-
1 μπελαλίδικος
[бэлалидикос] εκ. стеснительный, тягостный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μπελαλίδικος
-
2 беспокойный
беспоко́й||ныйприл1. (причиняющий беспокойство) μπελαλίδικος, ἐνοχλητικός, ᾶβολος:\беспокойныйная работа μπελαλίδικη δουλειά; \беспокойный ребенок τό ἄτακτο παιδί;2. (склонный к волнению) ἀνήσυχος/ἀνησυχαστικός, ἀνησυχητικός (выражающий беспокойство):\беспокойный человек ἀνήσυχος ἄνθρωπος \беспокойный сон ταραγμένος ὕπνος; \беспокойный вид ἀνησυχαστική ὀψη;3. (находящийся в возбуждении, в движении) ταραγμένος:\беспокойныйное море ταραγμένη θάλασσα. -
3 занозистый
επ., βρ: -зист, -а, -о.1. αγκιδωτός, γεμάτος αγκίδες.2. μτφ. ενοχλητικός, μπελαλής, μπελαλίδικός. -
4 пиковый
επ.1. της πικας, του μπαστουνιού•-ая дама η ντάμα μπαστούνι.
2. δυσάρεστος, δύσκολος• μπελαλίδικος•-ое положение δύσκολη κατάσταση.
εκφρ.остаться (оказать(ся) при -ом интересе – την παθαίνω, αποτυχαίνω, μένω με τίποτε.
См. также в других словарях:
μπελαλίδικος — η, ο θηλ. και ια 1. αυτός που προξενεί μπελάδες 2. δύσκολος, δυσχερής, κοπιαστικός («δουλειά μπελαλίδικη»). επίρρ... μπελαλίδικα με μπελαλίδικο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. belali + κατάλ. ίδικος] … Dictionary of Greek
μπελαλίδικος — η, ο (λ. τουρκ.), αυτός που προκαλεί μπελάδες, ο ενοχλητικός: Τα κατοικίδια συχνά είναι μπελαλίδικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπελαλής — ο αυτός που προκαλεί μπελάδες, μπελαλίδικος, ενοχλητικός: Μην μπλέκεις μαζί του, είναι μπελαλής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)