ar. κατʼ ἔπος.Exactly: P. and V. ἀκριβῶς.Do you answer word for word: V. ἔπος δʼ ἀμείβου πρὸς ἔπος (Æsch., Eum 586).Not to utter a word: P. οὐδὲ φθέγγεσθαι, Ar. and P. οὐδὲ γρύζειν.No one dared to utter a word: P. ἐτόλμησεν οὐδεὶς... ῥῆξαι φωνήν (Dem. 126).I thought I had suffered justly for having dared to utter a word: P. ἡγούμην δίκαια πεπονθέναι ὅτι ἔργυξα (Plat., Euthy. 301A).Not a word: Ar. and P. οὐδὲ γρῦ.Not a word about: P. οὐδὲ μικρὸν ὑπέρ (gen.) (Dem. 352), οὐδὲ γρῦ περί (gen.) (Dem. 353).——————v. trans.Use P. and V. λέγειν.Vaguely worded: V. δυσκρίτως εἰρημένος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Word
-
12 басня
ο μύθος, το παραμύθι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > басня
-
13 миф
ο μύθοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > миф
-
14 предание
(устный рассказ, история, передающаяся из поколения в поколение) о μύθος, ο θρύλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предание
-
15 сказание
литер. το ιστορικό διήγημα, ο μύθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сказание
-
16 басня
басняж ὁ μυθος. -
17 легенда
легенд||аж в разн. знач. ὁ θρύλος, ὁ μύθος. -
18 миф
мифм прям., перен ὁ μῦθος. -
19 предание
предани||е Iс (рассказ, легенда) ἡ πα-ράδοση [-ις], ὁ θρῦλ(λ)ος, ὁ μῦθος· ◊ отойти в область \преданиея ξεχνιέμαι (о событии и т. п.).предание IIс:\предание суду́ ἡ ἐναγωγή, ἡ παραπομπή στό δικαστήριο· \предание земле ὁ ἐνταφιασμός· \предание смерти ἡ θανάτωση [-ις]. -
20 фабула
фабулаж лит. ὁ μῦθος, ἡ ὑπόθεση[-ις], ἡ πλοκή.
См. также в других словарях:
μῦθος — word masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
μύθος — ο 1. πλαστή, φανταστική διήγηση, παραμύθι: Μου διηγήθηκε ένα μύθο. 2. παράδοση που αναφέρεται σε θεούς ή ήρωες: Οι μύθοι των Ατρειδών. 3. αλληγορική διήγηση που αναφέρεται στα ζώα ή τα φυτά: Οι μύθοι του Αισώπου. 4. υπόθεση λογοτεχνικού έργου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μῦθε — μῦθος word masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῦθοι — μῦθος word masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῦθον — μῦθος word masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αργοναύτες — Μυθικοί ήρωες που πήραν μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, ένα από τα περιφημότερα γεγονότα που αναφέρει η ελληνική μυθολογία και το οποίο τραγούδησε η ελληνική ποίηση από τον Όμηρο έως τον Απολλώνιο τον Ρόδιο. Σκοπός της εκστρατείας ήταν να… … Dictionary of Greek
Διόνυσος — I Ο νεότερος αλλά και πιο δημοφιλής από τους θεούς του Ολύμπου. Η θεϊκή του υπόσταση έλαβε δύο αντίθετες εκφράσεις: την εύθυμη και πολυθόρυβη χαρά που επικρατούσε στις γιορτές του και τη μανία της καταστροφής. Γι’ αυτό και η λατρεία του… … Dictionary of Greek
ηπιόμυθος — ἠπιόμυθος, ον (Α) αυτός που μιλάει ήπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + μύθος (< μύθος), πρβλ. γλυκύ μυθος, εύ μυθος] … Dictionary of Greek