Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

μῠϑος

  • 21 fable

    ['feibl]
    1) (a story (usually about animals) that teaches a lesson about human behaviour: Aesop's fables.) μύθος
    2) (a legend or untrue story: fact or fable?) παραμύθι
    - fabulously

    English-Greek dictionary > fable

  • 22 myth

    [miƟ]
    (an ancient, fictional story, especially one dealing with gods, heroes etc.) μύθος
    - mythically
    - mythology
    - mythological

    English-Greek dictionary > myth

  • 23 басня

    [μπάσνγια] ουσ. θ. μύθος

    Русско-греческий новый словарь > басня

  • 24 миф

    [μίφ] ουσ. α. μύθος

    Русско-греческий новый словарь > миф

  • 25 басня

    [μπάσνγια] ουσ θ μύθος

    Русско-эллинский словарь > басня

  • 26 миф

    [μίφ] ουσ α μύθος

    Русско-эллинский словарь > миф

  • 27 басня

    -и, γεν. πλθ. сен, δοτ. -сням θ.
    1. παραμύθι, μύθος.
    2. επινόηση, μύθευμα, τερατολογία. || πλθ. -и αερολογίες, φλυαρίες.
    εκφρ.
    стать (сделать(ся) -ейπαλ. κουτσομπολεύομαι, γίνομαι αντικείμενο σχολίων, σχολιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > басня

  • 28 легенда

    θ.
    1. θρύλος, μύθος.
    2. επινόηση, αποκύημα, πλάσμα.
    θ.
    1. επιγραφή νομισμάτων.
    2. επιξηγηματικά σημεία σχεδίου, χάρτη κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > легенда

  • 29 мир

    -а, πλθ.α.
    1. ο κόσμος, το σύμπαν•

    происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.

    2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.
    3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.
    4. κοινωνία•

    античный мир ο αρχαίος κόσμος•

    капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•

    социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.

    || τάξη, κοινωνικό σύστημα•

    старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.

    5. σφαίρα ζωής•

    животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•

    растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•

    духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.

    || κύκλος (ανθρώπων)•

    мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.

    6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•

    дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•

    жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).

    εκφρ.
    всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•
    быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•
    пойти (ходить, идтиκ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•
    пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•
    уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•
    не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•
    сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•
    с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).
    α.
    1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•

    жить в -е ζω ειρηνικά•

    нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•

    мир души ψυχική γαλήνη•

    борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•

    мир народам! ειρήνη στους λαούς!•

    прочный мир σταθερή ειρήνη•

    оплот -а προπύργιο της ειρήνης•

    мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).

    2. συνθήκη, συμφωνία•

    заключить мир κλείνω ειρήνη•

    подписать мир υπογράφω ειρήνη•

    переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.

    3. ησυχία•

    я хочу мир θέλω ησυχία.

    εκφρ.
    мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•
    мир дому семуπαλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•
    с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον).

    Большой русско-греческий словарь > мир

  • 30 миф

    α.
    μύθος, παραμύθι. || μτφ. αποκύημα φαντασίας, κάτι φανταστικό, μη υπαρκτό.

    Большой русско-греческий словарь > миф

  • 31 небылица

    θ.
    τερατολογία• μύθευμα, μύθος, παραμύθι επινόηση• αποκύημα (δημιούρ-μα) φαντασίας.

    Большой русско-греческий словарь > небылица

  • 32 сказка

    θ.
    1. παραμύθι, μύθος•

    русские народные -и ρωσικά λαΐκά παραμύθια.

    2. επινόηση, -μα, μύθευμα.
    3. παλ. κατάλογος.
    4. το λεγόμενο•

    по -ам κατά τα λεγόμενα.

    εκφρ.
    - и про белого бычка – διηγούμαι τα ίδια και και τα ίδια, ψάλλω το ίδιο τροπάρι, κοπανώ όλο τα ίδια;•
    ни в -е сказать, ни пером описать – δε λέγεται, δεν περιγράφεται•
    сделаться (стать) -ой – γίνομαι το θέμα της μέρας.

    Большой русско-греческий словарь > сказка

  • 33 фабула

    θ. (φιλγ.) μύθος, πλοκή έργου• περιεχόμενο.

