-
1 μυήση
μυήσηι, μύησιςinitiation: fem dat sg (epic)μυάωcompress the lips: aor subj mid 2nd sg (attic ionic)μυάωcompress the lips: aor subj act 3rd sg (attic ionic)μυάωcompress the lips: fut ind mid 2nd sg (attic ionic)μυέωinitiate into the mysteries: aor subj mid 2nd sgμυέωinitiate into the mysteries: aor subj act 3rd sgμυέωinitiate into the mysteries: fut ind mid 2nd sg -
2 μυήσῃ
μυήσηι, μύησιςinitiation: fem dat sg (epic)μυάωcompress the lips: aor subj mid 2nd sg (attic ionic)μυάωcompress the lips: aor subj act 3rd sg (attic ionic)μυάωcompress the lips: fut ind mid 2nd sg (attic ionic)μυέωinitiate into the mysteries: aor subj mid 2nd sgμυέωinitiate into the mysteries: aor subj act 3rd sgμυέωinitiate into the mysteries: fut ind mid 2nd sg -
3 μύηση
-
4 μύηση
[мииси] ουσ. Θ. посвящение в тайну,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μύηση
-
5 μύηση
[мииси] ουσ θ посвящение в тайну. -
6 μύηση
initiationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μύηση
-
7 initiation
μύηση -
8 приобщение
η κατατόπιση, ο κατατο-πισμός, η μύηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приобщение
-
9 initiation
[-ʃi'ei-]noun (the act of initiating or process of being initiated.) μύηση -
10 посвящение
-я ουδ.1. μύηση.2. χειροτόνηση.3. αφιέρωση•посвящение в стихах έμμετρη αφιέρωση.
-
11 приобщение
-я ουδ.γνώρισμα, κατατόπιση, ενημέρωση μύηση, κατήχηση.
См. также в других словарях:
μύηση — Τυπική ιεροτελεστία των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων, με την οποία γινόταν η εισαγωγή στα μυστήρια. Ο όρος υιοθετήθηκε από την εθνολογία για να προσδιορίσει διάφορες τελετές των πρωτόγονων λαών, που παρουσιάζουν πολυάριθμες αναλογίες με τη… … Dictionary of Greek
μύηση — η 1. η εισαγωγή σε μυστήρια, σε θρησκευτική οργάνωση: Η μύησή του στο βουδισμό έγινε από έναν ιερέα του Θιβέτ. 2. εμπιστευτική εισήγηση σε μυστική ομάδα ή οργάνωση: Η μύηση στη Φιλική Εταιρεία γινόταν με απόλυτη μυστικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυήσῃ — μυήσηι , μύησις initiation fem dat sg (epic) μυάω compress the lips aor subj mid 2nd sg (attic ionic) μυάω compress the lips aor subj act 3rd sg (attic ionic) μυάω compress the lips fut ind mid 2nd sg (attic ionic) μυέω initiate into the… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστήρια — Τυπική λατρευτική έκφραση, που έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αβέβαιη είναι η ετυμολογία της λέξης, η οποία προέρχεται από μια ρίζα που έχει παραγάγει μερικές λέξεις με θρησκευτική σημασία, μεταξύ των οποίων ο… … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek
μυσταγωγία — η (ΑΜ μυσταγωγία) [μυσταγωγός] 1. εισαγωγή, κατήχηση στα σχετικά με τα θρησκευτικά, μύηση 2. η θυσία τού αίματος και τού σώματος τού Χριστού από τον ιερέα κατά τη θεία λειτουργία («ἡμεῑς τοῡ ἁγιωτάτου πατριάρχου μνημονεύομεν ἐν τῇ μυσταγωγίᾳ»,… … Dictionary of Greek
τελεσφορία — ἡ, Α [τελεσφόρος] 1. μύηση σε μυστήρια, μυσταγωγία («τελεσφορία ἐπετήσιος», Καλλ.) 2. (γενικά) κάθε εορτή ή τελετή όμοια με μύηση 3. η καταβολή τέλους, φόρου 4. ωρίμαση καρπού … Dictionary of Greek
τελετή — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Διόνυσου και της Νίκαιας, κόρης του Σαγγάριου και της Κυβέλης. Η Τ. ακολουθούσε από πολύ μικρή τον πατέρα της, γιατί της άρεσαν οι νυχτερινοί χοροί, οι γιορτές και οι διασκεδάσεις. Ο Παυσανίας αναφέρει στα Βοιωτικά… … Dictionary of Greek
βουντού — (voodoo). Θρησκεία της Καραϊβικής, στην Κεντρική Αμερική, που προήλθε από τους μαύρους της Αϊτής και πήρε στοιχεία από τους απογόνους των δούλων που μεταφέρθηκαν από την Αφρική κατά τους αποικιακούς χρόνους. Β. στη γλώσσα του Μπενίν (δυτικές… … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
Φιλική Εταιρεία — Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο… … Dictionary of Greek