    Большой русско-греческий словарь > фабула

  • 34 Account

    subs.
    Narrative: P. and V. λόγος, ὁ, μῦθος, ὁ.
    Give an account of one's career: P. τοῦ βίου λόγον διδόναι.
    Report, description: P. ἀπαγγελία, ἡ.
    Value, consideration: P. and V. λόγος, ὁ.
    Make no account of: P. περὶ οὐδενὸς ποιεῖσθαι (acc.), V. οὐδαμοῦ τιθέναι (acc.).
    Of no account: V. ἀναρίθμητος, παρʼ οὐδέν.
    Be of no account: V. oὐδαμοῦ εἶναι.
    Turn to account: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    On account of: P. and V. δι (acc.), ἕνεκα (gen.), χριν (gen.) (Plat.), Ar. and V. οὕνεκα (gen.), ἕκατι (gen.), V. εἴνεκα (gen.).
    Reckoning: P. and V. λόγος, ὁ, Ar. and P. λογισμός, ὁ.
    Cast accounts: P. τιθέναι ψήφους (Dem. 304).
    I haven't mentioned even a fraction of the sins standing to their account: P. οὐδὲ πολλοστὸν μέρος εἵρηκα τῶν τούτοις ὑπαρχόντων κακῶν (Lys. 144).
    Examination of accounts: Ar. and P. εὔθυνα, ἡ, or pl.
    Demand one's accounts: P. λόγον ἀπαιτεῖν.
    Render account: P. εὔθυναν διδόναι, λόγον ἀποφέρειν.
    Put down to one's account, v.: P. καταλογίζεσθαι (τί, τινι), P. and V. ναφέρειν (τι, εἴς τινα); see Impute.
    Take into account: P. ὑπολογίζεσθαι.
    ——————
    v. trans.
    Understand: P. and V. συνιέναι; see Understand.
    Account for: P. λόγον διδόναι (gen.).
    Be cause of: P. and V. αἴτιος εἶναι (gen.).
    Be satisfactorily accounted for ( of money): P. δικαίως ἀποφαίνεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Account

  • 35 Allegory

    subs.
    P. ὑπόνοια, ἡ.
    Legend: P. and V. μῦθος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Allegory

  • 36 Anecdote

    subs.
    P. and V. λόγος, ὁ, μῦθος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Anecdote

  • 37 Bruit

    subs.
    P. and V. φήμη, ἡ, λόγος, ὁ, V. βάξις, ἡ, κληδών, ἡ, κλέος, τό, Ar. and V. μῦθος, ὁ, φτις, ἡ.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. ἐκφέρειν, διασπείρειν, Ar. and V. θροεῖν, σπείρειν; see Circulate.
    Be bruited abroad: P. and V. θρυλεῖσθαι, διέρχεσθαι, P. διαθρυλεῖσθαι (Xen.), V. κλῄζεσθαι, ὑμνεῖσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bruit

  • 38 Description

    subs.
    P. διήγησις, ἡ, διέξοδος, ἡ (Plat.).
    Story, narrative: P. and V. λόγος, ὁ, μῦθος, ὁ (Plat.), V. αἶνος, ὁ.
    Report: P. ἀπαγγελία, ἡ.
    Beyond description: use P. and V. κρείσσων λόγου.
    Kind: P. and V. γένος, τό; see Kind.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Description

  • 39 Fame

    subs.
    Rumour: P. and V. φήμη, ἡ, λόγος, ὁ, V. βᾶξις, ἡ, κληδών, ἡ, κλέος, τό, Ar. and V. φτις, ἡ, μῦθος, ὁ.
    Celebrity: P. and V. δόξα, ἡ, εὐδοξία, ἡ, αξίωμα, τό, κλέος, τό (rare P.), ὄνομα, τό. Ar. and V. εὔκλεια, ἡ, κῦδος, τό, V. κληδών, ἡ.
    Honour: P. and V. τιμή, ἡ; see Honour.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fame

  • 40 Fiction

    subs.
    Invention, forgery: P. πλάσμα, τό.
    Lie: P. and V. ψεῦδος, τό.
    Fictitious story: P. and V. μῦθος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fiction

См. также в других словарях:

  • μῦθος — word masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

  • μύθος — ο 1. πλαστή, φανταστική διήγηση, παραμύθι: Μου διηγήθηκε ένα μύθο. 2. παράδοση που αναφέρεται σε θεούς ή ήρωες: Οι μύθοι των Ατρειδών. 3. αλληγορική διήγηση που αναφέρεται στα ζώα ή τα φυτά: Οι μύθοι του Αισώπου. 4. υπόθεση λογοτεχνικού έργου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μῦθε — μῦθος word masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μῦθοι — μῦθος word masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μῦθον — μῦθος word masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αργοναύτες — Μυθικοί ήρωες που πήραν μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, ένα από τα περιφημότερα γεγονότα που αναφέρει η ελληνική μυθολογία και το οποίο τραγούδησε η ελληνική ποίηση από τον Όμηρο έως τον Απολλώνιο τον Ρόδιο. Σκοπός της εκστρατείας ήταν να… …   Dictionary of Greek

  • Διόνυσος — I Ο νεότερος αλλά και πιο δημοφιλής από τους θεούς του Ολύμπου. Η θεϊκή του υπόσταση έλαβε δύο αντίθετες εκφράσεις: την εύθυμη και πολυθόρυβη χαρά που επικρατούσε στις γιορτές του και τη μανία της καταστροφής. Γι’ αυτό και η λατρεία του… …   Dictionary of Greek

  • ηπιόμυθος — ἠπιόμυθος, ον (Α) αυτός που μιλάει ήπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + μύθος (< μύθος), πρβλ. γλυκύ μυθος, εύ μυθος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»